...Το λεβέτι γεμάτο μέχρι τα αρβάλια μούστο, έβραζε στην αυλή...

Η μακαρίτισσα η γιαγιά μου είχε ανάψει φωτιά στην αυλή, σε ένα απόμερο μέρος και πάνω σε μια μεγάλη σιδεροστιά είχε βάλει το λεβέτι, το οποίο είχε γεμίσει με μούστο. Την προηγούμενη μέρα είχαμε τρυγήσει τα αμπέλια και το μούστο που είχε βάλει η γιαγιά για βράσιμο τον είχαμε φυλάξει μέσα σε δύο ασκιά. 

 

Ο μούστος ήταν από ποικιλία σταφυλιών, όπως μοσχούδες, βολίτσες, αϊτονύχια, σκυλοπνίχτρια, ροδίτες και βοϊδομάτη, αρώματα της ορεινής μας αμπελουργίας.

 

Η γιαγιά λοιπόν με ένα μεγάλο ξύλο από μουριά, σαν στειλιάρι πελεκημένο, ανακάτευε το μούστο και με μια κουτάλα τον ξάφριζε αφού όλο φούσκωνε μέσα στο λεβέτι. Πότε συδαύλιζε τη φωτιά, πότε την ελάττωνε για να μην ξεχειλίσει το λεβέτι από το μούστο, που άχνιζε και κόχλαζε σκορπώντας ευχάριστη μυρωδιά στο χώρο.

Παρακολουθούσα με περιέργεια τη γιαγιά μου σε όλη αυτή τη διαδικασία. Πότε-πότε μου έλεγε να συμπήσω τη φωτιά, ή να φέρω κι άλλα ξύλα ξερά και λιανά. Αφού έβρασε για καλά ο μούστος η γιαγιά έβγαλε με ένα τσουκάλι και γέμισε ένα μεγάλο χάλκινο τέντζερη. Τον υπόλοιπο μούστο τον άφησε να βράσει, γιατί όπως μου έλεγε:

«Για να γένει πετιμέζι πρέπει να βράσει πολύ ώρα μέχρι να δέσει».

Τώρα που σκαλίζω τη μνήμη μου θυμάμαι ότι στην αρχή της βράσης έβαλε σε ένα παλιό τσεμπέρι λίγη στάχτη από τη φωτιά που έκαιγε και τη διέλυσε μέσα στο λεβέτι με το μούστο: «Για να καθαρίσει», μου έλεγε. Όσο έβραζε ο μούστος στο λεβέτι η γιαγιά πήρε τον τέντζερη με το μούστο που είχε βγάλει, τον ανέβασε πάνω στο σπίτι και τον "αλάφρωσε", βγάζοντας μία μικρή ποσότητα σε ένα άλλο χάλκινο δοχείο. Στη συνέχεια πήρε αλεύρι κοσκινισμένο και άρχισε με το ένα χέρι να ρίχνει το αλεύρι στο μούστο και με το άλλο να το ανακατεύει, μέχρι που έγινε κρέμα παχύρρευστη.

«Έτοιμη η μουσταλευριά», είπε η γιαγιά.

"Τι θα κάνουμε τώρα;", ρώτησα με περιέργεια.

«Θα φτιάξουμε πρώτα σουτζούκια και μετά θα ρίξουμε στα πιάτα τη μουσταλευριά και θα σου δώσω να φας όταν κρυώσει", μου είπε. Και συνέχισε:

"Δεν είδες χθες που πέρασα με τη βελόνα τις κολλίνες από καρύδια στην κλωνιά και κρέμονται στο μπαλκόνι; Σύρε φέρτα και πρόσεχε μην σπάσουν οι κολλίνες. Πάρε τη σουπιέρα και βάλτα μέσα\»

