.

 

ΜΕΣ’ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ ΤΑ ΒΟΥΝΑ

(Συρτός)

.

Μες της Ηπεί..., Ελληνόπουλα,

Μες της Ηπείρου τα βουνά.

Μες της Ηπείρου τα βουνά,

Στο Τεπελένι, πέρα.

 

Στου Λογγαρά, Ελληνόπουλα,

Στου Λογγαρά το ύψωμα.

Στου Λογγαρά το ύψωμα,

Καθόμουνα μια μέρα.

 

Κι αγνάντευα, Ελληνόπουλα,

Κι αγνάντευα τον πόλεμο.

Κι αγνάντευα τον πόλεμο,

Που ’καναν οι τσολιάδες.

 

Και κυνηγώ..., Ελληνόπουλα,

Και κυνηγώντας τον εχθρό.

Και κυνηγώντας τον εχθρό,

Σαν να ’τανε λαγούδι.

 

Και φεύγοντας, Ελληνόπουλα,

Και φεύγοντας του λέγανε.

Και φεύγοντας του λέγανε,

Λυπητερό τραγούδι.

 

Σαν να τον φο..., Ελληνόπουλα,

Σαν να τον φοβερίζανε.

Σαν να τον φοβερίζανε,

Να ξαναπολεμήσουν.

                                                                           .

 

181.  ΟΛΕΣ ΟΙ ΝΙΕΣ ΠΑΝΤΡΕΥΟΝΤΑΙ

(Συρτός)

.

Όλες οι νιες παντρεύονται,

Όλες οι νιες παντρεύονται.

Και παίρνουν παλικάρια,

Ντρου μου, ντρουμ, ντρου μου ντρουμ.

 

Παντρεύεται η Γιαννούλα μας,

Παντρεύεται η Γιαννούλα μας.

Και παίρνει μαραζιάρη,

Ντρου μου, ντρουμ, ντρου μου ντρουμ.

 

Του μαγειρεύει και δεν τρώει,

Του μαγειρεύει και δεν τρώει.

Του στρώνει δεν κοιμάται,

Ντρου μου, ντρουμ, ντρου μου ντρουμ.

 

Του στρώνει πέντε στρώματα,

Του στρώνει πέντε στρώματα.

Κι οχτώ μαξιλαράκια,

Ντρου μου, ντρουμ, ντρου μου ντρουμ.

 

Σήκω, μαράζι, φάει ψωμί,

Σήκω, μαράζι, φάει ψωμί.

Σήκω, γκρεμίσου, πέσε,

Ντρου μου, ντρουμ, ντρου μου ντρουμ.

 

 

182. ΚΟΡΗ, ΠΟΥ ΥΦΑΙΝΕΙΣ ΤΟ ΠΑΝΙ

(Συρτός)

.

Κόρη, που υφαί..., κόρη,

Που υφαίνεις το πανί.

Που υφαίνεις και ξυφαίνεις,

Κι όλους τους νιους μαραίνεις.

 

Πόσα φλουριά, πόσα φλουριά,

Έχει το πανί.

Πόσα έχει και το χτένι,

Και η κόρη που το υφαίνει.

 

Χίλια φλουριά, χίλια φλουριά,

Έχει το πανί.

Άλλα τόσα και το χτένι,

Και η κόρη που το υφαίνει.

 

Όσα είχα κι... όσα είχα,

Κι όσα δούλευα.

Κι όσα έχω δουλεμένα,

Όλα κόρη μου για σένα.

 

 

183. ΣΙΓΑ, ΑΜΑΞΑ, ΤΗΝ ΑΜΑΞΑ

(Συρτός)

.

Σιγά, καλέ μου! σιγά-σιγά,

Αμαξά, την άμαξα.

Σιγά, αμαξά, την άμαξα...

Γιατί ’ναι μέσα η βλάμισσα.

 

Σιγά, καλέ μου! σιγά-σιγά,

Σιγά και ταπεινά.

Σιγά-σιγά και ταπεινά...

Μην πάρουν τ’ άρματα φωτιά.

 

Μην πα..., καλέ μου! μην πα...,

Μην πάρουν τ’ άρματα φωτιά.

Μην πάρουν τ’ άρματα φωτιά...

Και κάψουν την Τριπολιτσά.

 

 

184. ΑΣΤΡΟΠΕΛΕΚΙ ΚΑΙ ΦΩΤΙΑ

(Συρτός)

.

Αστροπελέκι και φωτιά,

Να πέσει στις μοδίστρες.

Να κάψει τα σγουρά μαλλιά,

Και τις στραβωχωρίστρες.

 

Οι μοδιστρούλες το ’χουνε,

Να τρών’ ψωμί και λάδι.

Να τους περισσεύουν τα λεφτά,

Να βάζουν κοκκινάδι.

 

Οι μοδιστρούλες το ’χουνε,

Να κάνουν και νυχτέρι.

Για να πηγαίνουν ραντεβού,

Χειμώνα, καλοκαίρι.

 

185. ΔΥΟ ΜΑΥΡΑ ΜΑΤΙΑ ΑΓΑΠΩ

(Συρτός)

.

Δυο μαύρα μα... , δυο μαύρα μάτια αγαπώ,

Το έμαθ’ ο..., το έμαθ’ όλο το χωριό.

Μα, είχε του ήλιου τη χάρη

Και τη λάμψη απ’ το φεγγάρι.

 

Και στην πλατεί…, και στην πλατεία σαν περνώ,

Σταμάτα ή..., σταμάτα, ήλιε, να στο ’πω.

