Μαστόροι ταξιδευτές, παλιοί πετράδες από του Σέρβου
και άλλα χωριά της Γορτυνίας,
σε «κουτσοτάξιδα» στην Φάλανθο Αρκαδίας
Διηγούνταν για τα χωριά: Την Πιάνα το «τραγούδι της Λάμπρως»
και για το Ροεινό το «σφουγγάτο του Αη-Γιώργη»
Γράφει ο συνεργάτης μας Βασίλειος Κων/ντή Σχίζας.
Μέλος της Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών
Η ιστορική περιοχή της Φαλάνθου είναι δυτικά της ευρύτερης περιοχής του Δήμου της Τρίπολης, στο όρος Μαίναλο Αρκαδίας.
Ήταν Δήμος από την εποχή του Όθωνα αλλά Δήμος ορίστηκε από την πολιτεία και σε μια από τις τελευταίες διοικητικές εναλλαγές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με έδρα την ιστορική Πιάνα, που είναι αγνάντια (απέναντι) δεξιά του δρόμου Τρίπολης προς Χρυσοβίτσι. (Ήταν παλιά η λεωφορειακή γραμμή του ΚΤΕΛ, Τρίπολη – Σέρβου).
Η Πιάνα έχει το όνομα από τον θεό Πάνα των αρχαίων Αρκάδων.
Το χωριό είναι γύρω από έναν ψηλό και απότομο βράχο πάνω στον οποίο είναι χτισμένος περίλαμπρος ο ναός τού Αγίου Γεωργίου, ενώ κάτω, στη ρίζα του βράχου, είναι ο ναός της Παναγίας.
Η εκκλησία του Αη-Γιώργη
πάνω στο βράχο, στην Πιάνα Αρκαδίας. |
Η εκκλησία της Παναγίας κάτω από το βράχο, στην Πιάνα. |
Όλα τα χωριά της Φαλάνθου συνδέονται με τον ελευθερωτή τού Γένους Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και την Επανάσταση του 1821. Εκεί στο Μαίναλο είναι τα κολοκοτρωνοχώρια. Τώρα είναι Δημοτική Ενότητα Φαλάνθου και διοικητικά υπάγεται στο Δήμο Τρίπολης.
Ένα άλλο χωριό της Φλάνθου είναι το Ροεινό το όνομα του οποίου είναι αναγραμματισμός του παλαιού ονόματος Ορεινό.
Είναι ξακουστή η εκκλησιά τού Ροεινού, ο Άγιος Γεώργιος, η οποία είναι κτίσμα του 12ου αιώνα και οι κάτοικοι την συνδέουν με την Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης τραγουδώντας, «Άγιος Γιώργης του Ροεινού και Αγιά - Σοφιά της Πόλης».
Η ιστορική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο Ροεινό Αρκαδίας. |
|
Σε πρώτο πλάνο (καθήμενος δεξιά)
ο μαστρο-Κώστας Σχίζας, με άλλους συνεργάτες του μαστόρους. |
Οι κάτοικοι της Φαλάνθου ασχολούνταν κατά κύριο λόγο από παλιότερες εποχές με την υλοτομία του ελατοσκεπούς Μαινάλου, τη γεωργία, την κτηνοτροφία με μετακινήσεις των κοπαδιών τους στα κατώμερα (χειμαδιά) και πάλι στα μέρη τους στα βουνά για ξεκαλοκαίριασμα, δηλαδή ενασχολήσεις οι οποίες άφηναν περιθώρια για πάσης φύσεως οικοδομικές δραστηριότητες. Αυτό το «κενό το εντόπισαν» οι Σερβαίοι κυρίως αλλά και ευρύτερα οι Λαγκαδινοί παλιοί μαστόροι της πέτρας και στα μαστορικά ταξίδια τους πήγαιναν στα χωριά της Φαλάνθου και «οικοδομούσαν και εκεί αδιακόπως».
