Αθανάσιος Πανάγου Στρίκος, εκπαιδευτικός, ταξίαρχος ε.α. 

                                

Είπεν ο φίλος πάλι:

Όχι, δεν πρόκειται για θρησκευτικού περιεχομένου συζήτηση. Δεν θα μιλήσουμε για τις άγιες γυναίκες καταγόμενες από την Ιταλία που άθλησαν εκεί τον 2ον μ.Χ αιώνα, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αδριανός. Αυτά τ’ αφήνουμε για τους θεολόγους  και την εκκλησία. Εμείς με τα μεγάλα ονόματα θα καταπιαστούμε, κρατώντας απ’ όσα μέχρι στιγμής είπαμε μόνον τη λέξη ʺάθλησανʺ, που είναι το κλειδί για ό,τι θα ακολουθήσει. Κι είναι οι τέσσερεις λέξεις

Σοφία, Πίστη, Αγάπη, Ελπίδα στηρίγματα, ερείσματα, θεμέλια, καταφυγή και αποκούμπι της ζωής του ανθρώπου

και πάνε και τα τέσσερα μαζί. Είναι αχώριστα. Κι άμα δεν έχεις ένα απ’ τα τέσσερα είσαι χωλός, ανάπηρος κατά το ένα τέταρτο. Αν δεν έχεις δύο ανάπηρος κατά το ήμισυ και καθ’ εξής. Χρειάζονται και τα τέσσερα. Και η Σοφία και η Πίστη και η Αγάπη και η Ελπίδα. Έτσι τα είδα επ’ ευκαιρία της γιορτής την 17ην Σεπτεμβρίου.

Σοφία όχι με την έννοια που καθένας έχει παγιώσει μέσα του. Δηλαδή του σοφού που απομονωμένος στο γραφείο του ασχολείται με θεωρίες, συστήματα και σκέψεις. Αλλά με την έννοια την πρακτική, την απλή, τη ρεαλιστική και γι’ αυτό μεγαλειώδη. Της σύνεσης, της σωφροσύνης, της φρονιμάδας, της λογικότητας του νουνεχή ανθρώπου. Με μια λέξη του μυαλωμένου όπως λέει ο λαός. Με γνώση κι όχι γνώσεις. Που σήμερα όσο πάει και σπανίζει. Κάποτε, λέγανε, λίγα γράμματα και πολύ γνώση. Σήμερα πολλά γράμματα και καθόλου γνώση.

Άλλωστε, σοφία, έλεγαν οι Λατίνοι, είναι η τέχνη του να ζεις.

Κι απ’ αυτήν πηγάζουν όλα τα υπόλοιπα. Και η Πίστη και η Αγάπη και η Ελπίδα. Τα τρία τη Σοφία έχουν αφετηρία και λιμάνι και αφορούν εμένα πρώτα, τον εαυτό μου. Και τα τέσσερα είναι απέναντι του εαυτού μου. Από κει ξεκινάνε κι αυτά με κρατούν στη ζωή. Για τούτο στην αρχή τα χαρακτήρισα ερείσματα, θεμέλια. Και μένω έκπληκτος με κείνον που τα σκέφτηκε, τα εντόπισε, τα συνταίριαξε. Πύκνωσε τις τέσσερεις αυτές αξίες της ζωής.

Δεν ξέρω αν υπήρξε κάποια Σοφία μάννα και οι άλλες τρεις ήσαν κόρες της, ούτε μ’ ενδιαφέρει εν τέλει. Αυτά, είπαμε, είναι γι’ άλλους. Αποδίδω σημασία στη Σοφία, την Πίστη, την Αγάπη και την Ελπίδα έτσι όπως είναι. Δηλαδή και τα τέσσερα δημιουργήματα του ανθρώπου και κατακτημένα μόνο απ’ τον άνθρωπο. Και δεν τα έχει αυτά ούτε ο ουρανός, ούτε η γη, ούτε τα ζώα, ούτε τα φυτά, ούτε κανείς. Ούτε κι ο Θεός θάλεγα. Είναι πλάσματα αποκλειστικά του νου και της ψυχής του ανθρώπου για να μπορεί να κρατηθεί κατά την πορεία του στη ζωή, που είναι ένα αγώνισμα, ένα άθλημα και μια τραγωδία. Άσχετο αν βλέπει κανείς τη ζωή ως αισιοδοξία ή απαισιοδοξία.

Πάντως ως σύνολο, ως φαινόμενο, ως γεγονός η ζωή είναι τραγωδία.

Κι αυτό αφορά μόνο τον άνθρωπο. Τα ζώα σίγουρα δεν βλέπουν καμμιά τραγικότητα στη ζωή τους και μάλλον την απολαμβάνουν. Κι εμείς θα την χαιρόμαστε αν το μυαλό μας δεν έπαιρνε στραβό δρόμο. Δεν έφτιαχνε καλό και κακό, ηθικό νόμο, θεούς, διαβόλους, νόμους και παρανόμους και υπονόμους, που λένε πως απλοποιούν τα πράγματα, κλαδιά και παρακλάδια κι όλο συνθέτονται και προσθέτονται νέοι, σκοτεινοί και αξεπέραστοι, θρησκευτικές πεποιθήσεις, πολιτικές προτιμήσεις, κανονισμοί, υποχρεώσεις, περιορισμοί και τόσα άλλα ώστε το κάθε τι έγινε πρόβλημα. Η ζωή από μόνη της είναι απλή κι εμείς την κάναμε πρόβλημα και νομίζουμε πως είμαστε τα τυχερά, τα προνομιούχα, τα νοήμονα και λογικά όντα.