Οι λεβέντες με καμάρι,

Λένε μπράβο παλικάρι.

 

Δυο μαύρα μα..., δυο μαύρα μάτια αγαπώ,

Σταμάτα, η..., σταμάτα, ήλιε, να στο ’πω.

Είχε του ήλιου τη χάρη

Και τη λάμψη απ’ το φεγγάρι

 

 

186. ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΚΟΤΑΣ ΤΑ ΦΤΕΡΑ

(Συρτός)

.

Της μαύρης κο…, κότα μου,

Της μαύρης κότας τα φτερά.

Της μαύρης κότας τα φτερά,

Θα τα κάνω φορεσιά.

 

Θα τα βάλω…, κότα μου,

Θα τα βάλω να περάσω.

Θα τα βάλω να περάσω,

Την καρδούλα σου να κάψω.

 

Μην περά..., κότα μου,

Μην περάσεις από ’δώ.

Μην περάσεις από ’δώ,

Να μην γίνει φονικό.

 

Θα περά…, κότα μου,

Θα περάσω, θα περάσω.

Θα περάσω, θα περάσω,

Και δεν θα λογαριάσω.

 

 

187. ΤΟ ’ΠΙΕ Η ΒΑΣΙΛΩ ΤΟ ΚΡΑΣΙ

(Συρτός)

.

Το ’πιε, καλέ! το ’πιε,

Η Βασίλω το κρασί.

Το κρασί με το κανάτι,

Κοντυλένια και γεμάτη.

 

Το ’πιε, καλέ! το ’πιε,

Και δεν το πλήρωσε.

Όπως το πληρώνουν όλοι,

Κοντυλένια και γεμάτη.

 

 

188. ΠΕΝΤΕ ΗΜΕΡΟΥΛΕΣ ΣΗΜΕΡΑ

(Συρτός)

.

Πέντε, αμάν! πέντε, πέντε,

Ημερούλες σήμερα.

Πέντε ημερούλες σήμερα,

Κι όπου αγαπάει δεν βλέπει.

 

Η αγά…, αμάν! η αγά...,

Η αγάπη μου δεν είν’ εδώ.

Η αγάπη μου δεν είν’ εδώ,

Κι εγώ τίνος τα λέω.

 

Στο Με..., αμάν! στο Με...,

Στο Μεσολόγγι ένας χορός.

Στο Μεσολόγγι ένας χορός,

Κι όλο μπροστά χορεύει.

 

Με δυο, αμάν! με δυο,

Με δυο μαντήλια στο λαιμό.

Με δυο μαντήλια στο λαιμό,

Με τέσσερα στα χέρια.

 

Με το, αμάν! με το ..., με το,

Με το μαντήλι νόημα.

Με το μαντήλι νόημα,

Και με τα χείλη λέει.

 

Να ’ναι, αμάν! να ’ναι,

Να ’ναι μακριά η Αράχοβα.

Να ’ναι μακριά η Αράχοβα,

Από τον Άγιο Πέτρο.

 

 

189. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ, ΜΑΡΓΑΡΩ

(Συρτός)

.

Μάνα, στα περιβόλια μας,

Γεια σου, Μαργαρίτα, γεια σου, Μαργαρώ.

Και στις αμυγδαλιές μας,

Γεια σου, Μαργαρίτα μου, γλυκιά.

 

Εκεί καθόμουν κι έραβα,

Γεια σου, Μαργαρίτα, γεια σου, Μαργαρώ.

Και κένταγα μαντίλι,

Γεια σου, Μαργαρίτα μου, γλυκιά.

 

Εκεί περάσαν τρεις αϊτοί,

Γεια σου, Μαργαρίτα, γεια σου, Μαργαρώ.

Κι οι τρεις καλοί λεβέντες.

Γεια σου, Μαργαρίτα μου, γλυκιά.

 

Ο ένας με μήλο με βαρεί,

Γεια σου, Μαργαρίτα, γεια σου, Μαργαρώ.

Κι ο άλλος με πορτοκάλι

Γεια σου, Μαργαρίτα μου, γλυκιά.

 

Κι ο τρίτος ο καλλίτερος,

Γεια σου, Μαργαρίτα, γεια σου, Μαργαρώ.

Μου δίνει δαχτυλίδι,

Γεια σου, Μαργαρίτα μου, γλυκιά.

 

Μάνα, το μήλο το ’φαγα,

Γεια σου, Μαργαρίτα, γεια σου, Μαργαρώ.

Το πορτοκάλι το ’χω,

Γεια σου, Μαργαρίτα μου, γλυκιά.

 

Το δαχτυλίδι το φορώ,

Γεια σου, Μαργαρίτα, γεια σου, Μαργαρώ.

Στ’ αριστερό μου χέρι,

Γεια σου, Μαργαρίτα μου, γλυκιά.

 

 

190. Η ΘΗΒΑ ΕΧΕΙ ΟΜΟΡΦΕΣ

(Συρτός)

.

Η Θήβα έχει όμορφες,

Η Λειβαδιά αφράτες.

Ο Βόλος και η Λάρισα,

Ξανθιές, γαλανομάτες.

 

Στη Ρούμελη και στο Μοριά,

Έχει κορίτσια λεβεντιά.

Χιώτισσες και Μυτιληνιές,

Σαμιώτισσες, μελαχρινές.

 

 

191. ΤΟ ΛΕΝ’ ΟΙ ΚΟΥΚΟΙ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ

(Συρτός)

.

Το λέν’, μάνα μ’, το λέν, το λέν’,

Οι κούκοι, στα βουνά.

