Γράφει ο "Τουθεύς"
.
Στη βαρυχειμωνιά του χωριού πριν 50 χρόνια.
Με αφορμή μια χιονόπτωση στα βόρεια της Αθήνας, ήρθαν στο μυαλό μου διάφορες εικόνες του χωριού, από πολλές βαρυχειμωνιές της παιδικής μου ηλικίας.  Θα ανασύρω από τη μνήμη μου κάποιες από αυτές και θα τις περιγράψω για να μαθαίνουν οι νεότεροι κάτω από ποιες συνθήκες ζούσαμε τους χειμώνες στο χωριό, πριν πενήντα περίπου χρόνια, που μοιάζουν απίστευτες στη νεότερη γενιά.Εκείνες τις εποχές οι κλιματολογικές συνθήκες στην ορεινή Γορτυνία ήταν διαφορετικές από αυτές που ζούμε τα τελευταία χρόνια. Ο χειμώνας ήταν βαρύς και η ζωή γινόταν πολύ δύσκολη τους χειμερινούς μήνες. Μερικά χρόνια τα χιόνια ξεπερνούσαν το ενάμισι μέτρο στο χωριό και το κρύο με τον δυνατό αέρα ήταν ιδιαίτερα έντονα.

Θυμάμαι μια χρονιά που λόγω του αποκλεισμού του χωριού μας από τα πολλά χιόνια, ήρθαν αεροπλάνα του στρατού και έριξαν τρόφιμα και ζωοτροφές, για να αντιμετωπίσουν οι κάτοικοι τα προβλήματα τροφοδοσίας και επιβίωσης των ιδίων και των ζώων τους.

Τα χιόνια για πολλές μέρες σκέπαζαν τα πάντα και σε κάποια χαμηλά σπίτια τα παράθυρα ήταν χωμένα μέχρι τη μέση στο χιόνι. Δεν διέκρινες που ήταν οι δρόμοι και που οι μάντρες.

Με τα φτυάρια οι χωριανοί άνοιγαν στενά δρομάκια για να μπορέσουν να φέρουν νερό από τη βρύση (να ποτίσουν και τα ζωντανά), και να πάνε μέχρι το μπακάλικο να ψωνίσουν τα απαραίτητα: πετρέλαιο για τις λάμπες, αλάτι, κανένα φύλο μπακαλιάρου, οινόπνευμα για βεντούζες, βαμβάκι για το λυχνάρι και γενικά τέτοια πράγματα. Τα δρομάκια αυτά την επόμενη ημέρα είχαν κλείσει πάλι από το χιόνι.

Το πρόβλημα του ψωμιού για την οικογένεια ήταν πολύ σημαντικό. Επειδή οι γυναίκες δεν μπορούσαν να φουρνίσουν με τέτοιες συνθήκες, έψηναν κουλούρες στο τζάκι!

Ήταν τέλος Φλεβάρη. Θυμάμαι που για μια βδομάδα χιόνιζε ασταμάτητα στο χωριό και το σχολείο μας ήταν κλειστό. Πίσω από το μισοσκεπασμένο από τα χιόνια παράθυρό του σπιτιού μου αγνάντευα μέσα από το τζάμι όσο έβλεπε το μάτι μου, που όλα ήταν κάτασπρα. Στα κεραμίδια το νερό σχημάτιζε πελώρια κρύσταλλα που κρεμόντουσαν σαν αναποδογυρισμένες λαμπάδες.

Σε ένα γειτονικό σπίτι, που ήταν σε απόσταση περίπου 50 μέτρων, παρακολουθούσα κάθε πρωί και για αρκετές ημέρες, ένα εντυπωσιακό θέαμα. Το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας ανέβαινε στα κεραμίδια και με το φτυάρι αλάφρωνε τη σκεπή από το χιόνι, για να μην πέσει από το βάρος και πλακώσει την οικογένεια. Ήταν δεμένο από τη μέση με την άκρη μιας τριχιάς, που η άλλη άκρη ήταν δεμένη σε μια μουριά, για να μην γλιστρήσει το παιδί και πέσει από τα κεραμίδια. Ανέβαινε αυτό στη στέγη επειδή ήταν ελαφρότερο από το πατέρα του!...

Μετά λοιπόν από πέντε-έξι ημέρες εδέησε να σταματήσει η χιονόπτωση. Ξαστέρωσε ο ουρανός και από το χαλασμένο βουνό ξεπρόβαλε ένας ήλιος ολοφώτεινος και λαμπερός. Οι ηλιαχτίδες πέφτανε πάνω στο χιονισμένο τοπίο και αντανακλούσαν ένα εκτυφλωτικό φως που σε θάμπωνε. Τα κρύσταλλα στα κεραμίδια λαμπύριζαν και περίεργα χρώματα ακτινοβολούσαν, σε αποχρώσεις του μπλε και του κιτρινοκόκκινου. Στους δρόμους κάποιοι τολμηροί κάτοικοι άρχισαν να κυκλοφορούν στα στενά ανοίγματα που είχε κάνει η Κοινότητα με την προσωπική εργασία των συγχωριανών μας.

