Αθανασίου Κ. Γκούτη.

 (Έργα ενταχθέντα στο πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων Νομού Αρκαδίας,  με υπόλογο φορέα εκτελέσεως το τοπικό Δασαρχείο Βυτίνας,  για την ευρύτερη περιοχή της Επαρχίας Γορτυνίας, ήτοι: Αναδάσωση απογυμνωμένων επικλινών εκτάσεων του βουνού Αρτοζήνος, φράγματα κτισμένα  επί εσκαμμένων θεμελίων στην κοίτη ρεμάτων,  εκτεινόμενα από της μιας όχθης μέχρι της άλλης,  στις τοποθεσίες «Γκούρα»,  « Μπαμπιώτη», «Πηλός», «Μεγάλο ή Τρανό Πουρνάρι ή Κουργιαλή»).  

     

         Πέρασαν ήδη 50 χρόνια,  από την περίοδο  κατά την οποία συνετελέσθη αυτή η κοσμογονία,  που αναφέρεται στην επικεφαλίδα, στα όρια του χωριού μας, η οποία αφορά κυρίως το χωριό Σέρβου και τους τότε κατοίκους του,  πολλοί των οποίων,  ήδη εξηντάρηδες και πάνω,  μπορούν να βεβαιώσουν την ιστορική εξέλιξη των γεγονότων.  Δευτερευόντως,  αφορά  τους κατοίκους της γειτονικής  μας Κοινότητας Λυκούρεση καθώς και τους οικισμούς,  Μπούφη και Μαλάσοβα.

Για την  κοσμογονία,  όσο μου επιτρέπει η μνήμη μου,  θα αναφερθώ στη συνέχεια,  τόσο για τους κεκοιμημένους,  ως μνημόσυνο αυτών,  όσο και για τους εν ζωή,  ως έπαινο στην αξιοσύνη τους,  για την συμμετοχή τους σ αυτήν.

        Οφείλω να κάνω ένα οικονομικό υπολογισμό,  επί πραγματικών δεδομένων, των χρημάτων   που εισέρευσαν στο ταμείο εκάστης οικογένειας,  που είχε τουλάχιστον ένα εργαζόμενο,  στα λεγόμενα «Δασικά Εργα»,  τα οποία συνέβαλαν, σημαντικά, στην οικονομική ευρωστία των Σερβαίων,  την οποία ευρωστία, η οικογένεια  διαχειρίστηκε,  ως εγώ  κρίνω,  άριστα.  Δια τούτο και οι Σερβαίοι στην Αθήνα και αλλαχού,  κατέστησαν κύριοι και νομείς  σημαντικής ακινήτου και κινητής περιουσίας.

        Για το παραπάνω  έπος, των Δασικών Έργων στο χωριό,  θα καταθέσω την προσωπική μου ματιά και εκτίμηση,  με αναφορά σε πρόσωπα,  ζώα,  συμβάντα και εκδηλώσεις,  διότι, εκτός από τον κάματο, ανθρώπων και ζώων,  την σοβαρή  δηλαδή  καταβολή δυνάμεων,  σωματικών και πνευματικών,  για την ολοκλήρωση του έργου,  είχαμε και όμορφες στιγμές,  με γλέντια,  τραγούδια,  φάρσες και άλλα,  που με συνοδεύουν,  ως ενθυμήματα  στην ζωή μου,  αφού συμμετείχα στην πραγμάτωση του έργου,  σαν εργάτης τους καλοκαιρινούς μήνες,  μόνον  ως μαθητής Γυμνασίου,  στα εργοτάξια και στο χωριό.

          Ήμουν 16 ετών  τότε,  το  έτος 1971,  που με τους συνομηλίκους  συμμαθητές μου, 

Βέργο Μαρίνο του Ηλία  (κεκοιμημένο), 

Γεωργακόπουλο Γεώργιο του Κων/νου, 

Στρίκο Ιωάννη του Αγγελή (κεκοιμημένο), 

Τρουπή Γεώργιο του Ιωάννου και

Θανόπουλο Γεώργιο του Σωτηρίου, 

για πρώτη φορά,  επ’ αμοιβή,  δουλέψαμε σε οργανωμένο φορέα του Δημοσίου.  Ασφαλισμένοι και με επικόλληση ενσήμων,  τα οποία  προσμετρήθηκαν  για την συνταξιοδότησή μου,  πλέον των απαιτουμένων, σύμφωνα με τον Νόμο,  περί διαδοχικής ασφάλισης. Ήταν  προσωπική μου επιλογή,  δεν γνωρίζω  εάν και άλλοι  εκ των συμμαθητών μου αυτών,  χρησιμοποίησαν αυτά τα ένσημα, πλέον,   για συνταξιοδότηση.

