Αθανασίου Π. Στρίκου, εκπαιδευτικού, ταξιάρχου χωρ. ε.α. 

            Τα είπαμε πάλι με το φίλο:

Έναν καιρό τη νύχτα ξύπνησα, άρχισε, και δεν ξέρω πως θυμήθηκα τη λέξη προσευχή. Ο νους από τόνα στ’ άλλο σε χίλια πάει δίχως να ρωτάει. Και είναι η προσευχή συναίσθημα, μεγάλο συναίσθημα. Ευχή προς αυτό (προς + ευχή) που δεν καταλαβαίνουμε, προς το άγνωστο, προς το Θεό. Και Θεός είναι το μυστήριο, το άγνωστο, το άπιαστο. Ευχή προς τη δύναμη που μας έφερε, μας έχει και μας κρατάει εδώ. Προς τη δύναμη τη μυστηριώδη που συνέχει τα πάντα. Κι άλλη γλώσσα απ’ ό,τι ξέρω δεν την έχει τη λέξη.

.

>> Πρώτη φορά, συνέχισε, είδα τόσο όμορφη λέξη. Πάρα πολύ ωραία. Και για χιλιοστή φορά είπα πως αφού δεν διδάσκεται στα σχολειά η ετυμολογία δεν διδάσκεται τίποτα. Το μικρό παιδί να την ξέρει τη λέξη προσευχή. Και τότε θα προσεύχεται χωρίς ποτέ να δυσανασχετεί. Αφήστε πια αυτή καθ’ εαυτή τη λέξη ευχή. Και η ευχή ξεκίνησε από το εὖ, το καλό. Το εὖ το μεγαλειώδες, το ωραίο, το ανερμήνευτο. Ακόμα και οι ιερωμένοι μου φαίνεται δεν έχουν συνειδητοποιήσει το μέγεθος της ευχής και της προσευχής. Όχι μόνον τα παιδιά και εμείς οι μεγάλοι αλλά και οι παπάδες. Και έγινα εβδομήντα και βάλε χρονών για να ιδώ τη λέξη αλλιώς. Και περίμενα ως τα τώρα γιατί δεν υπήρξε το ανάλογο μάθημα να μας ξυπνήσει, να μας παροτρύνει να ιδούμε τις λέξεις. Και τότε όλοι θα προσεύχονταν, αν εγνώριζαν. Και η προσευχή είναι ευχή και παράκληση μαζί. Παράκληση να γυρίσει ο Θεός να μας κυττάξει . και πάντως δεν είναι υποδούλωση, δεν είναι υποταγή.

.

>> Έπρεπε να τις νιώθουμε τις λέξεις. Ό,τι παρουσιάζεται να μπορούμε να σκαλίσουμε για να πλουτίσουμε τη διάνοιά μας, την ψυχή μας. Γιατί η ψυχή φτιάχνεται από τον νουν, το μυαλό. Αυτά φτιάχνουν τα συναισθήματα για να μπορούμε να ελέγχουμε τους φόβους μας, τους καημούς μας, τις αγωνίες που όλοι έχουμε.

.

>> Αλήθεια από πότε ξεκίνησε και με ποια έννοια η λέξη προσευχή; Μεσαιωνική λένε τα λεξικά. Δεν το πιστεύω. Κι αυτό γιατί το ρήμα προσεύχομαι είναι αρχαιότατο. Τόχουν ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Πλούταρχος, ο Πλάτων, ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Ξενοφών με ίδια ακριβώς σημασία με τη σημερινή. Κι απ’ αυτό, το δυνατό κομμάτι του λόγου, προέκυψε η προσευχή με την ίδια κι αυτή σημασία από τότε ως σήμερα.

.

