.

Γράφει ο Αθ. Π. Στρίκος

                                                                                             Τα Δίστιχα

Στην κορυφή της ποίησης στέκονται τα Δημοτικά μας τραγούδια, κι αυτό δεν αμφισβητείται από κανέναν. Και στην κορυφή της Δημοτικής μας ποίησης τοποθετώ τα δίστιχα και τούτο διότι πολλά απ’ αυτά είναι ολόκληρες τραγωδίες. Ο ποιητής κατορθώνει μέσα σε δύο στίχους να δίδει πολλά και μεγάλα νοήματα. Επίσης είναι τα τελειότερα απ’ τα δημοτικά μας τραγούδια για την ομορφιά τους, την αμεσότητα, το ακαριαίον της πρόσληψης ως την ψυχή του αναγνώστη – ακροατή, τη γεωμετρία τους, το ρυθμό τους, τα νοήματα, τον πλούτο και την οικονομία τους. Την πυκνωμένη σχεδόν πυρηνική δύναμή τους, που κλείνεται σε ελάχιστες κοινές πάντοτε λέξεις. Κι αυτά όλα κι άλλα ακόμα θα τα δείτε στα δίστιχα που ενδεικτικά μόνο θα παραθέσω. Φανταστείτε τώρα πόσο μεγάλη ποιητική δύναμη έχει ο ανώνυμος ποιητής, ένας ή περισσότεροι μέχρι την τελική μορφή, για να φτάσει να κρατά μέσα σε δύο στίχους τέτοιο μεγαλείο. Να σμιλεύει τέτοια αγάλματα.

Και αντανακλά το επίπεδο ενός λαού αυτή η ποίηση. Μεγάλη γλώσσα η Ελληνική, λέξεις προσεγμένες, πλοκή λέξεων φοβερή ώστε δίδει ζωγραφιές. Αλήθεια πού πάει αυτός ο λαός; Δεν ʺπαίζεταιʺ η ποίησή του. Βραβεύουν, ακούμε, ʺμεγάλουςʺ ποιητές, με ανώτατες τιμές ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και άλλοι. Και σκέφτομαι: Δεν πάνε σε κανένα χωριό να βρουν καμμιά γερόντισσα που ξέρει να μαγειρεύει, να φουρνίζει, να στήνει αργαλειό και να υφαίνει, να πλέκει, να…, να…, και να κάνει μεγάλη ποίηση ο απλός αυτός άνθρωπος; ʺΠου τραγουδάει μαλακά, γλυκά, μόνη και βέβαιη ότι δεν την ακούει κανείς.ʺ Ιδιαίτερα στην Κρήτη που αντέχει ακόμα και μπράβο της.

Θα κλείσω αυτή τη μικρή αφόρμηση με μία ακόμη παρατήρηση που κάνει ο μεγάλος ποιητής Φ. Βαρέλης για τα δίστιχα. Που πρέπει οπωσδήποτε να έχετε υπόψην και να την προσέξετε. ʺ Ένας ωραίος στίχος σε δίστιχο δεκαπεντασύλλαβο είναι, λέει, ρυθμός χορού και το κλείσιμο σε ομοιοκαταληξία είναι δαχτυλίδι που ζητάει διαμαντόπετρα για να λάμψει η αξία του μαζί με την ομορφιά του. ʺ Ας αρχίσουμε λοιπόν για να αποδειχθούν και όσα είπαμε.

Ποιός κυνηγός σου χάλασε πουλί μου τη φωλιά σου

κι άφησε το παράπονο σημάδι στη λαλιά σου;

Τί να πει κανείς γι’ αυτήν την ευρηματικότητα, την παραστατικότητα, την φαντασία, τη λεπτότητα των αισθημάτων που γίνονται τεχνική τελειότητα λόγου.

Άλλο:

Σε τόπο πούχει αντίλαλο ούτε λεφτό δεν κάνω

γιατί μου τονε διαλαλεί το στεναγμό που βγάνω.

Ο πόνος, ευτυχώς είναι κάτι που κρατά τον άνθρωπο προσγειωμένο. Και επειδή ο πόνος δεν πρόκειται να λείψει ποτέ όση τεχνολογική εξέλιξη κι αν υπάρξει, ο άνθρωπος θα εξακολουθεί να δημιουργεί ποίηση, γιατί είναι μέσα στη φύση του.