Σημειώνουμε πως οι μαστόροι σε κανονικές συνθήκες πραγματοποιούσαν μεγάλα και μακρινά ταξίδια. Μεγάλα γιατί ξενιτεύονταν για πολλούς μήνες ή και χρόνια και μακρινά γιατί πήγαιναν σε τόπους μακρινούς σε όλες της περιοχές της χώρας. Τα ταξίδια στη Φάλανθο, επειδή ήταν κοντά στα χωριά τους στη γειτονική Γορτυνία, ήταν συνήθως λίγων ημερών και τα έλεγαν «κουτσοτάξιδα». Πολλά ταξίδια στη Φάλανθο έκανε ο Σερβαίος κρέκονας (μάστορας), Κωνσταντής Σχίζας (μαστρο – Κώστας) ο οποίος όταν τύχαινε να υπάρχει «ανάγκη για χέρια» δηλαδή «υπήρχε δουλειά και για άλλους μαστόρους», προσκαλούσε τεχνίτες (μαστόρους) ή εργάτες (μαστορόπουλα) συγχωριανούς του. Το 1959 ο μαστρο – Κώστας είχε συμφωνήσει με τ’ αφεντικό «κερέ» (ιδιοκτήτη), «κάποια δουλειά» που ήταν μια προσθήκη σε ένα σπίτι στο κέντρο του χωριού Χρυσοβίτσι Φαλάνθου. Έγινε προσυνεννόηση με τον μάστορα (κρέκονα) Αγγελή Παγκράτη (μαστρο – Βαγγέλη). Αυτοί οι μαστόροι, χρόνια τώρα έχουν φύγει απ’ τη ζωή. Σημειώνεται πως στη μαστορική συνθηματικά γλώσσα των Λαγκαδινών, Σερβαίων και άλλων Γορτύνιων παλιών πετράδων μαστόρων, «κρέκονες» έλεγαν τους μαστόρους και τη συνθηματική γλώσσα τους, «κρεκονίστικα». Πήραν λοιπόν μαζί τους για εργάτη, πρωτόβγαλτο (κρεκονόπουλο) μαστορόπουλο τότε και τώρα απόμαχο επιτυχημένο εργολάβο, τον Ηλία Παγκράτη γιο του μαστρο-Βαγγέλη, ο οποίος μας αφηγήθηκε κάποιες από τις περιπέτειές τους στη Φάλανθο. Η συμφωνία για την «εκτέλεση της δουλειάς» στο Χρυσοβίτσι ήταν «μισοσύμψωμη» όπως την έλεγαν οι μαστόροι, δηλαδή το μεσημεριανό γεύμα των μαστόρων ήταν συμφωνημένη υποχρέωση τού ιδιοκτήτη (κερέ), ενώ το βραδινό δείπνο ήταν των ίδιων των μαστόρων (κρεκόνων). Τα βράδια δειπνούσαν στο κατάστημα (πολυκατάστημα!) του χωριού, και το φαγητό αποτελείτο συνήθως από αυγά τηγανιτά «μάτια» όπως τα λένε, τα οποία κόστιζαν τότε, ένα πενηνταράκι δηλαδή πενήντα λεπτά της δραχμής το κάθε αυγό.
Στο Ροεινό λοιπόν, του οποίου οι κάτοικοί τραγουδούν με καμάρι τον πολιούχο «Αη- Γιώργη τους μαζί με την Αγια-Σοφιά τής Πόλης», έχουν αποδώσει στο λαοφιλή Άγιο και ένα «θαύμα» το οποίο όμως δεν είναι αποκλειστικό συμβάν του χωριού τους, αλλά είναι παραλλαγή όμοιων «θαυμάτων» και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Αναφέρεται ως εξής:
«Το μεσημέρι μιας καλοκαιρινής ημέρας ένα τσοπανόπουλο έβαλε το κοπάδι με τα γίδια του στον ίσκιο ενός δένδρου για το «στάλο» δηλαδή να «ξεμεσημεριάσουν» και έτσι να τα προφυλάξει και από τον καύσωνα του μεσημεριού. Εκεί κοντά ήταν μια βρύση και πιο πέρα η εκκλησία τού Αη-Γιώργη. Το τσοπανόπουλο ξάπλωσε κι αυτό στον ίσκιο όταν είδε ψηλά σε μια λεύκα (φυλλοβόλο δένδρο) μια φωλιά από καρακάξες.