Δέηση

>> Άλλη μεγάλη λέξη κοντινή στην προσευχή είναι η δέηση (δέομαι) που περιέχονται σ’ αυτήν η προσευχή και η παράκληση μαζί με το δέος (έκπληξη, φόβος, σεβασμός). Κι έχει κι ο Καβάφης ένα πολύ μεγάλο ποίημα με τίτλο “δέησις” (Μπορεί κάποτε ν’ ασχοληθούμε μ’ αυτό ειδικά). Ωραία λέξη η δέηση, αντιπροσωπευτική, δυνατή. Που όμως δεν τις προσέχουμε, τις προσπερνάμε και κάποτε τις καταδιώκουμε, τις πετάμε, τις εξοβελίζουμε, τις ποδοπατάμε. Δέστε τι γίνεται με την προσευχή. Αντί να παλεύουμε να την καταργήσουμε, να την αποδιώξουμε απ’ τη ζωή μας, όπως γίνεται σήμερα, πόσα θα είχαμε να ωφεληθούμε αν την αναλύαμε και τη νιώθαμε βαθειά μέσα μας!

.

>> Αν προσέχαμε τις λέξεις, αν εδιδάσκετο στα σχολεία η ετυμολογία τους θα φτιάχναμε αλλιώτικους ανθρώπους. Και παρά να διδάσκονται κάτι δημοκρατίες, συστήματα, θεωρίες, επαναστάσεις, ισότητες (αλήθεια ποια ισότητα;) μπούρδες του καθενός, χίλιες φορές καλλίτερα να βλέπαμε τις λέξεις στη ρίζα τους, για να ξέρουμε και τι δηλώνουν, να διεκδικούμε το περιεχόμενό τους και να μην γινόμαστε θύματα κανενός. Κυρίως όμως θα φτιάχναμε καλλίτερους ανθρώπους. Γιατί η γνώση των λέξεων μεγαλύνει, εκλεπτύνει την ψυχή.

>> Αυτός άλλωστε είναι, πρέπει να είναι, ο σκοπός της παιδείας. Και το μυαλό δεν γεννιέται έτοιμο, αλλά εξαρτάται από το τι θα του βάλουμε μέσα. Αν στιβάξουμε σαχλαμάρες, σαχλαμάρες θα γεννάει. Και σήμερα δυστυχώς πυροβολούμε με τέτοιες τα μυαλά των παιδιών ταζοντάς τα κόκκαλα. Αυτός είναι κι ο λόγος που με συγκλονίζει η παρατήρηση του Ισοκράτη που λέει:

Διαφθαρείσης τῆς διανοίας ἡ τε ψυχή πολλὰ σφάλλεται”.

Και είναι η διάνοια αυτό που εκπέμπει ο νους. Και: Δεν δουλεύει το μυαλό σωστά γιατί έχει διαφθαρεί, δεν έχεις και υγιή ψυχή. Είναι και αυτή για πέταμα. Κι εδώ η έννοια της ψυχής χωρίζει καθαρά από τον νουν. Πάντως η καλή, η σθεναρή ψυχή εξαρτάται από την καλή διάνοια. (Πως τόπιασε ο άνθρωπος τόσο δυνατά και λακωνικά. Και σήμερα οι διάνοιες είναι διεφθαρμένες, συνεπώς και οι ψυχές).

.

Παράκληση και ικεσία.

Άλλες μεγάλες λέξεις η παράκληση (παρά + καλώ), η ικεσία προς αποτροπήν κακού. Η ικετεία που έλεγαν οι αρχαίοι σωστότερα. (ικετεύω το ρήμα. Συνεπώς ικετεία με ει). Και η απορία μου που θα μείνει αναπάντητη. Πώς φτιάχτηκαν αυτές οι λέξεις; Που είναι σα νάναι αντικείμενα, σα νάναι καθεμιά κάτι υπαρκτό, κάτι χειροπιαστό, με υλική υπόσταση κι όχι λέξεις. Απ’ το τίποτα έγιναν οντότητες.

     Κι όλα – αν πρέπει να δώκω μια απάντηση – έγιναν με τη φωνή, με την ομιλία, με τον αέρα όπως φύσαγε, με τη μουσική. Μ’ αυτά και τα στοιχεία της φύσης, τα συστατικά της ψυχής της φύσης δηλαδή τις τρικυμίες, τις γαλήνες, τους αέρηδες, το φως, τη δροσιά. Άλλωστε “το φως και η φωνή βγαίνουν από την ίδια ρίζα και εικόνα, με μία βαθύτατη σχέση εισόδου προς την ψυχή ως θέαμα και εξόδου ως άκουσμα” λέει ο αγαπημένος μου Φ, Βαρέλης. Και το ένα το είπε έτσι, τ’ άλλο αλλιώς.