Το λέν’ οι κούκοι, στα βουνά,

Κι οι πέρδικες, στα πλάγια,

Κι οι πέρδικες, στα πλάγια.

 

Το λέει, μάνα μ’, το λέει, το λέει,

Κι ο πετροκότσιφας.

Το λέει κι ο πετροκότσιφας,

Μέσα από τη φωλιά του,

Μέσα από τη φωλιά του.

 

 

192. ΒΑΡΑΝΕ ΤΑ ΒΙΟΛΙΑ

(Συρτός)

.

Βαράνε τα βιολιά, τα όργανα, μωρέ!

Νταούλια και κλαρίνα.

Παντρεύεται ο Μήτρος μας,

Και παίρνει τη Μαρίνα.

 

Σφάζουν αρνιά ολόπαχα, μωρέ!

Στη σούβλα τα γυρίζουν.

Κάθε τραγούδι και χορός.

Κι αρχίζουν μα σφυρίζουν.

 

Σύρνει η Μαρίνα το χορό, μωρέ!

Κι ο Μήτρος το μαντήλι.

Και καμαρώνουν οι συγγενείς,

χειροκροτούν οι φίλοι.

 

Σε μια στιγμή σηκώνονται, μωρέ!

Χρυσή ευχή να δώσουν.

Ο Μήτρος κι η Μαρίνα μας,

Να ζήσουν να στεριώσουν, να ζήσουν να γεράσουν

 

Ντρούμου ντρουμ, ντρούμου, ντρουμ,

Βαράνε τα νταούλια.

Τραλαλά, λα, λα, λα, λα!

Βαρούν και τα κλαρίνα.

 

Ο Μήτρος κι Μαρίνα μας,

Να ζήσουν να στεριώσουν.

Ο Μήτρος κι Μαρίνα μας,

Να ζήσουν να γεράσουν.

 

 

193. ΤΙ ΕΧΕΙΣ, ΚΑΗΜΕΝΕ ΠΛΑΤΑΝΕ

(Συρτός)

.

Τι έχεις, καημένε! πλάτανε,

Που στέκεις μαραμένος,

Μέρα και νυ..., και νύχτα στο νερό.

Αμάν! μέρα και νυ…, και νύχτα στο νερό.

 

Μέρα και νύχτα στο νερό,

Και πάλι μαραμένος,

Μην είν’ τα φυ..., τα φύλλα σου δασιά,

Αμάν! μην είν’ τα φυ..., τα φύλλα σου δασιά.

 

Μην είν’ τα φύλλα σου δασιά,

Και τα νερά σου κρύα,

Δεν είν’ τα φυ..., τα φύλλα μου δασιά,

Αμάν! δεν είν’ τα φυ..., τα φύλλα μου δασιά.

 

Δεν είν’ τα φύλλα μου δασιά,

Και τα νερά μου κρύα,

Αλή-Πασάς, Πασάς επέρασε,

Αμάν! Αλή-Πασάς..., Πασάς επέρασε.

 

Αλή-Πασάς επέρασε,

Με όλο του τ’ ασκέρι,

Κι όλοι στον ι..., στον ίσκιο κάθισαν,

Αμάν! κι όλοι στον ι..., στον ίσκιο κάθισαν.

 

Κι όλοι στον ίσκιο κάθισαν,

Ήπιαν και το νερό μου,

Κι όλοι σημά..., σημάδι μ’ έβαλαν,

Αμάν! κι όλοι σημά..., σημάδι μ’ έβαλαν.

 

 

194. ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΑΝΟ, ΜΕΣ ΤΙΣ ΔΡΟΣΙΕΣ

(Τσάμικος)

.

Ώρε! στον πλάτανο, στον πλάτανο,

Με τις δροσιές, Ζαχαρούλα.

Αηδόνια κελαηδούνε,

Ζευγάρι να γινούμε.

 

Ώρε! κι εμείς οι δυο, κι εμείς οι δυο,

Χαθήκαμε, Ζαχαρούλα.

Και πού θ’ ανταμωθούμε,

Τον πόνο μας να ’πούμε.

 

Ώρε! και το βραδάκι, και το βραδάκι,

Καρτερώ, Ζαχαρούλα.

Στο ρέμα να κρυφτούμε,

Γλυκά να φιληθούμε

 

 

195. ΠΕΡΙΣΤΕΡΑΚΙΑ ΟΜΟΡΦΑ

(Συρτός)

.

Περιστεράκια όμορφα

Στον κόσμο γυρισμένα.

Φέρτε μου την αγάπη μου,

Που βρίσκεται στα ξένα.

 

Μικρή Μαριώ μου, σ’ αγαπώ,

Εσένα πάντα λαχταρώ.

Έλα ξανά στην αγκαλιά μου,

Γιατί μαραίνεται η καρδιά μου.

 

 

196. ΧΤΕΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ, ΒΑΓΓΕΛΙΤΣΑ ΜΟΥ

(Συρτός)

.

Χτες το βράδυ, Βαγγελίτσα μου,

Χτες το βράδυ, στ’ όνειρό μου.

Χτες το βράδυ, στ’ όνειρό μου,

Είχες πέσει στο πλευρό μου.

 

Νυφικά, Βαγγελίτσα μου,

Νυφικά ήσουν ντυμένη.

Νυφικά ήσουν ντυμένη,

Σαν Νεράιδα στολισμένη.

 

Και ξυπνώ, Βαγγελίτσα μου,

Και ξυπνώ και δεν σε βρίσκω.

