Τάκης Δ. Σχίζας (Του δάσκαλου).

Ήταν τριανταμία Δεκεμβρίου του 1943, παραμονή πρωτοχρονιάς, είχε σκοτεινιάσει  για τα καλά όταν χτύπησε η πόρτα του σπιτιού μας.
Έτρεξα και άνοιξα.
Η νυκτερινή επισκέπτρια ήταν ένα από τα κορίτσια του Ανδρέα Μπόρα και κρατούσε ένα πακέτο που το έδωσε στη μητέρα μου, λέγοντάς της:
Είπε ο δάσκαλος ότι απόψε θα φέρει στο σπίτι μουσαφιρέους και να μαγειρέψετε «αυτό».

Μπήκαμε στο σπίτι, ανοίξαμε το δέμα και με έκπληξη βρήκαμε μέσα ένα λαγό γδαρμένο, καθαρισμένο έτοιμο για μαγείρεμα.

Δεν μπόρεσα να μάθω, παρά τις πιεστικές ερωτήσεις μου, τίνος προσφορά ήταν ο λαγός. Φαίνεται πως κάποιος πατριώτης κυνηγούσε και στη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής και αυτό έπρεπε να κρατηθεί κρυφό.

Η μητέρα μου δυσανασχέτησε από το ξαφνικό μουσαφιριλίκι, παρ’ όλο που συχνά της συνέβαινε κάποιος ξένος να ξέμενε στο χωριό, και να κατέληγε στο σπίτι του δάσκαλου.

Μη μπορώντας να κάνει αλλιώς  η νοικοκυρά του σπιτιού άρχισε το μαγείρεμα που γινόταν μπροστά στο τζάκι, μέχρις ότου ήρθε νέο μήνυμα από το δάσκαλο που έλεγε ότι η παρέα για το δείπνο  θα αυξηθεί στα 4 άτομα.

Η νοικοκυρά κατάλαβε ότι με το κρύο που υπήρχε έξω, οι επισκέπτες θα καταλάμβαναν το τζάκι για να ζεσταθούν, οπότε μαγείρεμα εκεί δεν θα μπορούσε να γίνει, και αποφάσισε να μεταφέρει τα κατσαρολικά της έξω από το σπίτι μπροστά στο φούρνο όπου η προέκταση της λαμαρίνας που είχε τοποθετηθεί για στέγαστρο μόλις και μετά βίας κάλυπτε τον τέτζερη.

Έξω έριχνε χιονόνερο και έκανε πολύ κρύο, η μαγείρισσα με ανοικτή ομπρέλα προσπαθούσε και το φαγητό να φτιάξει και παράλληλα να μην πουντιάσει, γιαυτό συχνά έμπαινε στο σπίτι για λίγο και ζεσταινόταν.

Πριν γίνει το φαγητό έφτασαν στο σπίτι ο πατέρας μου με έναν ξένο που ήταν όπως αργότερα μας είπε Εγγλέζος, και ακολουθούσαν ο διερμημέας  ο μοναδικός τότε στο χωριό που μιλούσε κάπως Αγγλικά και που δεν ήταν άλλος από τον Παναγιώτη Τσαντίλη, ο Νικήτας Σχίζας, και αν θυμάμαι καλά οι Σχιζόγιαννης και Ρουσόγιαννης.

Ο Εγγλέζος είπε ότι είχε πέσει με αλεξίπτωτο στην περιοχή των Καλαβρύτων και είχε αποστολή να ενημερώσει μέσω ασυρμάτου το Λονδίνο για τα γεγονότα των Καλαβρύτων, που είχαν γίνει στις 13 Δεκεμβρίου 1943, όπου οι Γερμανοί εκτέλεσαν  1350 κατοίκους και έκαψαν τα Καλάβρυτα.

Συνεχίζοντας ο Εγγλέζος είπε ότι αφού είχε ανταποκριθεί στο σκοπό της αποστολής του, φροντίδα του ήταν τώρα να φθάσει στη Νεάπολη της Λακωνίας, από όπου θα παρελάμβανε υποβρύχιο για να πάει στην Αίγυπτο.