            Φοβερά πράγματα, αναπάντητα ερωτήματα. Και ας ήταν ένας για δείγμα να μιλήσει έτσι φιλοσοφημένα. Γιατί προβληματισμός είναι η φιλοσοφία. Όχι συστήματα, θεωρίες, απομνημόνευση, παπαγαλίες.

.

Ευχή

            Όμως μιλήσαμε για την προσευχή και δεν είπαμε τίποτα για την ευχή. Αρχαίο εύχομαι γράφουν τα λεξικά στην ετυμολογία της ευχής, χωρίς να ικανοποιεί. Νομίζω όμως ότι το β’ συνθετικό της ευχής είναι το ρήμα έχω (ευ + έχω). Δηλαδή αναζητώ το καλό. Να κατακτήσω το καλό. Μπορεί βεβαίως να μην είναι έτσι. Όμως εγώ έτσι το νιώθω. Παίζω μ’αυτά.

            Μα, θα ειπεί κάποιος: Μ’ αυτά θ’ αλλάξουμε τον κόσμο; Όχι βέβαια. Όμως εγώ παίζω για να βρω δύναμη. Αφού έτσι κι αλλιώς τίποτα δεν ξέρουμε και όλα είναι μάταια και προσωρινά. Έτσι όμως όπως ξεχνιέσαι μ’ ένα ποτήρι κρασί ξεχνιέσαι και με τη λέξη. Γιατί η ελληνική γλώσσα είναι παρηγοριά. Και όμως εμείς αντί να την περιφρουρήσουμε, να ρίξουμε ξύλα στη φωτιά να τη ζωντανέψουμε, βαλθήκαμε να τη σβήσουμε.

            Επαναλαμβάνω η ψυχή τη θέλει έτσι την ευχή (ευ + έχω). Κι άμα το θέλει η ψυχή όλα ηρεμούν. Ύστερα το ευ + έχω (το έχω) είναι λογικό να υπάρχει εκεί. Και η ευχή είναι υπέροχη λέξη. Ως συστατικό στοιχείο το έχω στην ευχή θα ήθελα να υπάρχει. Κι εγώ κάτι θέλω να λέω και τα λέω με το φίλο. Άλλωστε αν δεν έχεις που να τα ειπείς, η σκέψη μένει φυλακισμένη, ενώ λέγοντάς τα απελευθερώνεται. Και μπορεί με τα βάσανα, με τα γεράματα ν’ αποκτήσει η ζωή και τέτοιο ενδιαφέρον. Ν’ ασχολείται με τις λέξεις.

            Είπαμε πως το προσεύχομαι είναι αρχαίο ρήμα και το έχουν όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς. Και σημασία ίδια από τότε ως σήμερα. Το ρήμα αυτό έδωσε την προσευχή, που ως λέξη είναι μεταγενέστερη. Η προσευχή συναντάται αργότερα στην εκκλησιαστική κυρίως γλώσσα. Βλέπετε πήγε, ήρθε η ελληνική παιδεία και την έφερε την εβραϊκή θρησκεία στα δικά της μέτρα. Από το προσεύχομαι έφτιαξαν την προσευχή και άπειρα άλλα. Η γλώσσα άλλωστε είναι εκείνη που φτιάχνει τα πάντα, ασφαλώς και τη θρησκεία. Την έφερε λοιπόν την Εβραϊκή θρησκεία η ελληνική γλώσσα και την προσάρμοσε στον δικό της τόπο, στη δική της νοοτροπία. Και τούτο φαίνεται παντού. Από το σύμβολο της Πίστεως μέχρι τις λαγκαδιές και τις βουνοκορφές που γέμισαν ναούς χριστιανικούς. Εκεί που πρώτα κατοικούσαν οι Νύμφες, οι Μούσες, ο Απόλλωνας, ο Ερμής κι είχαν τα ιερά τους, τώρα κατοικούν οι Άγιοι.

.

Η Ορθοδοξία.