Και ξυπνώ και δεν σε βρίσκω,

Μου ’ρχεται ν’ αυτοκτονήσω

 

 

197. ΕΚΑΤΟΝ ΕΙΚΟΣΙ ΠΑΙΔΙΑ

(Τσάμικος)

.

Εκατόν ει..., λέει, εκατόν ει...,

Εκατόν είκοσι παιδιά.

Ώρε! εκατόν είκοσι παιδιά,

Μέσα στο χάνι της Γραβιάς.

 

Εχορεύαν, τα καημένα,

Μες στο αίμα βουτηγμένα.

Τ’ Ανδρούτσου ο γιος, λέει,

Τ΄Ανδρούτσου ο γιος.

 

Ώρε! τ’ Αδρούτσου ο γιος,

Χορεύει εμπρός, μέσα στ’ ασήμι βουτηχτός.

Εχορεύαν, τα καημένα,

Μες στο αίμα βουτηγμένα.

 

Με μιας αστρά ..., λέει, με μιας αστρά…,

Με μιας αστράφτει και βροντά.

Ώρε! με μιας αστράφτει και βροντά,

Γεια σας, χαρά σας, βρε παιδιά.

 

Αχ! και έγινε σκοτάδι,

Από το πρωί ως το βράδυ.

 

 

198. ΚΟΙΜΗΣΟΥ ΚΑΙ ΠΑΡΗΓΓΕΙΛΑ

(Νανούρισμα)

.

Κοιμήσου και παρήγγειλα,

Στην πόλη, τα προικιά σου.

Στη Βενετιά, τα ρούχα σου,

Και τα κοσμήματά σου.

 

Νάνι! νάνι! το μικρό μου,

Νάνι! νάνι! το καλό μου.

 

Κοιμήσου και παρήγγειλα,

Στην πόλη, τα προικιά σου.

Στα Γιάννενα, τ’ ασημικά,

Και τα χαλκώματά σου.

 

Νάνι! νάνι! το μωρό μου,

Νάνι! νάνι! το μικρό μου.

 

Ύπνε, που παίρνεις τα παιδιά,

Πάρε και το δικό μου.

Μικρό, μικρό σου το ’δωσα,

Μεγάλο να το φέρεις.

 

Νάνι! νάνι! το μωρό μου,

Νάνι! νάνι! το χρυσό μου.

 

 

199. ΤΡΕΙΣ ΑΝΤΡΕΙΩΜΕΝΟΙ

(Συρτός)

.

Τρεις αντρειωμένοι βούλησαν,

Μαργαριταρένια μου.

Μαργαριταριάς κλωνάρι,

Για να βγουν από τον Άδη.

 

Ένας, το Μάη, θέλα βγει,

Μαργαριταρένια μου.

Μαργαριταριάς κλωνάρι,

Κι ο άλλος, τον Αλωνάρη.

 

Κι ο Δήμος, του Αϊ-Δημητριού,

Μαργαριταρένια μου.

Που ανοίγουν τα βαγένια,

Κι οι μπεκρήδες έχουν έννοια.

 

Μια νιονυφούλα τ’ άκουσε,

Μαργαριταρένια μου.

Μαργαριταριάς κλωνάρι,

Που θα βγουν από τον Άδη

 

Πάρτε κι εμέ, λεβέντες μου,

Μαργαριταρένια μου.

Μαργαριταριάς κλωνάρι,

Για να βγούμε απ’ τον Άδη.

 

Κόρη, βροντούν τ’ ασήμια σου,

Μαργαριταρένια μου.

Μαργαριταριάς κλωνάρι,

Και θα μας ακούσουν κι άλλοι.

 

Τρίζουν τα σκαρπίνια σου,

Μαργαριταρένια μου.

Μαργαριταριάς κλωνάρι,

Και θα μας ακούσουν κι άλλοι,

 

Εγώ τ’ ασήμια τα πετώ,

Μαργαριταρένια μου.

Τα σκαρπίνια δεν θα πάρω,

Να γλυτώσω από τον Χάρο.

 

 

200. ΠΑΙΔΙΑ, ΓΙΑΤΙ ΕΙΣΤΕ ΑΝΑΛΑΓΑ

(Τσάμικος)

.

Παιδιά μ’, γιατί είστε, μωρέ! παιδιά,

Παιδιά μ’, γιατί είστ’ ανάλαγα,

Τα κακόμοιρα.

Ωρέ! παιδιά καημένα,

Γιατί είστε λερωμένα.

 

Είμαστε από..., μωρέ! παιδιά,

Είμαστε από τον πόλεμο,

Τα κακόμοιρα.

Ωρέ! παιδιά καημένα,

Κι είμαστε λερωμένα.

 

Όταν θα πάψει…, μωρέ! παιδιά,

Όταν θα πάψει ο πόλεμος,

Τα κακόμοιρα.

Ωρέ! παιδιά καημένα,

Πάψει το τουφεκίδι.

 

Τότε κι εμείς, μωρέ! παιδιά,

Τότε κι εμείς θ’ αλλάξουμε,

Τα κακόμοιρα.

Ωρέ! παιδιά καημένα,

Θα λαμπροφορεθούμε.

 

  

201. ΞΕΝΕ. ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΣΤΗΝ ΞΕΝΙΤΙΑ

(Συρτός)

.

Ξένε, που είσαι στην ξενιτιά.

Τι να είχα, τι να σου ’στελνα.

Τι να είχα να σου στείλω,

Ένα ζαχαρένιο μήλο.