          Εάν θυμάμαι καλώς,  το χωριό  κατά την απογραφή του 1971,   είχε περίπου 400 μονίμους κατοίκους,   εκ των οποίων,  στα Γυμνάσια Λαγκαδίων και Δημητσάνης,  εφοιτούσαν κάπου 40 μαθητές,  αγόρια και κορίτσια.   Στα δε Δασικά Έργα,  εκτός των ήδη αναφερθέντων συμμαθητών μου,  δούλεψαν και άλλοι μαθητές  μεγαλύτεροί μας,  όπως,

ο Χρήστος  Ι.Τρουπής (της Τασιάς),

ο Νίκος Ι.  Δημόπουλος  (Παπαγιάννη),

ο Ιωάννης Π. Κουτσανδρέας, 

ο Ηλίας Χρ. Σχίζας (κεκοιμημένος), 

ο Ηλίας Θ.  Μπόρας (Τοτώνη), 

ο Γεώργιος Ι. Λιατσόπουλος  (Ζευκιλή), 

ο Χρήστος Θ. Μπόρας (Τοτώνη),  αλλά σε διαφορετικά,  ας το ειπούμε έτσι, εργοτάξια. 

Ενδεικτικά αναφέρω  ότι κάποιοι εφόρτωναν τα φορτηγά άμμο,  στο Λυκουρεσαίϊκο  ρέμα ή στο ποτάμι της Καρκαλούς,  ενώ οι υπόλοιποι  με τζιουβέρα,  μετέφεραν πέτρες στα σημεία  που έκτιζαν οι μάστορες  (Κτίστες-Πετράδες) ή κύλαγαν πέτρες  (φαερόπ),  από το σημείο  του Δημοσίου Δρόμου,  που τις άδειαζαν τα φορτηγά,  προς την κατεύθυνση που ύψωναν τα φράγματα οι Κτίστες,  ένα γεμάτο 8ωρο.

       Αναπτύσσων  το θέμα του οικονομικού υπολογισμού,  επί πραγματικών δεδομένων,  που προκύπτουν  από τα αρχεία του Δασαρχείου,  τα οποία χρησιμοποίησα για  την συνταξιοδότησή μου,  με  συνυπολογισμό των ενσήμων στα Δασικά,  προς τα Ένσημα  του κυρίως συνταξιοδοτικού  μου φορέα (Εθνική Τράπεζα),  αναφέρω  ότι,  από τις μηνιαίες καταστάσεις  αποδοχών εργαζομένων, προκύπτει  ότι η ημερήσια αμοιβή μου  ως εργάτη    ήταν,  ενδεικτικά,  110 δραχμές το έτος 1971, 140 δραχμές το έτος 1972.  Ο βοηθός του κτίστη  έπαιρνε 150 δραχμές και οι κτίστες  (πετράδες), ελάμβαναν 170 δραχμές. 

Δεν γνωρίζω την αμοιβή  των επιστατών και επιβλεπόντων την πρόοδο των έργων, δηλαδή των  Δασικών υπαλλήλων,  Κανελλόπουλου Κων/νου (εκ Μαγουλιάνων) και Δημητρόπουλου Χρήστου (εκ Γαρζενίκου),  καθώς και του τότε προέδρου της Κοινότητος Σέρβου,  Ηλία Α. Σχίζα  (επιστάτη στα έργα),  καθώς και του  πατέρα του,  αειμνήστου  μπάρμπα- Θανάση Ηλ. Σχίζα,  φύλακα των εργαλείων  δουλειάς πχ λιθαροκασμάδες  του Δασαρχείου,  που διέμενε με τα σκυλιά του και το όπλο του  σε σκηνή,  είτε στου <<ΤΣΙΟΥΜΠΗ>>,  είτε στο <<ΤΡΑΝΟ ΠΟΥΡΝΑΡΙ>>,  νυχθημερόν.

Να σημειώσω  ότι,   εκτός των εργατών και  Μαστόρων,  δούλευαν και οι γυναίκες του χωριού στα δασικά, με τα   γαϊδούρια ή τα μουλάρια τους,  μεταφέροντας πέτρες ή άμμο ή χαλίκι ή τσιμέντα, καθώς και τα εργαλεία του Δασαρχείου,  πχ παραμίνες,  αξίνες,  κοσκίνες άμμου ή αμμοχάλικου,  όπου δεν πήγαιναν τα φορτηγά,  αμειβόμενες με τα υποζύγια  περίπου 150-160 δραχμές ημερησίως.

