Θα  προσπαθήσω να περιγράψω «πάνω-κάτω» μια μικρή ιστορία, που άκουσα στο μαγαζί του πατέρα μου (Μήτσιου Βέργου),  όταν ήμουνα περίπου στην ηλικία των 15 χρόνων.  Την έλεγε ένας παππούς, που την είχε ακούσει από τον πατέρα του.  Στο χωριό μας συνήθιζαν οι γεροντότεροι  να πηγαίνουν  στα μαγαζιά και να πίνουν τα ποτηράκια τους, πότε με καμιά σαρδέλα, πότε με λίγο τυρί, σπάνια με κανα κοψίδι  και πολλές φορές  «ξεροσφύρι».   Όταν άρχιζε να δρα κάπως το κρασί και  να φέρνει στην επιφάνεια το κέφι,   άρχιζαν στην παρέα να λένε παλιές ιστορίες,  να κουτσομπολεύουν  τους συγχωριανούς τους, να λένε ανέκδοτα και να σχολιάζουν διάφορα γεγονότα του χωριού.  Ένα από αυτά  είναι και η   ιστορία  που θα σας διηγηθώ (όλα τα ονόματα που αναφέρω είναι φανταστικά).

     Εκείνα τα χρόνια γινόταν το καλοκαίρι (συνεχίζεται και σήμερα) ένα πανηγύρι στα Σβόρνα, που είναι ένας συνοικισμός μερικά χιλιόμετρα πριν φτάσουμε στα Λαγκάδια .  Είναι το γνωστό πανηγύρι στις 26 Ιουλίου -ημέρα της Αγίας Παρασκευής- που γιορτάζει   το μικρό εξωκκλήσι στη μνήμη της. Το πανηγύρι είχε και ζωοπανήγυρη, όπου πουλούσαν και αγόραζαν ζώα άνθρωποι από τα γύρω χωριά,  περαστικοί τσιγγάνοι, αλλά και διάφοροι από μακρύτερες περιοχές.  Σε αυτό το πανηγύρι γίνεται και ο γνωστός διαγωνισμός δημοτικού τραγουδιού,  περί τα 40 περίπου χρόνια.

 Ο πατριώτης μας, λοιπόν,  ο Μήτρος,   πήρε και αυτός τον κουμπάρο του το Λιά και πήγαν μια βόλτα στο πανηγύρι, να ψωνίσουν κανά ντρίλινο  παντελόνι και κάτι τις για το σπίτι, που τους είχε  πει η νοικοκυρά. Κυρίως όμως να κοιτάξουν  μήπως έβρισκαν κανα καλό  βασταγούρι (γαϊδούρι) να το αγόραζε ο Μήτρος, γιατί  γέρασε το παλιό (πέταξε τα πέταλα, όπως έλεγε), το ξαπόστειλε   και είχε μείνει μόνο με το μουλάρι.

Εκεί  στο πανηγύρι βρήκαν  και φίλους τους από τα γειτονικά χωριά,  που ήσαν γνωστοί από τα βοσκοτόπια, που έβοσκαν τα κοπάδια τους.  Είπαν τα δικά τους και μετά πήγαν  να πιούν  κανα κατρούτσο  με βραστή γίδα, έτσι για το καλό, που λένε.  Αφού ευφράνθηκε η καρδία τους,  σηκώθηκαν κεφάτοι και πήγαν προς το μέρος,   που ήταν τα ζώα  προς πώληση.