 

Να στείλω μήλο, σέπεται,

Η αγάπη μου δεν έρχεται.

Το κυδώνι μαραγκιάζει,

Κι αγάπη αναστενάζει.

 

Σταφύλι ξερογιάζεται,

Η αγάπη αρραβωνιάζεται.

Το τριαντάφυλλο μαδιέται,

Κι η αγάπη λησμονιέται.

 

Να στείλω και το δάκρυ μου,

Σ’ ένα χρυσό μαντήλι.

Το δάκρυ είναι καυτερό,

Και καίει το μαντήλι.

 

 

202. ΜΕΣ’ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ ΤΑ ΒΟΥΝΑ

(Συρτός)

.

Μες της Ηπεί..., Ελληνόπουλα,

Μες της Ηπείρου τα βουνά.

Μες της Ηπείρου τα βουνά,

Στο Τεπελένι, πέρα.

 

Στου Λογγαρά, Ελληνόπουλα,

Στου Λογγαρά το ύψωμα.

Στου Λογγαρά το ύψωμα,

Καθόμουνα μια μέρα.

 

Κι αγνάντευα, Ελληνόπουλα,

Κι αγνάντευα τον πόλεμο.

Κι αγνάντευα τον πόλεμο,

Που ’καναν οι τσολιάδες.

 

Και κυνηγώ..., Ελληνόπουλα,

Και κυνηγώντας τον εχθρό.

Και κυνηγώντας τον εχθρό,

Σαν να ’τανε λαγούδι.

 

Και φεύγοντας, Ελληνόπουλα,

Και φεύγοντας του λέγανε.

Και φεύγοντας του λέγανε,

Λυπητερό τραγούδι.

 

Σαν να τον φο..., Ελληνόπουλα,

Σαν να τον φοβερίζανε.

Σαν να τον φοβερίζανε,

Να ξαναπολεμήσουν.

 

 

203. ΣΟΥ ΕΙΠΑ, ΜΑΝΑ, ΠΑΝΤΡΕΨΕ ΜΕ

(Συρτός)

.

Σου είπα, μα..., ντριλίτς παπρίς παπρά μου!

Σου είπα, μάνα, πάντρεψέ με.

Σου είπα, μάνα, πάντρεψέ με,

Σπιτονοικοκύρεψέ με.

 

Γέρο α..., ντριλίτς παπρίς παπρά μου!

Γέρο άντρα μη μου δώσεις.

Γέρο άντρα μη μου δώσεις,

Γιατί θα το μετανιώσεις.

 

Γιατί ο γε..., ντριλίτς παπρίτς παπρά μου!

Γιατί ο γέρος τα ’ξετάζει.

Γιατί ο γέρος τα ’ξετάζει,

Κάθεται και λογαριάζει.

 

Πού είν’ τ’ αλε..., ντριλίτς παπρίτς παπρά μου!

Πού είν’ τ’ αλεύρι, πού είν’ τ’ αλάτι.

Πού είν’ τ’ αλεύρι, πού είν’ τ’ αλάτι,

Πού είν΄ η κότα η λαθουράτη.

 

Πού είν’ τ’ αβγά, ντριλίτς παπρίς παπρά μου!

Πού είν’ τ’ αβγά της εβδομάδας.

Πού ειν’ τ’ αβγά της εβδομάδας,

Το περίσσευμα της τάβλας.

 

 

204. ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΕΡΙΒΟΛΑΡΙΣΣΑ

(Συρτός)

(Οι δύο πρώτοι στοίχοι γρήγορα,

οι άλλοι δύο αργά και πιο δυνατά).

.

Για μια περι..., περιβολαριά,

Για μια περιβολάρισσα.

Για μια περι...βολάρισσα,

Τα νιάτα μου... χαλάλισα.

 

Να της ποτί..., περι…, περιβολαριά,

Να της ποτίζω τον ανθό.

Να της ποτί...ζω τον ανθό,

Το δυόσμο το... βασιλικό.

 

Κι εκεί που τον περι..., περιβολαριά,

Κι εκεί που τον επότιζα.

Κι εκεί που τον επότιζα,

Και τον εκορφολόγιζα.

 

Πέταξε κλω..., περι…, περιβολαριά,

Πέταξε κλώνους και κλαδιά.

Πέταξε κλώνους και κλαδιά,

Και σκέπασε μια γειτονιά.

 

Και σκέπασε, περι..., περιβολαριά,

Και σκέπασε κι εμένανες.

Και σκέπασε κι εμένανες,

Που μ’ είχε, η μάνα μου ένανες.

 

 

205. ΜΑΝΤΗΛΙ ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟ

(Συρτός)

(Δεν θα μπορούσε να λείπει και το μαντήλι Καλαματιανό!!).

.

Μαντήλι Καλαματιανό,

Φοράς στον άσπρο σου λαιμό.

Έλα, πουλί μου, έλα,

Αν αγαπάς εμένα.

 

Πες το, μάτια μου, το ναι,

Δεν θα βρεις άλλον σαν κι εμέ.

Καλαμα..., Καλαματιανέ μου αέρα,

Που φυσάς, που φυσάς νύχτα και μέρα.

 

Εσύ είσαι ένας ήλιος,

Φεγγάρι λαμπερό,

Μου θάμπωσες το φως μου,

Και δεν μπορώ να ’δω.

 

Της Καλαμάτας το νερό,

Μου ’παν πως έχει βδέλλες

Μα ’γώ το εδοκίμασα,

Έχει όμορφες κοπέλες.