Αμέσως του ήρθε η ιδέα ν’ ανεβεί στη λεύκα και να πάρει από τη φωλιά τα πουλιά, δηλαδή τους νεοσσούς από τις καρακάξες. Σημειώνουμε πως οι καρακάξες είναι πουλιά της «άγριας φύσης» (αγριοπούλια), ανήκουν στην οικογένεια των κορακοειδών και οι κυνηγοί δεν τις κυνηγούν γιατί θεωρούνται «ακάθαρτα» πουλιά. Το τσοπανόπουλο όμως ανέβηκε στη λεύκα για τη φωλιά, αλλά επειδή ήταν σε μεγάλο ύψος, ζαλίστηκε, το κυρίευσε φόβος, πανικοβλήθηκε και κάθισε σε κάποιο κλαδί και άρχισε να κλαίει μέχρι που πάνω στην απελπισία του ζήτησε τη βοήθεια από τον Αη- Γιώργη. Μάλιστα έταξε στο Άγιο πως για τη βοήθειά του θα του πήγαινε όταν κατέβει από τη λεύκα και ένα «σφουγγάτο!».
Το σφουγγάτο, ο όρος, ήταν άγνωστος στο χωριό Σέρβου. Είναι γνωστό γευστικό έδεσμα σε πολλές περιοχές της Ελλάδας και παρασκευάζεται με βάση τα τηγανισμένα αυγά, τις πατάτες, με κολοκυθάκια, τεμάχια κρέατος, αλλαντικά, τυριά και άλλα συμπληρώματα διαφορετικά κατά τόπους. Τέλος έχει όψη σφουγγαριού (σπόγγου) γι’ αυτό του έδωσαν το όνομα σφουγγάτο από σπόγγος και σφόγγος. (Στου Σέρβου παραλλαγή του σφουγγάτου είναι ο καγιανάς. Πρόκειται για αυγά ομελέτα χτυπημένα (δαρτά) και τηγανισμένα μαζί με τσιγαρίδες δηλ. παστό χοιρινό. Είναι από το πλέον παραδοσιακό, ξεχωριστό, βαρβαριστί σπεσιαλιτέ, έδεσμα στα χωριά της Γορτυνίας).
Το τσοπανόπουλο λοιπόν πήρε θάρρος και κατέβηκε από τη λεύκα. Πήγε αμέσως στο σπίτι του και ξαναγύρισε στην εκκλησία του Αη- Γιώργη για να εκπληρώσει το τάμα του. Έφερε μαζί του και τοποθέτησε μέσα στην εκκλησία το σφουγγάτο, μαζί με ψωμί και κρασί. Άφησε δηλαδή ένα πλήρες γεύμα για τον Άγιο και έφυγε ευχαριστημένος.
Αργότερα πέρασε ένας άλλος τσοπάνος ο οποίος οδήγησε το κοπάδι του για «στάλο» στη σκιά ενός δένδρου και πήγε στην παρακείμενη εκκλησία του Αη- Γιώργη να ανάψει ένα κερί. Εκεί είδε το σφουγγάτο με το κρασί και το ψωμί, ευχαριστήθηκε για την τύχη του και κάθισε και γευμάτισε… πλούσια, όταν ξαφνικά η μόνη πόρτα της εκκλησίας έκλεισε (από τον αέρα) απότομα και με δύναμη! Ο τσοπάνος πήγε να ανοίξει την πόρτα η οποία δεν άνοιγε. Φοβήθηκε πως έκανε κάτι αντικανονικό γιατί έφαγε το σφουγγάτο του Αγίου και γύρισε στο παγκάρι, έβαλε πέντε δραχμές, όσο το αντίτιμο του φαγητού κατά την εκτίμησή του, αλλά η πόρτα και πάλι δεν άνοιγε. Ξανά πήγε στο παγκάρι διπλασίασε το ποσό στις δέκα δραχμές όμως η πόρτα παρέμενε κλειστή. Τέλος πήγε στο εικόνισμα του Αη-Γιώργη βγάζει από την τσέπη του είκοσι δραχμές και με θυμό λέγει: «αυτά έχω, δεν έχω άλλα άνοιξε την πόρτα να βγω έξω γιατί θα μου φύγουν τα γίδια!». Γυρνώντας βλέπει την πόρτα ανοιχτή. Γυρνάει στην εικόνα του Αγίου και λέγει: «καλό το σφουγγάτο σου Αη- Γιώργη μου αλλά ακριβό!».