Η ματιά του Μήτρου έπεσε σε ένα γαϊδούρι καλό, με γυαλισμένο τρίχωμα,  πολύ ήμερο. Ρώτησε και τον κουμπάρο του τι λέει κι αυτός  του  έδωσε τη συγκατάθεσή  να αρχίσει το παζάρι. Ρώτησαν για την τιμή, πάνω κάτω, είπαν στον πωλητή πως πολλά ζητάει και έφυγαν.  Έκαναν μια βόλτα και ξαναγύρισαν, αφού το συζήτησαν μεταξύ τους και  συμφώνησαν να προτείνουν μια τελική τιμή.  Τελικά το πήραν το γαϊδούρι, αφού συμφώνησε ο πωλητής στα λεφτά που του δίνανε. Καλή τιμή για ένα καλό γαϊδούρι.   Ήπιαν ξανά τα  ποτηράκια  τους για τα καλορίζικα, γέμισαν και ένα παγούρι με κρασί για το δρόμο, ψώνισαν λίγα πράγματα για τα σπίτια τους, τα φόρτωσαν στο γάιδαρο (από ένα καρπούζι και διάφορα άλλα μικροπράγματα) και πήραν το δρόμο της επιστροφής,  μην τους πάρει και το βράδυ.

 (Μέχρι το 1952, που δεν έρχονταν αυτοκίνητα στο χωριό, καρπούζι (τόλεγαν και «Χειμωνικό» κάποιοι στο χωριό) τρώγανε σπάνια λίγοι  πατριώτες που είχαν τη δυνατότητα, είτε από το πανηγύρι στα Σβόρνα, είτε από το παζάρι  που γινόταν κάθε Κυριακή στα Λαγκάδια.  Όποιος είχε τέτοια δυνατότητα αγόραζε και ένα μικρό καρπούζι, να φιλέψει –έτσι λέγανε-  τα παιδιά…).  

  Τραβώντας το γαϊδούρι από την καπιστριάνα ο Μήτρος και πίνοντας καμιά γουλιά κρασί με τον κουμπάρο,  φτάσανε στη Μαλάσοβα. Εκεί βάλανε την καπιστριάνα στο σαμάρι,  το γαϊδούρι μπροστά και αυτοί πίσω   χασκογελώντας και ψιλοτραγουδώντας,  αφού και το κρασί …έπαιζε και αυτό το ρόλο του.  Περάσανε την Τρανηβρύση, φτάσανε στη Ζαχαρού και συνεχίσανε μέσα στο χωριό, χωρίς ο γάιδαρος να φέρει καμιά αντίρρηση. Στο «κουτσού» το μαγαζί (Β. Μπόρα) το ζωντανό  έστριψε  στην κατηφόρα για το κάτω χωριό και δεν πήγε ίσια  προς το κέντρο.

 -Γιάτρατο (για τήρατο) ρε Λιά, λέει ο Μήτρος, λες και ξέρει παναθεμάτο πούθε να πάει.

-Άστο ρε κουμπάρε, να δούμε που θα πάει το ζωντανό, απαντάει ο Λιάς, χασκογελώντας.  και προσθέτει: Πήραμε καλό πράμα,  που καταλαβαίνει!

ΓΑΙΔΟΥΡΙΠράγματι, αυτοί τσιμουδιά ακολουθούσαν το γάιδαρο, που συνέχιζε το δρόμο, λες και τον ήξερε,  και πήγε και στάθηκε έξω από την αυλόπορτα του Μήτρου.

-Ρε το παλιόπραμα, αναρωτήθηκε  ο  Μήτρος,  στην πόρτα ήρθε;

Περνάει μπροστά,  κατεβάζει την καπιστριάνα,  ανοίγει την πόρτα και φωνάζει την κυρά.

-Πού εισαι μωρή, έβγα έξω να δεις τι σούφερα,   ντεφαρίκι   (πολύ καλό)  πράμα! 

Βγαίνει και η κυρά  χαρούμενη  και χαμογελαστή και πάει  να δει από κοντά το καινούριο βασταγούρι.

Το κοιτάζει από δω, το κοιτάξει από κει, με μεγάλη προσοχή και περιέργεια και γυρνώντας προς το Μήτρο, κάνει το σταυρό της και  με αγριεμένη φάτσα   του λέει:

-Χριστός και Παναγία, ετούτο ρε νοικοκύρη είναι το γαϊδούρι μας, ο γρίβας μας (έτσι το λέγανε), που πούλησες στους γύφτους το χειμώνα, γιατί είχε γκαλντίσει και δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του.  Το ίδιο μου ξανάφερες;  Ρε  τι έπαθα η μαύρη,  να μην πάω και εγώ κοντά!  Ούτε μια σωστή δουλειά δεν μπορούν να κάνουν αυτοί οι άντρες.