 

Σαν πας στην Καλαμάτα,

Και ’ρθεις με το καλό,

Φέρε μ’ ένα μαντήλι,

Να δέσω στο λαιμό.

 

 

206. ΜΑΡΙΟΡΗ ΤΟΥ ΜΥΛΩΝΑ

(Συρτός)

.

Μαριορή του μυλωνά,

Μαριορή του μυλωνά.

Μαριορή του μυλωνά,

Χάλασε ο μύλος, δεν γυρνά.

 

Ούτε τρίβει, ούτε αλέθει,

Μαριορή μου, κάτι έχει....

 

 

207. Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ

(Συρτός)

Το τραγουδούσαν, συνήθως, οι άντρες στα μαγαζιά του χωριού, τα βράδια,

πίνοντας το κρασάκι τους.

.

Ο Μανούσος, ο Μπιρμπίλης,

Κι ο Ρεσίτ Αγάς,

Στο κρασοπουλιό επήγαν,

Για να φάν’ να πιούν.

 

’Κει που ’τρώγαν, ’κει που ’πίναν,

Και που τραγουδούν.

Κάτι πιάσανε να λένε,

Για τις όμορφες.

 

Όμορφη γυναίκα που ’χεις,

Βρε! Μανούσο μου.

Πού την είδες, πού την ξέρεις,

Τ’ είναι αυτά που λες;

 

Χτες την είδα στο πηγάδι,

Κι έπιανε νερό.

Και της έπεσε η βαρέλα,

Και την σήκωσα.

 

Σαν την είδες, σαν την ξέρεις,

Πες μας, τι φορεί.

Άσπρο φερετζέ φορούσε,

Με λευκά κουμπιά.

 

Φόραγε και στο λαιμό της,

Τα χρυσά φλουριά.

Κι ο Μανούσος μεθυσμένος,

Πάει την έσφαξε...

 

 

208. Ο ΛΟΥΛΙΟΣ

(Τσάμικος)

.

Ποιος είν’ εκείνος, που είν΄ εκεί πέρα,

Λούλιε μου, καημένε Λούλιε.

Λούλιε μου, το μανουσάκι,

Τ’ άσπρο σου το βελεσάκι.

 

Μην είν’ ο Γιάννης, μην είν΄ ο Κώστας,

Λούλιε μου, καημένε Λούλιε.

Λούλιε μου, το μανουσάκι,

Τ΄ άσπρο σου το βελεσάκι.

 

 

209. Ο ΜΠΟΥΓΙΟΥΡΝΤΗΣ

(Συρτός)

Σατιρικό τραγούδι

.

Ο Μπουγιουρντής,

Ο Μπουγιουρντής ξεκίνησε.

Για να πάει στην Καλαμάτα,

Μπουγιουρντή μου, με τη βράκα

 

Τρίζει η ανε…, τρίζει,

Η ανεμοδούρα του.

Αχ! και κάνει τρίκι-τράκα,

Μπουγιουρντή μου, με τη βράκα.

 

Βάζει βαμπά..., βάζει,

Βαμπάκι από μπροστά.

Βαμπακόσπορο από πίσω,

Μπουγιουρντή, να σε φιλήσω.

 

Βάζει πρέζα, βάζει,

Πρέζα, στη μύτη του.

Και μαντέκα, στα μαλλιά του,

Που να ’χε καεί η καρδιά του.

 

Καλό ταξί..., καλό ταξίδι,

Μπουγιουρντή.

Με τα χρυσά φλουριά σου,

Γεια σου, Μπουγιουρντή μου, γεια σου.

 

 

210. ΜΠΑΙΝΩ ΜΕΣ’ ΣΤ’ ΑΜΠΕΛΙ

(Συρτός)

.

Μπαίνω μες στ’ αμπέλι,

Μπαίνω μες στ’ αμπέλι.

Μπαίνω μες στ’ αμπέλι, σαν νοικοκυρά,

Βρε! σαν νοικοκυρά.

 

Να! κι ο νοικοκύρης,

Να! κι ο νοικοκύρης.

Να! κι ο νοικοκύρης, έρχεται κοντά,

Βρε! έρχεται κοντά.

 

Έλα, νοικοκύρη,

Έλα, νοικοκύρη.

Έλα, νοικοκύρη, να τρυγήσουμε,

Βρε! να τρυγήσουμε.

 

Κόκκινα σταφύλια,

Κόκκινα σταφύλια.

Κόκκινα σταφύλια να πατήσουμε,

Βρε! να πατήσουμε.

 

 

211. ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΜΥΡΙΖΕΙ ΕΔΩ

(Συρτός)

.

Βασιλικός, Κοντομαριγώ,

Βασιλικός… μυρίζει εδώ.

Βασιλικός... μυρίζει εδώ,

Κάποια τον ε…, έχει στο λαιμό.

 

Τον έχει η α…, Κοντομαριγώ,

Τον έχει η α..., άσπρη και παχιά.

Τον έχει η α…, άσπρη και παχιά,

Περιπλεγμέ...ένο στα μαλλιά.

 

Κάνει τους νιους, Κοντομαριγώ,

Κάνει τους νιους, νιους και χαίρονται.

Κάνει τους νιους, νιους και χαίρονται,

Τους γέρους και..., και τρελαίνονται.

 

Πήγα κι εγώ, Κοντομαριγώ,

Πήγα κι εγώ..., να μυριστώ.

Πήγα κι εγώ..., να μυριστώ,

Φύγε, λεβέντη μ’, από ’δώ.

 

Μην μου ξεπλέ..., Κοντομαριγώ.