       Η αγοραστική αξία της δραχμής,  σε διάφορα προϊόντα,  αν καλώς ενθυμούμαι,  είχε ως εξής:

Ένα κιλό λάδι κόστιζε περίπου 17,50 δραχμές, 

ένα κιλό κρέας περίπου 17,50 δραχμές, 

μία κούτα τσιγάρα,  τα λεγόμενα Στούκας,  Καρέλια ή Κεράνης  (88 τσιγάρα),  περίπου 10 δραχμές, 

2 Λιθρίνια ψάρια κατεψυγμένα,  μετρίου μεγέθους,  5 δραχμές, 

ένα κιλό κρασί  7 δραχμές, 

το εισιτήριο ΚΤΕΛ,  Σέρβου-Τρίπολη, περίπου 20 δραχμές,  μακαρονάδα στο εστιατόριο περίπου 2 δραχμές, 

πατάτες με κρέας  περίπου 10 δραχμές, 

1 ζευγάρι παπούτσια Ελβιέλα  περίπου 18 δραχμές και

1 Κοστούμι  καλής ποιότητας  στο Μινιόν  (του Γεωργακά),  από 130 -220 δραχμές.

       Στο χωριό,  που όπως γνωρίζετε,  εθεωρείτο Κεφαλοχώρι στην περιοχή της Ηραίας,  εκτός των 400 κατοίκων του,  για την οικονομική αυτοτέλειά του και λειτουργία του,  καθώς και την εξυπηρέτηση αυτών,  επί καθημερινής  βάσεως,  λειτουργούσαν  3 καταστήματα Γενικού Εμπορίου,  2 Καφενεία  και 3 ταβερνεία  (για κρασί και μεζέ).  Δηλαδή: 

το Εμπορικό των  αειμνήστων  πατρός και υιού  Νικολάου Θ. Λιατσόπουλου, 

το Εμπορικό του  Παναγή Ν. Μαραγκού,  στο άλλοτε μεγαλεμπορικό  του Βασιλείου Αθ. Μπόρα (Κουτσοβασίλη), 

το Εμπορικό του Δημητρίου Παν. Ρουσσιά, 

το Καφενείο του Μαρίνη Ι. Ρουσσιά, 

το καφενείο του Ιωάννη Κων. Παναγόπουλου (Παντελέχου),  που αργότερα το εκμεταλλεύτηκε ο Γιαννάκος Νικ. Τρουπής  (Καλπακίδης), 

το Ταβερνείο (πρακτορείο ΚΤΕΛ-χασάπικο) του Νικολάου Θ. Τρουπή, 

το Ταβερνείο του Ιωάννη Αθ. Μπόρα  (Μπορόγιαννη) 

το Ταβερνείο του Χρήστου Γ.  Παπαγεωργίου,  που λειτουργούσε αρχικά και ως Κοινοτικό Γραφείο,  με Γραμματέα τον  Χρήστο Γ. Παπαγεωργίου και υστέρως,  με Γραμματέα τον Χρήστο Ηλία Σχίζα (Γενικό)

και το Οπωροπωλείο (Μανάβικο) του Μιχάλη Θ. Λιατσόπουλου,  που εστεγάζετο κάτω από την διπλανή, ταράτσα του σπιτιού του Κωσταντή Β.  Σχίζα  (Καρτσαγκούλη).

                                                                                                                                              

       Ως προς τις Διοικητικές Υπηρεσίες  (για τις σχέσεις του πολίτη με το Κράτος),  πέραν του Κοινοτικού Γραφείου  (επαναλαμβάνω πως αρχικώς Γραμματέας ήταν ο αείμνηστος Χρήστος Παπαγεωργίου και υστέρως ο αείμνηστος Χρήστος Ηλ. Σχίζας), λειτουργούσε 

Σταθμός  Χωροφυλακής (Ενωμοτάρχης ο Βαϊου Κων/νος και επί πολλά χρόνια χωροφύλακας ο Βεργάκης Ιωάννης)

το Δημοτικό Σχολείο (Δασκάλα η αείμνηστη Ποτούλα Μπόρα),  που εστεγάζοντο σε ξεχωριστά οικοδομήματα 

Πρακτορείο των ΚΤΕΛ  (στο μαγαζί του Νίκου Θ.Τρουπή), 

ΕΛΤΑ (στο Καφενείο του αείμνηστου Ιωάννη Κ. Παναγόπουλου),  Αγροτικό Ιατρείο  (στη θέση που βρίσκεται και σήμερα),   όπου εθήτευσαν ως ιατροί και οι εκ του χωριού μας ορμώμενοι,  αείμνηστος φίλος μου  και κρασόφιλος  Στάθης Δάρας,  Χρήστος Μαραγκός,  Θοδωρής Κουτσανδρέας  καθώς και η Μαίρη Μουτσοπούλου σύζ.  Χρήστου Ι. Μαραγκού. 