    -Τι λες ρε γυναίκα, που πήρα το ίδιο γαϊδούρι, ήταν έτσι ο γρίβας; Δε βλέπεις τι ωραίο ε(ι)ναι ετούτο; Πόσο γυαλίζει η τρίχα του;

    -Αχ ρε αντούβιανε (τούβλο, αγύριστο κεφάλι, θα λέγαμε σήμερα), για βάλε το χέρι σου απάνου του να ειδείς ότι θα λαδωθείς (είχε περάσει λάδι ο γύφτος τις τρίχες του γαιδάρου)…  Για τήρα (κοίτα) το σαμάρι του.  Αυτό  δεν ε(ι)ναι που το μερεμέτισες όταν το είχε σπάσει σε ένα πουρνάρι,  που πήγε να περάσει το ζωντανό και δεν χώραγε; Για τήρα   και το σπασμένο κολιτσάκι, όταν καργάρισες την τριχιά να μην πέσουν τα ξύλα…

 Φουρκισμένη η γυναίκα, δίνει μια μούντζα πέρα κείθε,  και πάει μέσα στο σπίτι.

     Κοιτάζει κι ο Μήτρος το γαϊδούρι,  κατάλαβε τη γκάφα του,  κατεβάζει το κεφάλι και λέει σιγά στο Λιά: 

  -Κουμπάρε, την πατήσαμε,  έχει δίκιο η κουμπάρα…  Μην το ειπούμε ούτε του Παππά,  θα μας πάρουνε στο ψιλό,  με  αυτό που πάθαμε!

    -Δε χάθηκε ο κόσμος ρε κουμπάρε, λέει αυτός. Άλλη φορά θα κάνουμε πρώτα τις δουλειές μας και μετά θα βρίσκουμε τους φίλους και θα    πηγαίνουμε για πιοτό…  Τήρα τώρα που είναι καλός ο καιρός να κάνεις τις δουλειές σου με δαύτο    και πέρα το χειμώνα βλέπεις τι θα κάνεις...

    -Καλά τα λες ρε κουμπάρε, ας ε(ι)ναι.  Έλα να  πιούμε την τελευταία στάλα  που έχει μείνει στο παγούρι και …την υγειά μας νάχουμε. 

Άϊντε,  εις υγείαν   και άλλη φορά να προσέχουμε, να μην τη πατήσουμε πάλι,  γιατί έχουμε και τις γυναίκες βλέπεις…   Να ειδώ τώρα πως θα ηρεμίσω την κυρά, γιατί πολύ νεύριασε!

Σώπα καημένε!   Έτσι κάνουν οι γυναίκες. Εμείς να είμαστε καλά…  Τι δική μου να ειδείς πως κάνει μερικές φορές,  που δεν της αρέσουν αυτά που κάνω…   Άιντε γεια.

-Στο καλό ρε...         …. και η Παναγιά μαζί μας.

 Γιώργος Δ. Βέργος,  Φεβρουάριος 2022.

 Σχόλιο διαχειριστή.

Πρόσφατα άκουσα στην τηλεόραση πως η λέξη  «γάιδαρος» έχει ινδική προέλευση και σημαίνει αυτό ακριβώς που εννοούμε,

το καλοσυνάτο δηλαδή και υπομονετικό ζώο (…γαϊδουρινή υπομονή).

Επίσης, λέγεται πως το θυλικό ζώο αγαπάει το μωρό του περισσότερο από όλα τα άλλα ζώα: Βάλανε στην άκρη ενός γκρεμού,  λέει,   

διάφορα ζώα και κάτω από το βράχο τα μωρά τους. Το μόνο που πήδηξε το γκρεμό ήταν το θηλυκό γαϊδούρι!!

(ΧΙΜ)


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.