Μην μου ξεπλέ...ξεις τα μαλλιά.

Μην μου ξεπλέ...ξεις τα μαλλιά,

Και μου λερώ...σεις το γιακά.

 

Μαλλάκια είν΄..., Κοντομαριγώ,

Μαλάκια είν’ και πλέκονται.

Μαλάκια είν’ και πλέκονται,

Γιακάς είν’ και πλένεται.

 

 

212. ΧΟΡΤΑΡΑΚΙ ΑΠ’ ΤΟ ΛΙΒΑΔΙ

(Συρτός και τσάμικος)

.

Χορταρά..., μωρέ! χορταρά...,

Χορταράκι απ’ το λιβάδι.

(1 συρτός).

Χορταράκι απ’ το λιβάδι,

Και νερό απ’ το πηγάδι.

(2 τσάμικος).

.

Μ’ έστειλαν, μωρέ! μ’ έστειλαν,

Μ’ έστειλαν να πάω να φέρω (1).

Μ’ έστειλαν να πάω να φέρω,

Και το δρόμο δεν τον ξέρω (2).


Και στο δρο..., μωρέ! και στο δρο...,

Και στο δρόμο που πηγαίνω(1).

Και στο δρόμο που πηγαίνω,

Δυο λεβέντες απανταίνω (2).

 


213. ΑΜΠΕΛΙ ΜΟΥ, ΠΛΑΤΥΦΥΛΛΟ

(Συρτός)

.

Αμπέλι μου, καλέ! αμπέλι μου,

Αμπέλι μου, καλέ! πλατύφυλλο.

Και κοντοκλαδεμένο, μα! τη θάλασσα,

Κοντούλα και γεμάτη δεν σ’ αντάμωσα.

 

Για δεν ανθείς, καλέ! αμπέλι μου,

Για δεν ανθείς, καλέ! για δεν καρπείς.

Σταφύλια γιατί δεν κάνεις, μα! τη θάλασσα,

Κοντούλα και γεμάτη δεν σ’ αντάμωσα.

 

Για βάλτε νιους, καλέ! για βάλτε νιους,

Για βάλτε νιους, καλέ! και σκάψτε με.

Γέρους να με κλαδέψουν, μα! τη θάλασσα,

Κοντούλα και γεμάτη, δεν σ’ αντάμωσα.

 

Φέρτε κορί..., καλέ! αμπέλι μου,

Φέρτε, κορίτσια, καλέ! ανύπαντρα.

Να με κορφολογήσουν, μα! τη θάλασσα,

Κοντούλα και γεμάτη δεν σ’ αντάμωσα.

 

 

214. ΠΑΙΔΙΑ, ΣΑΝ ΘΕΛΤΕ ΛΕΒΕΝΤΙΑ

(Τσάμικος)

.

Παιδιά, σαν θέλτε λεβεντιά,

Και κλέφτες να γενείτε.

Εμένα να..., γεια σας, παιδιά,

Εμένα να ρωτήσετε.

 

Εμένα να ρωτήσετε,

Πώς τα περνούν οι κλέφτες.

Δώδεκα χρο..., γεια σας, παιδιά,

Δώδεκα χρόνους έκανα.

 

Δώδεκα χρόνους έκανα,

Στους κλέφτες καπετάνιος.

Ζεστό ψωμί..., γεια σας, παιδιά,

Ζεστό ψωμί δεν έφαγα.

 

Ζεστό ψωμί δεν έφαγα,

Γλυκό κρασί δεν ήπια.

Τον ύπνο δεν..., γεια σας, παιδιά,

Τον ύπνο δεν τον χόρτασα.

 

Τον ύπνο δεν τον χόρτασα,

Τα πρωινά του Μάη.

Το χέρι μου, γεια σας παιδιά,

Το χέρι μου προσκέφαλο.

 

Το χέρι μου προσκέφαλο,

Και το σπαθί μου στρώμα.

Και το καρυο..., γεια σας, παιδιά,

Και το καρυοφυλλάκι μου.

 

Και το καρυοφυλλάκι μου,

Κορίτσι αγκαλιασμένο.

 

 

215. ΜΕ ΠΉΡΕ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ

(Συρτός)

.

Με πήρε το ποτάμι,

Με πήρε ο ποταμός.

Βγάλ’ τα τα μαύρα, βγάλ’ τα, Ρηνιώ μου,

Τι μ’ έφαγε ο καημός.

 

Τα μαύρα δεν τα βγάζω,

Γιατί μου μοιάζουνε,

Είμαι κοντούλα, άσπρη,

Παχιούλα και μου ταιριάζουνε.

 

Στη σκάλα που ανεβαίνεις,

Ν’ ανέβαινα κι εγώ.

Σε κάθε σκαλοπάτι, Ρηνιώ μου,

Να σε γλυκοφιλώ.

 

Στη σκάλα που ανεβαίνεις,

Και στα σκαλώματα,

Τρίζουν τα τακουνάκια, Ρηνιώ μου,

Με τα καμώματα.

 

Στη σκάλα που ανεβαίνεις,

Έπεσε η κάλτσα σου.

Κι έσκυψες να τη δέσεις, Ρηνιώ μου,

Κι είδα τη γάμπα σου.

 

 

216. ΝΤΥΣΟΥ, ΣΤΟΛΙΣΟΥ, ΛΥΓΕΡΗ

(Συρτός)

 

Ντύσου, στολίσου, λυγερή,

Ντύσου, στολίσου, κόρη.

Αμάν! για να φανείς προςτο γαμπρό,

Κήπος και περιβόλι.