Αυτή τη φράση την έμαθαν οι μαστόροι πετράδες στο Ροεινό και την έκαναν στη γλώσσα τους σύνθημα μαστορικό (στα κρεκονίστηκα). Την έλεγαν στα μακρινά ταξίδια τους και άλλοτε χαρακτήριζαν το κόστος κάθε φαγητού, και άλλοτε μεθόδευαν με «κρεκονίστικο τρόπο» ώστε
η κότενα (σύζυγος του ιδιοκτήτη/αφεντικού) να προσφέρει… το επιθυμητό τσιαχτάη (φαγητό)!
Αυτές και άλλες παραδοξότητες τις φαντάζεται ο λαός και τις αναγάγει σε «θαύματα» από την βυζαντινή ακόμη εποχή και μπορεί να ερμηνευτούν ότι δημιουργούνται εξαιτίας της πολύ μεγάλης λαοφιλίας του Αγίου Γεωργίου. Μάλιστα ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος ο Α’ (806-816), προέβη σε κατάργηση τέτοιων «θαυμάτων».
Επισημαίνεται το γεγονός ότι και ο λογοτέχνης, ο «άγιος των ελληνικών γραμμάτων», Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, σε δημοσιεύσεις του σε εφημερίδες της εποχής του εξύμνησε τις μεγάλες γιορτές της άνοιξης, την Ανάσταση του Χριστού και τη μνήμη του λαοφιλούς Αγίου Γεωργίου: «Ανέτειλε το έαρ΄ δεύτε ευφρανθώμεν! Εξέλαμσεν η Ανάστασις Χριστού΄ δεύτε ευφρανθώμεν! Η του αθλοφόρου μνήμη τους πιστούς φαιδρύουσα ανεδείχθη….».
Συγκεκριμένα άξιο προσοχής ή…σύμπτωσης είναι πως σε άρθρο του ο Παπαδιαμάντης το οποίο δημοσιεύτηκε στις 23 Απριλίου του 1892 με τίτλο «Αϊ μου Γιώργη! (Επί τη εορτή κγ΄(23) Απριλίου), αναφέρεται στον Άγιο Γεώργιο και με μία παραλλαγή στο σφουγγάτο!
Παρατίθεται σχετικό απόσπασμα εκείνης της δημοσίευσης:
«… Ο Άγιος Γεώργιος συγκατέβη προς την απλοϊκήν επίκλησιν του παιδός, του δισκοβολούντος με άλλους ομήλικάς του μακράν του ναού του, εν τινι παραλίω πόλει της Ανατολής. Ο παις είχεν ανακράξει: «Άη μου Γιώργη, βοήθα με να νικήσω, κι εγώ να σου φέρω ένα καλό σφουγγάτο». Και άμα τη ευχή, ήρχισε να κερδίζει συνεχώς, εωσού κατεθριάμβευσε των αντιπαιζόντων. Τότε τρέξας εις την οικίαν, εφρόντισε να παρασκευασθή παχύ σφουγγάτον με πολλά αυγά, όπερ επί πινακίου κομίσας εις τον ναόν απέθηκεν αχνίζον προ της εικόνος του Αγίου. Μόλις εξήλθενο παις και εις ναύτης εισελθών να κολλήση κηρίον και να ασπασθή την εικόνα του Αγίου, είδε το σφουγγάτον αχνιστόν, και είπε προς εαυτόν: «Ο Άγιος Γεώργιος δεν τρώγει σφουγγάτον, πλην ας το φάγω εγώ, και εις αποζημίωσιν φέρω μεγάλην λαμπάδα». Και τούτο ειπών κατεβρόχθισε ζεστόν-καυτόν το σφουγγάτον. Αλλ’ όταν εστράφη να εξέλθη, οι πόδες του εκόλλησαν δις και τρις εις τας πλάκας του εδάφους του ναού, εωσού εννοήσας το θαύμα, ηναγκάσθη, όπως απαλλαγή να τάξη μέγα τάξιμον εις τον Άγιον. Και απερχόμενος δεν ηδυνήθη να μη αναφωνήση: «Αγιε Γεώργιε, ακριβά πωλείς τα σφουγγάτα σου!».
