Ευρισκόμενος πλέον, αισίως, στην ηλικία των 88 ετών, συχνά αναπολώ βιώματα και εμπειρίες των πρώτων τριών δεκαετιών που έζησα στο χωριό μας, ασχολούμενος κυρίως με το εμπόριο. Συχνά ξαναγυρίζω νοερά στις ρίζες μου, όπως νομίζω πως γίνεται με όλους τους ηλικιωμένους. Έτσι, σκέφτηκα να ξαναθυμηθώ και να γράψω ένα άρθρο, σε ότι αφορά στα ασβεστοκάμινα, που έφτιαχναν στο χωριό οι πατριώτες, για οικοδομικές και άλλες εργασίες. Μπορεί κάποιοι ανήσυχοι νέοι με καταγωγή από το χωριό μας (και όχι μόνο) να αναζητήσουν κάτι σχετικό στο servou.gr και γενικότερα στο διαδίκτυο.
Πριν έρθει, λοιπόν, το τσιμέντο στο χωριό (δεκαετία 1950) το ασβέστη (έτσι λέγαμε στο χωριό την άσβεστο), ήταν το βασικό συστατικό, που μαζί με την άμμοι έφτιαχναν οι μαστόροι λάσπη, για την κατασκευή/επισκευή των σπιτιών. Επειδή δεν ήταν καθόλου εύκολο να προμηθευτούν οι πατριώτες ασβέστη από άλλες περιοχές, αναγκαστικά κάποιοι «έβγαζαν» δικά τους ασβεστοκάμινα, για τις όποιες ανάγκες του χωριού. Μια άλλη ονομασία για τον ασβέστη στο χωριό ήταν «χορίδι».
Η χρήση της ασβέστου στο χωριό.
Ας σημειωθεί πως, εκτός από τις οικοδομικές εργασίες τον ασβέστη τον χρησιμοποιούσαν στο χωριό και για το άσπρισμα των σπιτιών, (εξωτερικά κυρίως, πριν το Πάσχα). Μάλιστα, όποιος δεν άσπριζε εξωτερικά το σπίτι του, προ πάντων τα εμφανή από μακριά σημεία, είχαμε τον πρόεδρο του χωριού (θυμάμαι τον αείμνηστο Γιώκο Δάρα), κάθε μια-δυο μέρες να χτυπάει την καμπάνα και να υπενθυμίζει την υποχρέωσή μας να ασπρίσουμε το σπίτι μας. Το πλαστικό χρώμα στο χωριό κυκλοφόρησε μετά το 1960.
Επί πλέον, απαραίτητο ήταν το ασβέστη και για το ράντισμα των αμπελιών (για τον περονόσπορο), που (άλλοι λίγα, άλλοι πολλά), όλοι οι Σερβαίοι είχαν αμπέλια. Ανακάτευαν λοιπόν τον ασβέστη με θειικό χαλκό, (γαλαζόπετρα τον έλεγαν στο χωριό μας, από το χρώμα που είχε) και με το μίγμα αυτό ράντιζαν τα αμπέλια, την άνοιξη.
Η ποσότητα που χρησιμοποιούσαν για το άσπρισμα και το ράντισμα δεν ήταν μεγάλες, αλλά δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ασβέστη της προηγούμενης χρονιάς. Αντίθετα για το χτίσιμο ενός σπιτιού χρειαζόταν κάποιος πολύ μεγάλες ποσότητες από ασβέστη και έπρεπε να τις είχε εξασφαλίσει.
Που έφτιαχναν τα καμίνια
Πρώτα απ’ όλα έπρεπε να γίνει το καμίνι σε περιοχή που να έχει καλές πέτρες (ασβεστόλιθους). Τέτοιες καλές πέτρες υπήρχαν κυρίως τόσο προς τη Μπρίνια ( Φραζινέτα) στο δρόμο που πάει προς Αράπηδες (φωτογραφία), όσο και προς την Γκούρα, στη ρεματιά στο κάτω άκρο του χωριού. Επίσης ασβεστολιθικές πέτρες υπήρχαν κάτω από τ’ αμπέλια στην Κάπελη και στην περιοχή κάτω από το ξωκλήσι του Αγίου Νεκταρίου, μέχρι το δρόμο που πάει προς το χωριό Λυκούρεση.