Εγώ πατός μου έβαλα τα ξύλα στην ποδιά μου

και φύσηξε κι ανάψασι τα φύλλα της καρδιάς μου

λέει το δίστιχο.

Ξεστρατίσαμε όμως.

Κι όλα τούτα, η Σοφία, η Πίστη, η Αγάπη και η Ελπίδα είναι πράγματα που ξεφεύγουν από το υλικό στοιχείο. Είναι μεγαλοπρεπή. Υπερίπτανται. Κρίμα βέβαια που δεν μένουν με κάποιον τρόπον και δεν καταγράφονται όλα τα, ας τα πούμε, ωραία ή αν το ωραία δεν είναι σωστό, που είναι διαφορετικά. Κρίμα.

Αλλά και πάλι γιατί να μείνουν, γιατί να καταγραφούν, σε ποιον να μείνουν; Κι εκείνα που μείνανε σάμπως είναι όπως ειπωθήκανε; Μόνον αν κάποιος τα είχε μαγνητοφωνήσει ή βιντεοσκοπήσει, όπως έχουμε δυνατότητα σήμερα. Αλλά και πάλι πιο καλά έτσι. Να τα συζητάμε, να προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε και στο τέλος να χάνονται στο χάος όπως όλα…

Και τα τέσσερα ο άνθρωπος τα δημιούργησε βέβαια.

Η ανάγκη του ανθρώπου, η ψυχή του, τα συναισθήματά του για νάχει κάπου ν’ ακουμπήσει. Και σιγά σιγά γίνανε ιδέες. Κάπως έτσι καταλαβαίνω και την ψυχή, η οποία βέβαια πεθαίνει, εξαφανίζεται μαζί με το σώμα, γιατί τα δύο αυτά παν’ αντάμα. Κι όπως μαζί χτίζονται, όταν χάνεται το ένα εξαλείφεται φυσικά και το άλλο. Τώρα ότι υπάρχει μια παγκόσμια ψυχή ή μένουν τα συναισθήματα σ’ ένα τραγούδι ας πούμε, σ’ ένα ποίημα, ένα χορό, μια εικόνα, ένα έργο κ.λ.π, που ερεθίζουν και τον επόμενο της επομένης γενιάς και της άλλης ικανοποιώντας την ψυχή τους είναι γεγονός αναμφισβήτητο.

Και εκεί μένει η ψυχή αθάνατη και μόνον έτσι εννοώ αυτό που λέμε αθανασία της ψυχής.

Όχι ότι η δική μου δεν θα πεθάνει ή θα καταταγεί στην κατηγορία των δικαίων ή των αδίκων τάχα. Είναι αθάνατη με την έννοια ότι μπορεί να ερεθίσει κάποια άλλη, κάποιες άλλες. Και πιθανότατα, αν η ψυχή επικοινωνεί με τον τρόπο που είπαμε, μπορεί ν’ ανοίξει δρόμους πιο σωστούς και ωραίους. Θα τα λένε και θα τα ξαναλένε οι ψυχές στο βάθος του χρόνου εφ’ όσον ικανοποιούν και ανυψώνουν τα έργα τους κι άλλες ψυχές. Ωστόσο θα παλεύουμε ζευγμένοι στο ζυγό μας με οδηγούς της ψυχής μας τη Σοφία, την Πίστη, την Αγάπη, την Ελπίδα ώσπου να σβήσει. Τώρα όμως δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Κι εμείς εδώ κάνουμε παρέα λέγοντας όμορφα πράγματα, σχεδόν θεϊκά. Και θάπρεπε τα τέσσερα αυτά μαζί να συναποτελούν τη μεγαλύτερη γιορτή των ανθρώπων για προβληματισμό και περισυλλογή.     Έτσι τα αντίκρυσα στη μεγαλοπρέπειά τους και τα τέσσερα κι έτσι με εμπνέουν.

Ακουμπάω πάνω τους παρά την απαισιοδοξία, τις δυσκολίες, τη μοναξιά.

Παρά όσα μου μέλλονται από δω και πέρα στα γηρατειά. Και από τις ελπίδες, την πίστη και την αγάπη προσπαθώ να πιαστώ. Και εύχομαι (ο άνθρωπος τίποτ’ άλλο δεν μπορεί παρά μόνο να ευχηθή και να ευχηθή πάλι οι ευχές να πραγματοποιηθούν ) να μας συντροφεύουν αυτές οι δυνάμεις να τα ξαναπούμε και

τελικά να φύγουμε απ’ αυτόν τον κόσμο αξιοπρεπώς έχοντες τα μυαλά μας στη θέση τους.

 

(XIM)         


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τη μεγαλύτερη θητεία ως πρόεδρος του Συνδέσμου Σερβαίων έκανε ο γιατρός Ιωάννης Δ. Δημόπουλος. Συνολικά χρημάτισε πρόεδρος 21 χρόνια (1936-1953, 1956 και 1962-1964). Επί προεδρίας του χτίστηκε το σχολείο στο χωριό, συνεχίστηκε το χτίσιμο της εκκλησίας της Κοίμησης της Θεοτόκου και έγινε η διάνοιξη του δρόμου για αυτοκίνητα από το Αγιώργη Σαρά μέχρι το χωριό.