Οι παραδόσεις στα χωριά της Φαλάνθου δεν τελειώνουν εδώ. Με το χωριό Πιάνα συνδέεται το ιστορικό τραγούδι της Λάμπως, το οποίο εντυπωσίασε τους Σερβαίους μαστόρους που προαναφέραμε και το διηγούνταν στους τόπους που ταξίδευαν. Και εδώ θρυλείται «θαυματουργική» παρέμβαση!
Στο μέσον του χωριού στέκει ο κάθετος βράχος ύψους 100 μέτρων περίπου και πάνω είναι η εκκλησία τού πολιούχου Αγίου Γεωργίου. Στα χρόνια της σκλαβιάς σύμφωνα με το θρύλο, Τούρκοι κυνηγούσαν μια ελληνοπούλα, τη Λάμπρω η οποία μπήκε για να προστατευτεί στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Το περιστατικό το έκαναν τραγούδι:
Αν αρχινήσω και να ειπώ
της Λάμπρως το τραγούδι,
θα κάνω τα βουνά να κλαίν’
τους κάμπους να ραγίσουν:
Σαράντα δυο Τουρκόπουλα
την Λάμπρω κυνηγάνε
κ’ η Λάμπρω από το φόβο της
κι από την εντροπή της,
επήρε έναν ανήφορο
και στον Αγιώργη βγήκε:
- Άγιε μ’ Αγιώργη, γλύτωμε
απ’ των Τουρκών τα χέρια,
να φέρω λίτρες το κερί
κι οκάδες το λιβάνι
και στα βουβαλοτόμαρα
να κουβαλώ το λάδι.
(Αυτό το τραγούδι το τραγουδούν με διάφερες ιστορικές παραλλαγές κατά τόπους σε όλη την Ελλάδα).
Οι Τούρκοι έφθασαν στην εκκλησία και βάλθηκαν να σπάσουν την πόρτα, στην είσοδο. Η Λάμπρω προτίμησε το θάνατο πατά την ατίμωση στα χέρια των Τούρκων. Μη έχοντας άλλη επιλογή βγήκε από το παράθυρο που ήταν προς το νότιο μέρος και πήδηξε στο κενό του βράχου. Στο μεγάλο ύψος που ήταν ένοιωσε σαν οπτασία τη βοήθεια μιας μαυροφορεμένης γυναίκας η οποία την πήρε στην αγκαλιά της και την κατέβασε σιγά και με ασφάλεια στο έδαφος. Τους Τούρκους τους βρήκαν οι συγχωριανοί της ζαλισμένους έξω από την πόρτα του Αη- Γιώργη. Η Λάμπρω απέδωσε τη σωτηρία της στην παρέμβαση της Παναγίας και ευχαριστώντας την έχτισε στο κάτω μέρος του βράχου εκκλησία προς τιμήν της.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έγραψε για το σφουγγάτο και για τις γιορτές της Άνοιξης, το Πάσχα και τον Αη-Γιώργη. |
|
Σφουγγάτο. (Έδεσμα σε πολλές περιοχές. Στου Σέρβου αντί για σφουγγάτο είχαν τον καγιανά). |
Στο σημείωμά μας εδώ δεν στοχεύουμε στην ακριβή καταγραφή των παραδόσεων των προαναφερομένων χωριών της Φαλάνθου, αλλά στην ακριβή περιγραφή όπως την έζησαν οι Σερβαίοι μαστόροι, όταν το 1959 ο μαστρο-Κώστας, «μεταξύ τυρού και αχλαδιού», λάθος μεταξύ κρασιού και αυγών τηγανιτών (μάτια), με ενδιαφέρον ερωτούσε κάποιους γέροντες, γιατί στα χωριά τους επικαλούνται συνεχώς τους Αγίους; Είναι παράλληλα και ένα παράδειγμα που δείχνει τον τρόπο που οι μαστόροι εμπλούτιζαν το μυστικό συνθηματικό λεξιλόγιό τους (γλώσσα μαστόρων την είπαν), και έτσι δημιούργησαν έναν ιδιαίτερο λαϊκό πολιτισμό που οφείλουμε να αναδεικνύουμε συνεχώς… πριν χαθεί κάτω από τoν ξενόφερτο οδοστρωτήρα της πολυπολιτισμικότητας!
(ΧΙΜ)