 

Άσπρη είσαι κι άσπρη φαίνεσαι,

Κι άσπρη είν’ η φορεσιά σου.

Αμάν! κι άσπρα λουλούδια φύτρωσαν,

Κόρη, στο φόρεμά σου.

 

Πύργος είσαι κρυστάλλινος,

Μπαούλο με σιντέφια.

Αμάν! εσύ είσαι η ομορφότερη,

Απ’ όλα σου τ’ αδέρφια.

 

 

217. ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΕΙΠΕΣ ΤΑ ’ΜΑΘΑ

(Συρτός)

 

Τα μάραθα, τα μάραθα,

Τα λόγια που είπες τα ’μαθα.

Βρε, γοργό μου χελιδόνι ,

Πέσε μου, ποιός σε μαλώνει.

 

Τα μάραθα στις μαραθιές,

Τα λόγια σου στις γειτονιές.

Βρε, γοργό μου χελιδόνι,

Πέσε μου, ποιος σε μαλώνει.

 

Έλα να πάμε ’κεί που λες,

Που φτιάχνουν τα πουλιά φωλιές.

Βρε, γοργό μου χελιδόνι,

Πέσε μου, ποιός σε μαλώνει.

 

 

218. ΔΙΚΟ ΣΟΥ ΗΤΑΝ ΤΟ ΦΤΑΙΞΙΜΟ

(Συρτός)

 

Δικό σου ήταν, μωρ’ Αργυρούλα μου!

Δικό σου ήταν, ήταν το φταίξιμο.

Ώρε! δικό σου ήταν…, ήταν το φταίξιμο,

Και το μεγά..., μεγάλο μπλέξιμο.

 

Που ήρθα και, μωρ’ Αργυρούλα μου!

Που ήρθα και, βρε, και δεν άνοιξες.

Εχτές αργά το βράδυ, μα! τη θάλασσα,

Πώς το ’παθα, ο δόλιος, και σ’ αγάπησα.

 

Δεν το ’ξερα, καλέ! δεν το ’ξερα,

Δεν το ’ξερα, καλέ! λεβέντη μου.

Πως ήταν η αφεντιά σου, μα! τη θάλασσα,

Πώς το ’παθα, η δόλια, και σ’ αγάπησα.

 

Να πεταχτώ, καλέ! λεβέντη μου,

Να πεταχτώ. καλέ! σαν πέρδικα.

Να ’ρθω στην αγκαλιά σου, μα! τη θάλασσα,

Πώς το ’παθα, η δόλια, και σ’ αγάπησα.

 

 

.219. ΠΟΙΑ ΜΑΝΑ ΕΧΕΙ ΟΜΟΡΦΟ ΓΙΟ

(Συρτός)

.

Ποια μάνα έχει όμορφο γιο,

Δεν είναι τρόπος να τον δω.

Και ωραίο παλικάρι,

Ποια κοπέλα θα τον πάρει.

 

Τον εζηλεύει η γειτονιά,

Πάν’ τα ματάκια που αγαπά.

Τόνε ζηλεύει η ρούγα,

Γεια σου, αγάπη μου καινούρια.

 

Τόνε ζηλεύει η μάνα του,

Τρομάρα και λαχτάρα του.

Άντρα θέλει να τον πάρει,

Και στεφάνι να του βάλει.

 

Και μια λαμπρή, μια Κυριακή,

Αποφασίζει να το πει.

Και μια επισημούλα μέρα,

Ντύνεται σαν περιστέρα.

 

Γιε μικρέ, γιε μου καλέ,

Γιε μου, εγώ σε αγαπώ.

Άντρα θέλω να σε πάρω,

Και στεφάνι να σου βάλω.

 

Μάνα τρελή, μάνα ζουρλή,

Ποια μάνα παίρνει το παιδί.

Και ποιο παιδί τη μάνα,

Για να περπατούν αντάμα.

 

 

220. ΤΗΣ ΑΣΠΡΗΣ ΑΣΠΡΑ ΜΟΙΑΖΟΥΝΕ

(Συρτός)

 

Της άσπρης άσπρα, της άσπρης άσπρα,

Μοιάζουνε, μωρ’ Ελενιώ!

Της άσπρης άσπρα μοιάζουνε,

Της γαλανής γαλάζια.

 

Και της μελα..., και της μελαχρινής,

Χρυσά, μωρ’ Ελενιώ!

Και της μελαχρινής χρυσά,

Που περπατεί με νάζι.

 

Για σέν’ τα λέω, για σέν’ τα λέω, αγάπη μου,

Μωρ’ Ελενιώ!

Για σέν’ τα λέω αυτά εδώ,

Που είσαι στο παραθύρι.

 

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ 141-180

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ 221-250


 

(ΧΙΜ)


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Το Δημοτικό Σχολείο άρχισε να χτίζεται τον Αύγουστο του 1936. Επειδή τότε δεν πήγαινε αυτοκίνητο στου Σέρβου, τα τσιμέντα τα κουβάλησαν με μουλάρια από τα Λαγκάδια. Τις σιδερόβεργες όμως για την πλάκα, λόγω του μήκους τους και της φύσης του μονοπατιού δεν μπορούσαν να τις φορτώσουν στα ζώα και γι' αυτό τις κουβάλησαν οι Σερβαίοι στον ώμο από τα Λαγκάδια. Οι εργασίες σταμάτησαν λόγω του πολέμου και συνεχίστηκαν μετά το 1949. Οι αίθουσες του σχολείου άνοιξαν για τους μαθητές το 1954.