Στάθη Χ.Δάρα (1932-2017)
Ήταν Παρασκευή πρωί, τον Οκτώβρη του 1963 και ως αγροτικός γιατρός του χωριού θα έκανα την καθιερωμένη επίσκεψη στα κάτω χωριά, Σαρακίνι-Μπουγιάτι. Πέρασα λοιπόν με το αυτοκίνητό μου από το Σαρακίνι χωρίς να σταματήσω, διότι θα έβλεπα τους αρρώστους στην επιστροφή και συνέχισα για το Μπουγιάτι. Εκεί στο διάσελο, ανάμεσα Σαρακίνι-Μπουγιάτι, αντάμωσα μια γρια με ένα κασμά στην πλάτη .Μέριασε λίγο να περάσω, έκοψα και εγώ ταχύτητα -σχεδόν σταμάτησα- και την καλημέρισα.
Έφτασα στο χωριό και πήγα στο σπίτι του μακαρίτη Μπαρμπα-Νικόλα Χαρόπουλου, που ήταν μαζεμένοι 5-6 νοματαίοι και με περίμεναν, αφού ήξεραν ότι θα πήγαινα αυτή την ημέρα.Η Σταυρούλα (η κόρη του μπάρμπα-Νικόλα) μου έφτιαξε καφέ και μου είπε στα γρήγορα «τα νέα του χωριού της εβδομάδας». Σε κάποια στιγμή βλέπω και τη Λεμονιά, τη μάνα της, με μαύρα ρούχα και μαντίλι στο κεφάλι. Με την εμφάνιση αυτή δεν μπορούσε κανείς εύκολα να υπολογίσει την ηλικία της. Μου έμοιαζε 60-70 χρονών. Γρήγορα κατάλαβα πως ήταν η γριά που συνάντησα πριν λίγο στο διάσελο, με τον κασμά στην πλάτη
Δεν χρειάστηκε να πω πολλά, την είδα, της μέτρησα την πίεση και της είπα:
Ήθελε φαίνεται η Λεμονιά την πιστοποίηση της καλής της υγείας με... τη βούλα του γιατρού! Νοοτροπία και αντίληψη των κατοίκων των χωριών εκείνης της εποχής. Και να σκεφθεί κανείς πως οι δυνατότητες του αγροτικού γιατρού τότε ήσαν ελάχιστες που εκτός από την κλινική εξέταση και μια πίεση, καμιά εργαστηριακή εξέταση δεν μπορούσε να κάνει ούτε τις ποιό βασικές για ένα ηλικιωμένο άτομο (ουρία, σάκχαρο, χοληστερίνη κλπ). Τελείωσα την επίσκεψη και γύρισα στο χωριό με πολλές σκέψεις και την ερώτηση της Λεμονιάς να στριφογυρίζει στο μυαλό μου:
Είμαι καλά γιατρέ μου να πάω να σκάψω;
.
(ΧΙΜ)