Εκτός από τις καλές πέτρες έπρεπε να υπάρχει και δάσος με πουρνάρια και με χαμηλή βλάστηση. Τα δάση τότε (αν και «δασικά»), τα είχαν μεταξύ τους μοιράσει οι πατριώτες μας για να έχουν αποκλειστική χρήση κι έτσι αποφεύγονταν οι μεταξύ τους έριδες. Έτσι, όσοι είχαν μεγάλα τμήματα δάσους και είχαν και καλή πέτρα μπορούσαν να βγάλουν, όπως έλεγαν, καμίνι.
Τα καμίνια του χωριού.
Το τελευταίο καμίνι που εγώ θυμάμαι στο χωριό ήταν το 1956-1957, για την αποπεράτωση της Εκκλησίας «ΚΟΙΜΗΣΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ». Με ευθύνη του Συνδέσμου Σερβαίων έγινε το καμίνι μετά τη ρεματιά «Μιλιάνθη» στη «Φραζινέτα», πάνω από το δρόμο, που πάει στο συνοικισμό Αράπηδες. Ένα άλλο θυμάμαι τις προηγούμενες χρονιές ( 1954-1955) στην ίδια περιοχή, κάτω όμως από το δρόμο, πριν φτάσουμε στη ρεματιά της Γκούρας, που απέναντι είναι το χωριό Λυκούρεση. Νομίζω πως παλιότερα είχαν βγάλει καμίνι και κάτω από τον Ναό του Αγίου Νεκταρίου, κοντά στη Γκούρα, εκεί που ήταν τα αμπέλια κρίκιζα. Επίσης, ένα άλλο ασβεστοκάμινο πιθανότατα υπήρχε μετά την Τρανηβρύση, στο δρόμο προς το «βουνό» που πηγαίναμε για τα Λαγκάδια, στην περιοχή «Δελή ή Ντελή», στην περιοχή που είχαν και το νταμάρι για την Εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου, όταν άρχισαν το χτίσιμο το 1929.
Ένα καμίνι, που ίσως να ήταν το πιο παλιό, ενδεχομένως και πριν τον 20ο αιώνα, πρέπει να ήταν στο Σουλινάρι, κάτω από το δρόμο προς Λυκούρεση. Τη θέση εκεί την ονόμαζαν (και τώρα ακόμη), «καμίνι» και υπήρχε η θέση (εκσκαφή που είχαν κάνει), μπαζωμένη πλέον με κλαδιά και χώματα.
Τέλος, υπάρχει και μια περιοχή στο χωριό, κοντά στον Αγιαντριά, που την λέμε «στου Μπολόκα τα κάρβουμα». Ίσως και εκεί να υπήρχε κάποτε καμίνι.
Πως χτιζόταν ένα καμίνι.
Δεν είμαι ειδικός, αλλά από ότι έχω ακούσει άνοιγε ο ειδικός (χρειαζόταν εξειδικευμένη γνώση) με τους βοηθούς του ένα κυκλικό λάκκο, με διάμετρο περίπου τρία μέτρα και βάθος ένα μέτρο ή λίγο παραπάνω. Έχτιζαν περιμετρικά το λάκκο εσωτερικά και συνέχιζαν το χτίσιμο και πάνω από το έδαφος, σε ύψος ένα επί πλέον μέτρο ή λίγο περισσότερο. Χρησιμοποιούσαν πέτρες που δεν καίγονταν, όπως ψαμμόλιθους (ακόνια), και διάφορες άλλες που άντεχαν στη φωτιά. Στη συνέχεια έχτιζαν κολλητά με αυτό το τοιχίο, δεύτερο τοίχο, με ασβεστόλιθους πάχους περίπου 50-60 εκατοστά, o oποίος κατέλειγε με τη μορφή θόλου λίγο χαμηλότερα από τον εξωτερικό τοίχο. Στη μια πλευρά, που ήταν εύκολα προσβάσιμο το κτίσμα, άφηναν ένα άνοιγμα (πόρτα) 70-80 εκατοστά φάρδος και 1-1,5 μέτρο ύψος. Στη συνέχεια γέμιζαν με πέτρες το καμίνι, ένα μέτρο περίπου. Αφού ήταν όλα έτοιμα, γέμιζαν με ξύλα το εσωτερικό, άναβαν τη φωτιά και έτσι άρχιζε το κάψιμο του καμινιού, όπως έλεγαν. Αυτό σήμαινε πως έπρεπε να τροφοδοτούν συνέχεια το καμίνι με κορμούς δέντρων ώστε η θερμοκρασία να ανέβει πολύ ψηλά (ίσως και 1000 Βαθμούς) και να διατηρηθεί εκεί. Προς τούτο επιστρατεύονταν άντρες και γυναίκες να πάνε να δουλέψουν, συνήθως επί πληρωμή. Βέβαια, ήταν και ορισμένοι που πληρωνόντουσαν με ασβέστη, δηλαδή θα έπαιρναν κάποια ποσότητα για τις ανάγκες τους, να επισκευάσουν κάποια ζημιά ή να σοβατίσουν κάποιο δωμάτιο. Τον ασβέστη τον πουλούσαν με το καντάρι (ένα καντάρι 44 οκάδες).