Στη "Ράχη-Μουζιάκου" για κλαρί

Εκείνο το πρωί φάγαμε τον καθημερινό ζεστό τραχανά μας, τσιγαρισμένο με το χοιρινό λίπος, βάλσαμο και "σταλωτικό" για το κρύο που περόνιαζε τα κόκαλα. Βγήκα στην αυλή για να πετάξω το χιόνι από τα σκαλιά μέχρι την αυλόπορτα, ώστε να μπορούμε να βγούμε στο δρόμο.

-Ξάνοιξε ο καιρός, δεν πάμε να φέρουμε λίγο κλαρί για τη γίδα, λέει η μάνα μου;

Ο πατέρας μου έλειπε στη Μεσσηνία για μαστοριά και εγώ σαν "τσαπωμένο" παιδί έπρεπε να βοηθάω στις δουλειές που είχε ανάγκη το σπίτι, κυρίως στη φροντίδα των ζωντανών.

Ξεκινάμε με ένα ραβδί ο καθένας στο χέρι για τη "Ράχη-Μουζιάκου", το κοντινότερο μέρος που υπήρχαν πουρνάρια και μπορούσαμε να κόψουμε λίγο κλαρί. Περπατούσαμε αργά γιατί τα πόδια μας χωνόντουσαν μέχρι τους μηρούς στο χιόνι. Μετά από πολύ ώρα φτάσαμε στην περιοχή. Διαλέξαμε μια φουντωτή κλάρα, την κόψαμε με την κόσα (κασάρα), την τινάξαμε από το χιόνι, τη δέσαμε με ένα κομμάτι σκοινί και τη τραβούσαμε και οι δυο πάνω στο χιόνι για να την πάμε στο σπίτι.

Η επιστροφή ήταν πιο δύσκολη, γιατί εκτός από το βάρος της κλάρας ο δρόμος ήταν ανηφορικός και εμείς είχαμε παγώσει, αφού από τη μέση και κάτω είμαστε μούσκεμα και τα βρεγμένα ρούχα μας άρχισαν να κοκαλιάζουν από την παγωνιά. Τα δάχτυλα στα χέρια μας είχαν μελανιάσει, σέρνοντας το κλαρί πάνω στο χιόνι και αγωνιζόμενοι να τιθασεύσουμε το εχθρικό περιβάλλον που είχε διαμορφωθεί από τη μεγάλη κακοκαιρία.

Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να φθάσουμε στο σπίτι. Μόλις μπήκα μέσα έβγαλα τα βρεγμένα ρούχα και παπούτσια και κάθισα στο τζάκι όσο πιο κοντά μπορούσα στη φωτιά, για να ζεσταθώ. Θυμάμαι τη μακαρίτισσα τη γιαγιά μου που έφτιαξε χαμομήλι με πετιμέζι και μου έδωσε να πιω για να συνέλθω από την ταλαιπωρία και το κρύο.

Με την επιχείρηση "της κλάρας" είχε τελειώσει μια δύσκολη και επικίνδυνη δουλειά -υπό άλλες συνθήκες ήταν απλή και συνηθισμένη- αλλά απαραίτητη για την επιβίωση της οικογένειας και των ζωντανών στη βαρυχειμωνιά.

Καταστροφή του περιβάλλοντος

Η ανάμνηση αυτή ήταν μια από τις πάρα πολλές δυσκολίες που εμείς τα παιδιά του χωριού έπρεπε να αντιμετωπίσουμε, εκείνα τα δύσκολα χρόνια με τους βαρείς χειμώνες. Τους χειμώνες πού όπως φαίνεται δεν πρόκειται να ξαναζήσουμε ούτε εμείς, που νοσταλγούμε εκείνη την εποχή, ούτε και τα παιδιά μας που δεν θα έχουν αυτή την ευκαιρία (λέω εγώ), αφού το κλίμα και το περιβάλλον της ατμόσφαιρας αλλάζουν. Αλλαγές "επι τα χείρω" με κύρια ευθύνη των σημερινών ανθρώπων και κυβερνήσεων, που δεν σέβονται το περιβάλλον και δεν φροντίζουν για την προστασία του.


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Το Δημοτικό Σχολείο άρχισε να χτίζεται τον Αύγουστο του 1936. Επειδή τότε δεν πήγαινε αυτοκίνητο στου Σέρβου, τα τσιμέντα τα κουβάλησαν με μουλάρια από τα Λαγκάδια. Τις σιδερόβεργες όμως για την πλάκα, λόγω του μήκους τους και της φύσης του μονοπατιού δεν μπορούσαν να τις φορτώσουν στα ζώα και γι' αυτό τις κουβάλησαν οι Σερβαίοι στον ώμο από τα Λαγκάδια. Οι εργασίες σταμάτησαν λόγω του πολέμου και συνεχίστηκαν μετά το 1949. Οι αίθουσες του σχολείου άνοιξαν για τους μαθητές το 1954.