Μου λέτ’ εσείς γιατί πονώ και γράφω και τραγούδια

Γιατί δεν λέτε και στη γης να μη βγάνει λουλούδια;

λέει ένα Δωδεκανησιακό τούτη τη φορά δίστιχο. Που σημαίνει ότι όπως τη γη δεν μπορείς να την διατάξεις κάθε Άνοιξη να μη λουλουδίζει, το άνεμο να μη φυσά, τον ήλιο να μη βγαίνει κάθε αυγή, έτσι και ο άνθρωπος. Είναι μέσα στη φύση του, στο αίμα του να πονά και να δημιουργεί ποίηση. Τα άλλα που λέγονται κατά καιρούς απαντώντας στο ερώτημα ʺγιατί γράφουμεʺ και απαντούν για να κερδίσουμε σε αναγνωρισιμότητα, να γίνουμε διάσημοι, να βγάλουμε χρήματα, γιατί θέλουμε να μεταδώσουμε, γιατί έχουμε να πούμε κάτι κλπ, δεν αντέχουν νομίζω σε έμφρονα κρίση προκειμένου περί αληθινής ποίησης.

Πληγή π’ ανοίγει ο χωρισμός δεν την εκλειούν’ οι χρόνοι

γιατί πατούν οι θύμισες απάνω και ματώνει.

Ή

Αν αποθάνω κι ακουστεί φτερούγισμα κοντά σου

θά ’ναι η ψυχή μου απού ποθεί να μπει στην αγκαλιά σου.

Χριστέ μου! Προσέχουμε στο πρώτο ʺγιατί πατούν οι θύμισες απάνω…ʺ. Προσωποποιούνται οι θύμισες κι αυτά που λέμε σχήματα λόγου αδυνατούν να αποδώσουν το μεγαλείο τους. Ακόμα προσέχουμε τις μικρές πρσθήκες, τις μικρές λεξούλες (απού ποθεί), που είναι το συγκλονιστικό στην ποίηση κι έχουν τη μεγαλοπρέπεια. Θυμηθείτε και πολλές τέτοιες λεξούλες που χρησιμοποιεί ο Όμηρος. Να:

ʺΟὐ μὲν γάρ τοι, πού ἐστιν ὀϊζυρώτερον άνδρός,

πάντων ὅσσα τε γαίαν ἐπὶ πνείει τε καὶ ἕρπειʺ

που σημαίνει: Βέβαια.

Απ όλα όσα αναπνέουν και σέρνονται πάνω στη γη

δεν υπάρχει πιο δυστυχισμένο απ’ τον άνθρωπο.

Και όλα τα μόρια ʺΟὐ μὲν γάρ πού ἐστινʺ μαζί, να σημαίνουν βέβαια, ή θαρρώ πως ή κάτι τέτοιο. Έτσι κι εδώ α-που ποθεί. Το α-που είναι πολλή δυνατή λέξη.

Ή

Όσο κι αν είναι δροσερό η το νερό στα όρη

εγώ θέλω τα χείλη σου να ξεδιψάσω κόρη.

Δείτε κι αυτό το ʺη το νερόʺ.

Δηλαδή αυτό το νερό, την αντωνυμία τί μεγαλοπρέπεια έχει.

Ή το ʺόντεʺ στο δίστιχο:

Όντε προβάλεις χαίρονται οι στράτες του χωριού σου

από τα νάζια τα πολλά που κάνεις του κορμιού σου.

Το μεγαλείο της τέχνης του ανθρώπου δεν μπορεί να το φτάσει ούτε ο Θεός ούτε η φύση που φτιάχνει τόσο όμορφα πράγματα. Δεν φτάνεται ο άνθρωπος ούτε στις καλές ούτε στις κακές στιγμές. ʺΌντε προβάλεις χαίρονται κλπʺ. εικόνες φοβερές. Βγαίνει η Λενιώ, η Μαρία, το Δεσποινιώ και θέλουν να την δουν όλοι. Ανώτερο είδος τέχνης το δίστιχο, ιδιαίτερα αν το ακούς με μουσική, με συνοδεία βιολιού τρελαίνεσαι. Δεν υπάρχει νομίζω ανώτερη μορφή τέχνης. Κυττάξτε: χαίρονται οι στράτες, τα άψυχα γεμίζουν χαρά και χαίρονται από τα πολλά νάζια του κορμιού. ʺΤο σείσμα και το λύγισμαʺ που λέει ο Κορνάρος. Και το ίδιο βλέπουμε και στο Δημοτικό:

’Κείνο δεν είναι σύννεφο, ’κείνο δεν είν’ αντάρα, συμπεθέρα και κουμπάρα

μον’ είναι η κόρη του παπά μικρή παπαδοπούλα μου.

Και αυτά τότε που οι γυναίκες δεν φορούσαν παπούτσια με τακούνια όπως σήμερα που κουνιούνται σαν … Και τα νάζια δεν είναι το κούνημα (κουνιέμαι). Το κούνημα βοηθούν τα τακούνια να το κάνεις. Τα νάζια όμως πρέπει να τα κάνεις εσύ και σήμερα δεν είναι νάζια τούτα των γυναικών αλλά κουνήματα.