Ο αριθμός των εργαζομένων τις ημέρες που έκαιγε το καμίνι ήταν μεγάλος, ίσως και κάποια μέρα να έφτανε τους εκατό, πραγματικό εργοτάξιο.
Το κουβάλημα των ξύλων.
Οι άντρες έκοβαν τα πουρνάρια και οι γυναίκες τα ζαλωνόντουσαν να τα πάνε εκεί που ήταν η εστία και έκανε κουμάντο ο καμινάρης. Τα πιο χοντρά τα κουβαλούσαν οι άντρες με τα μουλάρια, ή και στον ώμο τους. Για το λόγο αυτό έπρεπε το καμίνι να βρίσκεται στο κάτω μέρος για να είναι πιο εύκολη η μεταφορά των ξύλων. Πάντως, το καμίνι στου Μιλιάνθη για την Εκκλησία, ήταν στο πάνω μέρος.
Το μεροκάματο εκείνης της εποχής, και οι τιμές των βασικών αγαθών.
Με την ευκαιρία αυτή θα αναφέρω πόσες δραχμές έπαιρναν ημερομίσθιο οι εργαζόμενοι τότε στο καμίνι, και ποια ήταν η αγοραστική δύναμη του μεροκάματου, ώστε να μπορεί να γίνει σύγκριση και με τα σημερινά δεδομένα. Έτσι, θα σχηματίσουν μια ιδέα οι νέοι μας, για το πώς ζούσαμε τότε στο χωριό, εκείνα τα πέτρινα χρόνια… Το ημερομίσθιο του άντρα στη δεκαετία του 1950 ήταν είκοσι δραχμές και της γυναίκας δέκα. Στις αρχές του 1960 είχε φτάσει το ημερομίσθιο τριάντα και δέκα πέντε με είκοσι, αντίστοιχα. Τι αγόραζαν με αυτά; Το αλεύρι είχε από 3-4,5 δραχμές η οκά (1280 γραμμάρια), το κρέας κατσίκι 25-30 δραχμές και την ίδια τιμή περίπου είχε και το λάδι (20-25). Αν υποθέσουμε πως το αντίστοιχο ημερομίσθιο ενός εργάτη σήμερα είναι τουλάχιστον 50 ευρώ, τότε με ένα ημερομίσθιο έπαιρνες περίπου ένα με δύο κιλά κατσίκι, σήμερα παίρνεις περίπου πέντε κιλά! Ένα μαντίλι για το κεφάλι που φορούσαν οι γυναίκες είχε 12-15 δραχμές και ένα ζεύγος παντόφλες με ελαστικό κάτω και πάνω ύφασμα 30-40 δραχμές (ήταν τα καλά τους παπούτσια).
Πόσο διαρκούσε «Το κάψιμο»;
Το κάψιμο διαρκούσε μια εβδομάδα, ή λίγο λιγότερο, καμιά φορά και μέχρι δέκα μέρες. Η διαδικασία ήταν η εξής:
Αφού είχαν συγκεντρώσει αρκετά ξύλα ο αρχιμάστορας, «ο καμινάρης», κατέβαινε μέσα και άναβε φωτιά στο κέντρο της εκσκαφής. Αφού άναβε καλά έβγαινε από μέσα όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να μην συμβεί ατύχημα. (Είχαμε σχετικό ατύχημα στο χωριό μας). Μετά έριχναν στην αρχή λεπτά κλαδιά και σταδιακά πιο χονδρά ώσπου όλος ο χώρος να γεμίσει με δυνατή φωτιά. Υπήρχαν δυο-τρεις άντρες που συντόνιζαν την φωτιά συνέχεια διότι έπρεπε να έχει πάντα υψηλή θερμοκρασία. Κατά τις τελευταίες μέρες και αφού ο καμινάρης διαπίστωνε ότι είχε τελειώσει το κάψιμο, το γέμιζαν με χοντρούς κορμούς ξύλων, έχτιζαν την πόρτα και το άφηναν αρκετές μέρες για να κρυώσει και να αρχίσουν στη συνέχεια την πώληση της ασβέστου. Το «κάψιμο», θεωρείτο πως είχε ολοκληρωθεί, αν είχαν ασβεστοποιηθεί οι πέτρες και είχαν καθίσει, όπως έλεγαν, ίσως και ένα μέτρο από την αρχική τους τοποθέτηση.