Στη συνέχεια ο διερμηνέας μας πληροφόρησε, όπως του είπε ο Εγγλέζος, ότι μοίρασε σε κάθε οικογένεια Καλαβρύτων από μια οκά μπιζέλια. Ο Εγγλέζος κατάλαβε το λάθος του διερνηνέα και είπε: Νο, Νο, και αφού συνεννοήθηκαν μεταξύ τους οι δυο Αγγλομαθείς, έγινε διόρθωση της μετάφρασης. Οι Καλαβρυτινοί πήραν από μία χρυσή λίρα.

Η ώρα πέρασε, ο λαγός ήδη είχε καταναλωθεί, και οι πατριώτες πήγαν στα σπίτια τους. Ο Εγγλέζος κοιμήθηκε στο σπίτι μας, ο αγωγιάτης που τον έφερε στο χωριό κοιμήθηκε στο σπίτι του Μπάρμπα Θοδωρή Σχίζα, και το πρωϊ έφυγε για την πατρίδα του.

Οι αποσκευές του Εγγλέζου ήταν α) ένα μεγάλο σακκίδιο, που προφανώς περιείχε κυρίως τον ασύρματο τον οποίο δεν χρησιμοποίησε καθόλου στη διάρκεια της παραμονής του στο χωριό, β) ήταν ένα ξύλινο πλακέ κουτί που όταν το άνοιξε με εντυπωσίασε πολύ. Το κουτί ήταν θήκη ενός μεγάλου περιστρόφου που προσαρμοζόταν κατάλληλα, και αποτελούσε το κοντάκι αυτού.

Την επομένη ημέρα ανήμερα της πρωτοχρονιάς ο επισκέπτης μας πήρε το όπλο στα χέρια του, το συναρμολόγησε, το γέμισε με σφαίρες και βγήκε στο μπαλκόνι καλώντας τον αδελφό μου το Νίκο και μένα να τον ακολουθήσουμε, πράγμα που έγινε.

Ο Εγγλέζος πρόσφερε το όπλο στο Νίκο και με νοήματα του πρότεινε να πυροβολήσει στον αέρα, προφανώς για να γιορτάσουμε την πρωτοχρονιά. Ο Νίκος δεν πήρε το όπλο και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Μιμούμενος και εγώ το Νίκο αρνήθηκα να πάρω το όπλο παρ' όλο που θα ήθελα πολύ να το πιάσω στα χέρια μου.

Ο ξένος γύρισε και μας κοίταξε για λίγο με απορία, αφόπλισε και έλυσε το όπλο, το έβαλε στη θήκη του και μπήκαμε όλοι στο σπίτι, χωρίς να πυροβολήσει κανείς. Την ίδια ημέρα έφυγε από το χωριό με προορισμό το χωριό Αναζίρι, όπου ο πατέρας μου είχε ένα φίλο που θα φιλοξενούσε τον ξένο και θα τον προωθούσε να φτάσει στον προορισμό του. Αγωγιάτης  του ξένου μέχρι το Αναζήρι ήταν ο Μήτσιος του Θεοδ. Σχίζα, ο αποκαλούμενος και Μουσταφάς.

Με τον αδελφό μου το Νίκο είχαμε πολλές φορές διερωτηθεί  ποιος να ήταν αυτός ο ξένος, δεν μπορέσαμε να μάθουμε κάτι γι’ αυτόν ποτέ.

Πρόσφατα το μόνο που πληροφορήθηκα, από ένα βιβλίο εκδόσεως της Ακαδημίας Αθηνών με τίτλο «Χρονολόγιο γεγονότων 40-44» από τα έγγραφα του Υπουργείου Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας ότι η πληροφορία της σφαγής των Καλαβρύτων έφτασε εκεί στις 30.12.43. Στην εν λόγω έκδοση αναφέρεται και ο αριθμός των εκτελεσθέντων, που πιο πάνω ανάφερα.

 ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Η διάνοιξη του δρόμου από τον Αγιώργη το Σαρά μέχρι το χωριό, μήκους 12 χιλιομέτρων έγινε το 1950. Οι Σερβαίοι διέθεσαν τις μερίδες τους από τη βοήθεια της UNRA που πουλήθηκαν για να συγκεντρωθούν χρήματα για την μπολντόζα. Επίσης δούλεψαν προσωπική εργασία όλοι οι ενήλικες του χωριού. Οι Αραπαίοι, επειδή είχαν να περπατήσουν μια ώρα παραπάνω από τους Σερβαίους, για να φθάσουν από το σπίτι τους στο έργο και μία να γυρίσουν, κοιμόσαντε το βράδυ εκεί που δούλευαν.