Επί πλέον, τις οικοδομικές ανάγκες των Σερβαίων (κυρίως  τσιμέντα,  ασβέστη,  σιδηρόβεργες και τούβλα),  εμπορεύετο ο αείμνηστος Κων/νος Σ.  Δημόπουλος,  που χρησιμοποιούσε το υπόγειο του σπιτιού του Παπαναστάση,  σαν μαγαζί.  Ήταν  ιδιοκτήτης Φορτηγού μεταφοράς Υλικών,  που συμμετείχε στα Δασικά Έργα  (με οδηγό τον  επονομαζόμενο Φλάσκα,  αείμνηστο Γεώργιο Γιαννακόπουλο από την Δάφνη Γορτυνίας  -σύζυγο της Σερβαίας Σταυρούλας  Μπόρα-  και αργότερα με οδηγό τον Γεώργιο Παν. Κρατημένο  από τα Σβόρνα).  Με το  φορτηγό,  ανάλογα σε ποιο εργοτάξιο ήταν δεσμευμένο,  μετά  το πέρας της εργασίας,  μετεφέροντο  μαστόροι και εργάτες η και εργαλεία της δουλειάς, στο χωριό.

       Το χωριό, καθώς και τα γειτονικά μας χωριά Λυκούρεση και Ψάρι, συνεδέετο  συγκοινωνιακά  με την Τρίπολη και τις άλλες κωμοπόλεις,  του ιδίου οδικού άξονα,  με Λεωφορείο των ΚΤΕΛ,  που εκτελούσε δρομολόγια καθημερινά  (το πρωί για Τρίπολη,  από Ψάρι-Λυκούρεση-Σέρβου και το απόγευμα από Τρίπολη για Σέρβου  και συνέχιζε  για Λυκούρεση-Ψάρι.  Το δρομολόγιο για Σέρβου-Λυκούρεση –Ψάρι,  αργότερα,  επραγματοποιείτο μία φορά την εβδομάδα  (κάθε Δευτέρα).

        Κάθε πρωί, λοιπόν, γύρω στις 6,  από Δευτέρα έως Σάββατο, όσοι δεν πηγαίναμε με τα πόδια  στα Δασικά έργα,  ιδίως όταν δουλεύαμε  στον Πηλό,  στο Μεγάλο πουρνάρι η στην Καρκαλού (για άμμο),  μαστόροι-μαστορόπουλα,  εργάτες,  επιστάτες και κάποιοι  που είχαν πρόβλημα, συγκεντρωνόμαστε στην Πλατεία του χωριού  (Σταύρου Γκούτη) και επιβιβαζόμενοι  στο Λεωφορείο,  έναντι εισιτηρίου  και αποβιβαζόμαστε κοντά στον τόπο εργασίας.  Στα λοιπά εργοτάξια,  που δεν πήγαινε λεωφορείο,  η μετάβαση εγίνετο με τα πόδια η και τα φορτηγά του Δασαρχείου,  όταν υπήρχαν διαθέσιμα.

       

         Στο σημείο αυτό της καταθέσεώς μου,  για τα Δασικά έργα,  θα αναφέρω ενδεικτικά και ονομαστικά,  όσους δούλεψαν -όχι εργάστηκαν- σε αυτά,  με την ιδιότητα προσφοράς εκάστου και εκάστης και στο μέτρο, που, δεν με απατά η μνήμη μου,  ως προς την πληθύν των εργασθέντων ή την ακρίβεια  της προσφερθείσης υπηρεσίας.  Μνημόσυνο των τεθνεώτων και έπαινο των ζώντων,  αιτούμενος  δια μίαν εισέτι φορά  συγγνώμη δια πάσαν παράλειψη ή ανακρίβεια, οφειλομένη,  ουχί εις σκοπιμότητα,  αλλά,  εις το ότι,  ου γαρ μόνον το γήρας έρχεται...

 ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΑ ΟΣΩΝ ΔΟΥΛΕΨΑΝ ΣΤΑ ΔΑΣΙΚΑ ΕΡΓΑ  (Ενδεικτικά)

Κ τ ί σ τ ε ς:

Αναστασόπουλος Ιωάννης του Αναστασίου

Παπαθωμόπουλος Ντίνος του Γεωργίου,

Σχίζας Αθανάσιος του Παναγιώτη-Πετρόμπεης,

Κλεισούρας Αγγελής του Σπυρου,

Κουτσανδρέας Ανδρέας του Θεοδώρου,

Στρίκος  Πανάγος του Δημητρίου (πελεκάνος),

Σχίζας Ιωάννης του Κων.,

Τρουπής Νικόλαος του Θεοδώρου,

Κωνσταντόπουλος Δημήτριος του Ηλία,

Βέργος Ηλίας του Χρήστου,

Κουτσανδρέας Διαμαντής,

Μπόρας Θεόδωρος του Ηλία,

Σουλελές Γεώργιος του Βασιλείου,

Βέργος Κων/νος του Χρήστου

Σχίζας Γεώργιος του Πέτρου (πελεκάνος),

 και αν θυμάμαι καλά, για λίγο καιρό και ο Νικόλαος  Δ. Ανδριόπουλος.