Μετά το «κάψιμο»
Οι πέτρες όταν κρύωναν ήταν σχεδόν ολόκληρες όπως τις είχαν βάλει μέσα. Στο βάρος όμως ήταν πολύ ελαφρύτερες, ίσως και κάτω από το μισό, που είχε η πέτρα αρχικά.
Θυμάμαι που όταν πηγαίναμε να αγοράσουμε ασβέστη βάζαμε τις πέτρες σε σακιά και τα φορτώναμε στο μουλάρι. Όταν έρχονταν σε επαφή με νερό, οι καμένες πέτρες, αμέσως έβγαζαν υδρατμούς και η θερμοκρασία τους ανέβαινε τόσο πολύ που αν έπεφτε πάνω μας, μας έκανε έγκαυμα, ή στα ρούχα τα τρυπούσε. Η διαδικασία για να γίνει πολτός ήταν η ακόλουθη: Άνοιγαν ένα λάκκο ανάλογα πόσο ασβέστη είχαν και έριχναν μέσα τις πέτρες και στη συνέχεια νερό μέχρι να σκεπαστούν. Συνέχιζαν να ρίχνουν νερό μέχρι που σταματούσε το «σβήσιμο» και να γινόταν πολτός και ήταν πλέον έτοιμος για χρήση.
Καμινάρηδες στο χωριό μας.
Όπως έλεγαν οι παλιότεροι, πλέον γνωστοί ήταν κυρίως δυο. Ο πρώτος σε ηλικία ήταν ο αείμνηστος Αλέξης Δημόπουλος πατέρας του αείμνηστου Μαρίνη και αδερφός του Γιατρού Γιάννη Δημόπουλου και ο δεύτερος ο αείμνηστος Γιώκος Δάρας. Και οι δυο ήταν άριστοι στη δουλειά τους. Ασφαλώς παλαιότερα θα υπήρχαν και άλλοι.
Έχω ακούσει για έναν «Λιαδάμη» από τους Αράπηδες, που ήταν άριστος καμινιάρης, πιθανότατα τον προ-προηγούμενο αιώνα ή στις αρχές του 20ου. Πρέπει να είναι αυτός που έφτιαξε το εξαιρετικό-απίθανο δάπεδο της Ζωοδόχου Πηγής, που χτίστηκε το 1872 (φωτογραφία)
Επίσης, καμινάρηδες πρέπει να ήσαν και Κουτσανδρέοι. Ο αείμνηστοι Πάνος με τα αδέρφια του και τα ξαδέρφια του (Μήτσος και Ηλίας), και ο Θεόδωρος Κουτσανδριάς με τα παιδιά του.
Το ατύχημα του καμινάρη
Σχετικά με το ατύχημα που ανέφερα, αυτό συνέβη στον Αλέξη Δημόπουλο, που είχε βγάλει ένα δικό του καμίνι στην Κάπελη, κάτω από το αμπέλι του, όπου είχε πολύ δάσος δικό του. Όπως λέγανε, μπήκε μέσα να ανάψει την πρώτη φωτιά και βγήκε έξω. Μετά από λίγο η φωτιά έσβησε και αυτό επαναλήφθηκε για δυο-τρεις φορές. Αυτός έμπαινε και έβγαινε. Κάποια φορά όμως πήρε φωτιά το καμίνι και πριν προλάβει να βγει κάηκαν τα πόδια στις πατούσες και στα δάχτυλα. Εγώ τον θυμάμαι που σχεδόν δεν μπορούσε να περπατήσει και γύριζε πάντα με μαγκούρα και πατούσε με τις μύτες των ποδιών του.
Αλλάξανε οι εποχές.
Αυτά συνέβαιναν τότε στο χωριό μας. Σήμερα, ο ασβέστης είναι εύκολα διαθέσιμος στις μάντρες οικοδομών, με 2-3 ευρώ το τσουβάλι! Από την άλλη, το χωριό βαθμιαία εγκαταλείφτηκε σε βαθμό που το χειμώνα να ζουν εκεί λιγότεροι από 15 άνθρωποι.
Ζωγράφου Μάιος 2025
Γιώργος Δ. Βέργος
(ΧΙΜ)