Κι απέκτησε μία ελευθερία η δική μας θρησκεία, η Ορθοδοξία. Το ανεικονικό των Εβραίων π.χ. αντικατεστάθη με πλήθος εικόνων και όλοι οι ναοί είναι ιστορημένοι, ζωγραφική, ποίηση, μουσική. Κι έχει λυγεράδα η Ορθοδοξία όχι μόνον έναντι των άλλων θρησκειών αλλά και έναντι των καθολικών. Μπορείτε να φανταστείτε τον παπά, τον ιερουργόν του Θεού να παντρεύεται; Και όμως στην Ορθοδοξία παντρεύεται και κάνει όσα παιδιά θέλει. Χορεύει στα πανηγύρια, οργώνει, ψαρεύει … κι είναι τούτα απολύτως φυσιολογικά, συμβατά με το λειτούργημά του, θεϊκά και σαν ικεσία και παράκληση και ευχή και προσευχή και δέηση είναι ίδια με ‘κείνα που κάνει στην Εκκλησία.

Εβραίος ήταν ο Χριστός αλλά οι ίδιοι οι Εβραίοι τον διώξανε. Τον άρπαξε όμως ο Έλληνας και τον έκανε δικόν του.

Και λίγο ακόμα οι παπάδες να συμμορφωθούν από τις υπερβολές τους, ακόμα και στην αμφίεσή τους, βλέπω την Ορθοδοξία να γίνεται ακόμη καλλίτερη. Το ευχόμαστε.

Σημ. Ένα πολύ μεγάλο ποίημα είναι ʺη προσευχή του ταπεινούʺ του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Όσοι ευαίσθητοι βρείτε το στο διαδίκτυο και διαβάστε το.

 

(XIM)

 

Προς διευκόλυνση των επισκεπτών της ιστοσελίδας μας δημοσιεύουμε εδώ το ποίημα του Ζ. Παπαντωνίου.

 

Η προσευχή του ταπεινού

Κύριε, σαν ήρθεν η βραδιά, σου λέω την προσευχή μου.
'Αλλη ψυχή δεν έβλαψα στον κόσμο απ' τη δική μου.
Εκείνοι που με πλήγωσαν ήταν αγαπημένοι.
Την πίκρα μου τη βάσταξα. Μου δίνεις και την ξένη.

Μ' απαρνηθήκαν οι χαρές. Δεν τις γυρεύω πίσω.
Προσμένω τα χειρότερα. Είν' αμαρτία να ελπίσω.
Σαν ευτυχία την αγαπώ της νύχτας τη φοβέρα.
Στην πόρτα μου άλλος δεν χτυπά κανείς απ' τον αγέρα.

Δεν έχω δόξα. Είν' ήσυχα τα έργα που έχω πράξει.
'Ακουσα τη γλυκιά βροχή. Τη δύση έχω κοιτάξει.
'Εδωκα στα παιδιά χαρές, σε σκύλους λίγο χάδι.
Ζευγάδες καλησπέρισα που γύριζαν το βράδυ.

Τώρα δεν έχω τίποτα να διώξω ή να κρατήσω.
Δεν περιμένω ανταμοιβή. Πολύ' ναι τέτοια ελπίδα.
Ευδόκησε ν' αφανιστώ χωρίς να ξαναζήσω...
Σ' ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που είδα.

(Τα θεία δώρα)

 


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Το 1952 εκδηλώθηκε επιδημία τύφου στο χωριό. Οι υγειονομικές αρχές τότε θεώρησαν σαν αιτία της μόλυνσης τις κορύτες στις βρύσες και στα πλαίσια των έργων εξυγίανσης αντικατέστησαν τις καλαίσθητες πέτρινες πελεκητές κορύτες με ακαλαίσθητους μεταλλικούς σωλήνες. Δεν τους πέρασε από το μυαλό ότι το νερό θα μπορούσε να είχε μολυνθεί από το πέρασμά του κάτω από αυλές και σπίτια, αφού οι βρύσες ήταν σε σημείο χαμηλότερο από τα σπίτια. Το υδραγωγείο που έφερε καθαρό νερό από την Κοκκινόβρυση έγινε αργότερα, το 1959.