Ε ρ γ ά τ ε ς:

Γεωργακόπουλος Γεώργιος του Κων

Γκούτης Αθανάσιος του Κων/νου

Τρουπής Γεώργιος του Ι.

Λιατσόπουλος Γεώργιος του Ι.

Κωνσταντόπουλος Κων/νος του Αναστασίου

Χρονόπουλος Γεώργιος του Ηλία (παραμιναδόρος),

Σχίζας Ιωάννης του Κων-Πετρουλόγιαννης (Νταμαρτζής-παραμιναδόρος),

Κλεισούρας Αθανάσιος-Ντάσκας

Στρίκος Ηλίας του Παναγή

Στρίκος Ιωάννης του Αγγελή

Θανόπουλος Γεώργιος του Σωτηρίου

Τρουπής Χρήστος του Ιωάννη

Βέργος Μαρίνος του Ηλία

Βέργος Παρασκευάς του Γεωργίου

Μπόρας Ιωάννης του Αθανασίου

Μπόρας Χρήστος του Θεοδώρου

Βέργος Νικόλαος –Μάρκος

Δημόπουλος Νικόλαος του Ιωάννη

Κουτσανδρέας Ιωάννης του Πάνου

Σχίζας Ηλίας του Χρήστου

Λαμπρόπουλος Γεώργιος απο Λυκούρεση

Λαμπρόπουλος Τάκης του Γεωργίου

Ασημακόπουλος Γεώργιος απο Λυκούρεση

Σπαγάκος Παναγιώτης απο Λυκούρεση

Κομνηνός Ιωάννης απο Λυκούρεση (Νερουλάς-εργάτης),

Κανελλόπουλος Τάκης απο Λυκούρεση

Καγιούλης Πέτρος απο Μπούφη

Τσαφαράς Ιωάννης απο Μπούφη

Τσαφαράς Πάνος απο Μπούφη

Μπράβος Ευάγγελος απο Μαλάσοβα

Κούλης Ντίνος απο Μπούφη

Καγιούλης Δημήτριος του Παν.  απο Μπούφη,

Ζαχαρόπουλος Ευθύμιος

Δημόπουλος Νικόλαος του  Γεωργίου

Σκούρος  Μαρίνης του Χαρ.

Τρουπής Γιαννάκος του Νικολάου.

 

Γ υ ν α ί κ ε ς   μ ε   τ α   μ ο υ λ ά ρ ι α   ή   τ α   γ α ϊ δ ο ύ ρι α   τ ο υ ς

για την μεταφορά υλικών (κυρίως άμμου, τσιμέντων, πέτρας ,αλλά και κασμάδων,  αξινών,  λοστών,  παραμινών,  σφυριών,  φτυαριών,  κτενιών και στυλιαριών:

Αναστασοπούλου Φωτεινή  με τον Κοκκίνη,

Βέργου Ντίνα του Σταύρου με τον Αράπη,

Στρίκου Χρυσαυγή του Αγγελή με τον Κοκκίνη,

Μπόρα Βασίλω του Ιωάννη με τον Κοκκινάκο και τον Μπίλιο,

Βέργου Παναγούλα του Παρασκευά με τον Αράπη,

Λιατσοπούλου Μαρία του Μιχάλη με το μουλάρι,

Τρουπή Τασιά με τον γάιδαρο,

Μπόρα Νίκη του Θεοδώρου με τον Κίτσιο,

Κωνσταντοπούλου Γιαννούλα του Κων/νου με το μουλάρι,

Χρονοπούλου Παρασκευή με το μουλάρι,

Σχίζα Μαρία του Ηλία με τον Αράπη,

Τρουπή Αγγέλω του Νικολάου με τον Κίτσιο,

Στρίκου Κανέλλα του Αποστόλη με το μουλάρι,

Σχίζα Γιαννιά του Ιωάννη με το μουλάρι,

Στρίκου Αικατερίνη  του Αναστ.με τον γάιδαρο και

Αναστασία Μαρ. Σκούρου, με τα δυο μουλάρια, τον Μπίλιο και τον Κοκκινάκο.