Πήρα και εγώ μια μεγάλη αλουμινένια λεκάνη -σουπιέρα τη λέγαμε- ξεκρέμασα με προσοχή τις αρμαθιές με τα περασμένα σε κλωστές καρύδια και τις πήγα στη γιαγιά μου. Τότε αυτή έπαιρνε μια-μια αρμαθιά, τη βουτούσε στη ζεστή μουσταλευριά, τη σήκωνε ψηλά και την κρατούσε λίγο στον αέρα για να παγώσει η μουσταλευριά που είχε τυλίξει το καρύδι και μετά την ξαναβουτούσε στη ζεστή μουσταλευριά. Αυτό το έκανε τρεις τέσσερις φορές για κάθε αρμαθιά, την οποία στη συνέχεια κρέμαγε σε ένα αδράχτι που είχε στηρίξει οριζόντια σε δύο καρέκλες. Αφού βούτηξε όλες τις αρμαθιές με τα καρύδια στη μουσταλευριά και τις κρέμασε στο αδράχτι μου είπε με ανακούφιση αλλά και με φανερή ικανοποίηση;

«Έτοιμα τα σουτζούκια για το χειμώνα. Τώρα θα τα κρεμάσουμε στο μπαλκόνι να ξεραθούν στο ήλιο και μετά μπορείς να φας».

Πράγματι μετά από δυο-τρεις ημέρες τα σουτζούκια είχαν στεγνώσει στον ήλιο και ήταν έτοιμα. Τα σουτζούκια ήταν ένα νόστιμο και γλυκό προφαντό, για να φιλεύει η νοικοκυρά κάποιο μουσαφίρη, η να ξελιγουριάζουν τα παιδιά, κυρίως το χειμώνα. Την εποχή που εμείς είμαστε παιδιά τα σουτζούκια μαζί με τα μουστοκούλουρα και τις τηγανίδες με πετιμέζι, ήταν τα αγαπημένα μας γλυκίσματα. ...Δεν είχαμε και άλλα...Τα στεγνωμένα πλέον σουτζούκια τα μάζεψε η γιαγιά, τα έβαλε σε ένα ταψί και τα σκέπασε με μια κρησάρα.

«Να παίρνουν αέρα πρέπει », μου είπε και έβαλε το ταψί πάνω στο κασόνι στο γκιλέρι.

Εγώ πάντως δεν περίμενα το χειμώνα για να μου δώσουν σουτζούκια, όλο και τσιμπολόγαγα. Τις επόμενες ημέρες στο σπίτι φτιάξαμε μουστοκούλουρα. Αξέχαστη διαδικασία με τα ταψιά που πηγαινοερχόντουσαν στο φούρνο. Τελικά γεμίσαμε ένα μικρό σακί με κουλούρια. Ήταν κι αυτά για να βγάλουμε όλο το χρόνο. Μαζί με τα καρύδια, το πετιμέζι και τα σουτζούκια ήταν «τα προφαντά», που δεν έλειπαν από κανένα σπίτι.

Αυτά θυμήθηκα για το μούστο που βγάζαμε από τα σταφύλια μας στο χωριό, πριν πενήντα χρόνια. Το μούστο που οι γυναίκες του χωριού με περισσή τέχνη χρησιμοποιούσαν να φτιάξουν όλα αυτά τα "ξελιγουριαστικά", τα οποία γέμιζαν το σπίτι με αρώματα και σε μας τα παιδιά έδιναν μια περίεργη σιγουριά, ότι τίποτα δεν μας λείπει! Τόσο απλά, με τόσο λίγα!

Πως αλλάξανε οι καιροί!.

Τουθεύς


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Το Δημοτικό Σχολείο άρχισε να χτίζεται τον Αύγουστο του 1936. Επειδή τότε δεν πήγαινε αυτοκίνητο στου Σέρβου, τα τσιμέντα τα κουβάλησαν με μουλάρια από τα Λαγκάδια. Τις σιδερόβεργες όμως για την πλάκα, λόγω του μήκους τους και της φύσης του μονοπατιού δεν μπορούσαν να τις φορτώσουν στα ζώα και γι' αυτό τις κουβάλησαν οι Σερβαίοι στον ώμο από τα Λαγκάδια. Οι εργασίες σταμάτησαν λόγω του πολέμου και συνεχίστηκαν μετά το 1949. Οι αίθουσες του σχολείου άνοιξαν για τους μαθητές το 1954.