       Στην περίοδο των Δασικών έργων,  που αναφέρομαι,  καλλιεργούντο όλες οι διαθέσιμες γαίες,  μικρές και μεγάλες  σε έκταση,  τα αμπέλια,  τα περιβόλια (ποτιστικά και μη),  τα οπωροφόρα δένδρα αποδίδοντα τους καρπούς τους.  Επίσης, η κτηνοτροφία,  οικιακή και επαγγελματική,  αλλά  και η  υποτυπώδης μελισσοκομία, συνεισέφεραν,  μερικώς και ουσιωδώς, εις εκάστην οικογένεια και συνολικώς στο χωριό,  ως οργανωμένη κοινωνία, εισόδημα ετήσιο,  μη αποτιμώμενο εις χρήμα και καταμετρούμενο, όπως η αμοιβή από την προσφορά εργασίας, πχ  στα δασικά έργα,  συμβεβληκότων απάντων,  στην αυτάρκεια και ευημερία της ΣερβαίΪκης κοινωνίας.

Εάν κάποιος  αποτιμήσει εις χρήμα αγαθά οικιακής και επαγγελματικής  απασχόλησης,  καθώς  και το εισόδημα των συμπατριωτών μας από αμειβόμενη εργασία,  εκτός ορίων χωριού,  θα αντιληφθεί  γιατί  η  Ελλάδα της τότε εποχής,  στηριζομένη κατά βάσιν  στην Αγροτική Οικονομία,  ήταν αυτάρκης και μη εξαρτημένη  από εισαγωγές προϊόντων εκ του εξωτερικού ή από κάποιο  σημερινό τρόπο ζωής προσπόρισης αγαθών.  Αψευδής απόδειξης του λιτού τρόπου ζωής ή έστω εγκρατούς,  είναι το ότι στην τοπική κοινωνία μας, αλλά και σε μεγαλύτερες  διοικητικές περιφέρειες,  ήταν ανύπαρκτο το φαινόμενο της παχυσαρκίας του πληθυσμού της χώρας,  εκτός ολίγων εξαιρέσεων  ή …παθολογικών καταστάσεων.       

          Την ίδια χρονική περίοδο ή και λίγο  αργότερα,  οι οικοδόμοι στην  Αθήνα,  μεταξύ αυτών και πολλοί Σερβαίοι,  ελάμβαναν ως μεροκάματο  από 1.200  έως  2.000 δραχμές ή και περισσότερα,  αναλόγως προς την συμφωνία που έκαναν  με τους εργοδότες και μάλιστα κάποιοι  έβαζαν  ταμπέλα στην πλάτη   που έγραφε:

 θέλω τόσα ακατέβατα και μη με ενοχλείτε!

Οι οικοδόμοι εκείνη την εποχή ήταν οι καλύτερα αμειβόμενοι  εργαζόμενοι,  έναντι των Δημοσίων  υπαλλήλων,  αλλά  και άλλων υπαλλήλων,  που ελάμβαναν  όπως ελέγετο,   3 και 60,  δηλαδή τρεις χιλιάδες δραχμές πάνω κάτω το μήνα.  Κυκλοφορούσαν με  τα καλύτερα αυτοκίνητα και ήταν οι καλύτεροι πελάτες των Κέντρων διασκέδασης  και των ταβερνών.

           Εάν εξαιρέσουμε τα παιδιά  και τους μη δυναμένους να εργασθούν συγχωριανούς μας (περίπου 200-220 άτομα) και εκείνους  που  για οποιαδήποτε αιτία δεν εργάστηκαν στα Δασικά έργα (περίπου 50 άτομα)  οι εκ των 400 κατοίκων του χωριού υπολειπόμενοι (περίπου 150 κάτοικοι)  δημιούργησαν το Έπος των Δασικών Έργων και επί σχεδόν 7 χρόνια,  συνεχώς ή εκ διαλειμμάτων,  συνεισέφεραν στον οικογενειακό κουμπαρά,  με μέτριους υπολογισμούς,  κατά 40.000-50.000 δραχμές έκαστος.

Τα ποσά αυτά  δεν είναι περιοριστικά,  εκτείνονται και εκτός εύρους ορίων,  αλλά δεν αφορούν όλους,  αφορούν την πλειονότητα των ενηλίκων εργασθέντων.  Θεωρητικά, είναι ο μέσος όρος  και δεδομένου  ότι ο τρόπος ζωής των τότε κατοίκων του χωριού  δεν αντιπαραβάλλεται  προς τον σημερινό καταναλωτικό τρόπο ζωής,  σχεδόν όλα απεταμιεύοντο και ηύξαναν το υπόλοιπο των Τραπεζικών καταθέσεων εκάστης οικογένειας.

        Δηλωτικό της ευμάρειας και αυτάρκειας  των τότε κατοίκων του χωριού,  ως προς το συγκεκριμένο ευτύχημα της ιστορουμένης χρονικής περιόδου,  μη παραβλεπομένων των δυσκολιών της αγροτικής ζωής,  είναι το για πολλά χρόνια συντελούμενο έργο μεταφοράς αγαθών  (κρασί, ψωμί, χόρτα, τυρί,  κρέας,  μυζήθρες,  χυλοπίτες,  τραχανάς,  αυγά,  γιαούρτι,  φασόλια,  πατάτες, παστό χοιρινό  κλπ), από το χωριό  ως την Αθήνα.

Η μεταφορά γινόταν  με το φορτηγό των αδελφών Βελέντζα από Μαγούλιανα,  προς τούς διαμένοντες  στην Αττική Σερβαίους,  σε αποθήκη εκφόρτωσης των αποστελλομένων δεμάτων  στη Ζ. Πηγή  Περιστερίου,  επ’ αμοιβή και μάλιστα ικανοποιητική,  εφ όσον τα ΚΤΕΛ αδυνατούσαν να διεκπεραιώσουν τον όγκο των διακινουμένων αγαθών  εγκαίρως,  επιτυχώς και ομαδικώς.

        Η αγορά και επικόλληση ενσήμων  για λογαριασμό των εργαζομένων,  στα έργα ευθύνης  του Δασαρχείου Βυτίνης,  κατέστη η αφορμή  για να σφαλιστούν,  για πρώτη φορά,  αρκετοί Σερβαίοι, ίσως και κοντοχωριανοί,  στο ΙΚΑ  με συνέπεια στον μετέπειτα χρόνο  του εργασιακού τους  βίου  να συνεχίσουν την επικόλληση ενσήμων στο Βιβλιάριό τους,  που είχε ως αποτέλεσμα  να συνταξιοδοτηθούν από το ΙΚΑ και κάποιοι  να λάβουν  ικανοποιητική σύνταξη.  Εδώ, για την Ιστορία των δρασθέντων στο χωριό, θέλω να αναφέρω  ότι  -στην Ελλάδα ζούμε  άλλως τε - αρκετοί συγχωριανοί μας,  εκτός της σύνταξης του ΙΚΑ,  ελάμβαναν και Αγροτική σύνταξη,  ανορθόδοξα και καταχρηστικώς,  που σημαίνει  επί πλέον εισόδημα, στον οικογενειακό προϋπολογισμό.

      Επί πλέον των παραπάνω καταγραφέντων,  το γεγονός  ότι πολλές οικογένειες  για μια επταετία,  περίπου,  απασχολήθηκαν  στα Δασικά έργα,  με οικονομικό όφελος,  είχε ως συνέπεια  την τόνωση της ζωής στο χωριό, την παύση  του κύματος αστυφιλίας, την καλυτέρευση των όρων διαβίωσης, την απαρχή επισκευής των σπιτιών,  που κορυφώθηκε,  στη Μεταπολίτευση, με διάνοιξη δρόμων στις γειτονιές του χωριού,  με  ανάσχεση της αποσάθρωσης του εδάφους,  στις περιοχές που εγένετο αναδάσωση και συντήρηση του οικοσυστήματος, της πέριξ του  χωριού χλωρίδας και πανίδας.

 Η φθίσης και ο μαρασμός  του χωριού  επήλθε σε ύστερο χρόνο,  όταν, με τους νέους  που έφευγαν  προς τα αστικά κέντρα,  σε αναζήτηση ζωτικού χώρου και καλύτερης επαγγελματικής απασχόλησης ή σπουδές,   παράλληλα  έφευγαν και οι πρεσβύτες φύλακες του χωριού,  γέροντες και ασθενείς,  για την τελευταία τους κατοικία.  Οι γονείς μας.

        Εμείς,  όσοι γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε στο χωριό,  που ήρθαμε σε επαφή με την γη και ότι αυτή προσφέρει στον άνθρωπο,  με τα ζώα (οικιακά και ανήμερα) και όσα αυτά προσφέρουν στον άνθρωπο,  ως τροφή,  ως ήχο,  ως βοήθεια,  ως συντροφιά,  ως συμβολή στο ανάπτυγμα και στερέωμα της οικογένειας,  με τα φυτά και την συμβολή τους  στην παραγωγή,  διατήρηση και διαφύλαξη της ισορροπίας της χλωρίδας,  του αέρα που αναπνέουμε,  είμαστε ευλογημένοι,  έναντι εκείνων  που δεν γνωρίζουν,  παρά μόνον  τι προσφέρει ο αστικός τρόπος ζωής,  ερήμην εκείνων  που προανέφερα,  αλλά και ευάλωτοι στις συνθήκες του σύγχρονου πολιτισμού,  αναπολούμε, όσα μας προσέφερε η γενέθλιος  γη και οι άνθρωποί της, ο ανεπιτήδευτος και σχεδόν ομοιόμορφος τρόπος ζωής, ο φόβος Κυρίου,  ως αρχή σοφίας,  ευπρέπειας, ευποιίας,  για το δώρο της ζωής.

       Μετά τις παραπάνω σκέψεις και όσα αυτές επάγουν στις πεποιθήσεις μας,  για την διαδρομή του χωριού στον χρόνο και όσα συνέβησαν και συμβαίνουν  σε ανθρώπους,  ζώα και καταστάσεις, την οποία διαδρομή,  ενδεχομένως,  άλλοι να θεωρούν ως απαξίωση και άλλοι ως νομοτέλεια του σύγχρονου πολιτισμού,  ως συντάκτης του πονήματος,  θα ήθελα να εξομολογηθώ,  ότι με απασχολεί  έντονα  ποιά θα είναι η τύχη του χωριού  στα επόμενα χρόνια,  που δεν θα μπορούμε να πράξουμε κάτι  συλλογικά ή ατομικά,  ιδιαίτερα για τα σπίτια μας, δεδομένου  ότι τα χωράφια μας και τα αμπέλια μας  δεν καλλιεργούνται ήδη επί των ημερών μας!

        Με το δυσάρεστο αυτό συναίσθημα,  θα  ιστορήσω  πολύ σύντομα σε νέο άρθρο και σε σύνδεση με αυτό,   κάποια συμβάντα, ευτράπελα κυρίως, που ζήσαμε όταν δουλεύαμε στα Δασικά έργα

 

Σημείωση  διαχειριστή.

Σχετικά με το άρθρο αυτό,  ο αρθρογράφος Αθ. Γκούτης, μας έστειλε συμπληρωματικά το παρακάτω κείμενο:

  "Επειδή κάποιοι πατριώτες με πήραν στο τηλέφωνο,  για ανακρίβειες  επί των τιμών,  στo άρθρο μου που δημοσιεύθηκε χθες στην ιστοσελίδα servou,gr  σχετικά με τα αναφερόμενα σε αυτό αγαθά,  θέλω να διευκρινίσω,  όπως και το αναφέρω  άλλως τε,   ότι οι τιμές είναι στο περίπου ή αν προτιμάτε,  ο μέσος όρος.  Δεν πρόκειται περί πραγματείας στην μεταβολή του τιμαρίθμου,  τότε και τώρα,  δεν αναφέρεται η τιμή του κρέατος π.χ.,  αν αφορά γίδα,  αρνί,  κατσίκι ή μοσχάρι,  αλλά  το ότι  η τιμή του κρέατος και του λαδιού,  πήγαιναν πάντοτε σχεδόν μαζί.

           Εις όσον αφορά την τιμή του κοστουμιού,  δεν αναφέρομαι  σε  ύφασμα αγγλικού κασμηριού,  ούτε ύφασμα  τρία Δέλτα (Δημητριάδη).  Πάντοτε υπήρχαν  ευθηνά ρούχα,  για τα φτωχά βαλάντια,  όπως και σήμερα  που αγοράζεις σινιέ ρούχα,  δεύτερο χέρι,  με  1-2 ευρώ  και  καινούργια ελληνικά ή εισαγωγής,  σε απίθανες τιμές!

           Ο κύριος σκοπός του άρθρου μου  ήταν να αναδείξω ποίοι και πώς δημιούργησαν  αυτό το έπος και τι επιπτώσεις είχε στην μικρή κοινωνία  του χωριού μας και το περιβάλλον του,  αλλά και  την αγοραστική δύναμη (αξία) της δραχμής.

          Η διαφορά,  σε δραχμές ή δέκατα της δραχμής,  είναι ασήμαντη,  αν συγκριθεί,  με το ευρώ,  που ισούται,  μην αυταπατώμεθα,  με 340,75 δραχμές (1ευρώ=340,75 δραχμές)"

 

Παραλειπόμενα των δασικών έργων 

                                                                             

(XIM)


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Το 1952 εκδηλώθηκε επιδημία τύφου στο χωριό. Οι υγειονομικές αρχές τότε θεώρησαν σαν αιτία της μόλυνσης τις κορύτες στις βρύσες και στα πλαίσια των έργων εξυγίανσης αντικατέστησαν τις καλαίσθητες πέτρινες πελεκητές κορύτες με ακαλαίσθητους μεταλλικούς σωλήνες. Δεν τους πέρασε από το μυαλό ότι το νερό θα μπορούσε να είχε μολυνθεί από το πέρασμά του κάτω από αυλές και σπίτια, αφού οι βρύσες ήταν σε σημείο χαμηλότερο από τα σπίτια. Το υδραγωγείο που έφερε καθαρό νερό από την Κοκκινόβρυση έγινε αργότερα, το 1959.