                                                                                                         

                                                                                                        * * *

Πολλοί θε να θαμάξουνε όντε θα με κηδένε

γιατί δεν θά ’χουν ξαναδεί μάτια νεκρού να κλαίνε.

Το όντε αντί όταν ή το θε να αντί θα, το κηδένε αντί κηδεύουν, το θαμάξουνε τί όμορφα είναι. Κι αυτά πιστεύω έπρεπε να τά ’χουν οι Γραμματικές και να διδάσκονται. Εκεί που υπάρχει ο χρονικός σύνδεσμος όταν να έχει και το όντε. Κι εδώ βλέπουμε ότι η ποίηση δεν έχει πουθενά περιορισμούς. Δέχεται και το θαμάξουνε και το κηδένε και όλα.

Επί της ουσίας τώρα σκεφθείτε τα μάτια του νεκρού να κλαίνε. Κλαίνε όλοι οι άλλοι για το νεκρό και μόνο ο νεκρός δεν κλαίει. Τέτοια θέματα έπρεπε να αναλύονται αισθητικώς στα σχολεία και όχι αρρωστημένα πράματα. Κι εκεί θα ιδείς τον ευαίσθητο μαθητή, τον ευαίσθητο άνθρωπο, το μεγάλο μυαλό, τη μεγάλη φαντασία. Πιο μυαλό τρυπάει τον τοίχο και βγαίνει απέναντι.

Ή

Σε Άγιο Δισκοπότηρο το δάκρυ της θα κλείσω

την ώρα που θα ξεψυχώ μ’ αυτό να κοινωνήσω.

Δεν παίζεται η κατάσταση. Και ομορφιά και εικόνες και μέσα σε δυο στίχους ρίχνει κάτω τον ουρανό, το Θεό. Οι μεγαλύτερες ποιητικές ιδιοφυίες χλωμιάζουν μπροστά στο ποιητικό μεγαλείο του λαού. Ξαναδιαβάστε το, απολαύστε το. Ισοδύναμο και στην ίδια γραμμή το

Αθός νά ’μουν στον κήπο σου και να κοπώ από σένα

για να με βρει ο θάνατος σε χέρια αγαπημένα.

Και:

Στην αλυσίδα που φορείς και στο σταυρό που έχεις (έεις)

Κρέμομ’ εγώ κι όχι ο Χριστός, αυτό να το κατέεις.

Μας τρέλανε ο άνθρωπος. Μεγάλη λέξη το κατέχω. Και:

Ήθελα νάμουνα μουγγός και να σε συναντήσω

και νάναι η λέξη σ’ ΑΓΑΠΩ το θάμα να λαλήσω.

Καί:

Πήγα ν’ ανάψω δυο κεριά και βρήκα μόνο ένα

κι έσκυψα και προσκύνησα και τ’ άναψα για Σένα.

Κι ένα τελευταίο:

Ένα κορμί κι ένα κερί σ’ ένα διαφέρουν μόνο

το ένα λιώνει απ’ τη φωτιά και τ’ άλλο από τον πόνο.

Κρητικά δίστιχα όλα που λένε πολλά. Τα αλίευσε ο φίλος, έκανε ένα ανθολόγημα και μου το προσέφερε. Όσα πίστεψε ότι είναι αγνά, αυθόρμητα και μεγάλα. Τον ευχαριστώ. Και όλα τα γεννάει κι ανοίγει τις πόρτες του Παράδεισου του ανθρώπου η λύρα. Η μουσική, το τραγούδι κι ο χορός κάνουν και γεννάς.

Πολλά ’χει η λύρα μυστικά μά ’λα που δεν κρατιέται

τσι κοντηλιάς το χάιδεμα και τα ξομολογιέται.

 

Ατέλειωτα. Λες και οι άνθρωποι δεν κάνουν άλλη δουλειά, γεννήθηκαν γι’ αυτά. Και χαρά σε ’κείνον που τ’ ακούει και μεγαλύτερη σ’ αυτόν που νιώθει τη σημασία τους και τα παίρνει ως την ψυχή του. Τότε είναι που βλέπει ʺΘεού πρόσωποʺ σε καιρούς πονηρούς, σκοτεινούς, μολυσμένους, καιρούς προσωπείων. Πουθενά στον κόσμο η ψυχή του ανθρώπου δεν γεννά τέτοια πράγματα, έλεγε ένας Κρητικός. Οι μουσικές παντού είναι φτιαχτές, στην Κρήτη θεϊκές. Και δεν είναι τούτο καθόλου εγωιστικό.

Ωραία πράγματα, μου κάνουν παρέα, μου χαϊδεύουν την ψυχή. Τί άλλο καλύτερο να λέγαμε την βραδιά της Πρωτοχρονιάς; Βλέπετε έγινε της μόδας τα τελευταία χρόνια να μαζεύεται η νεολαία στα πεζοδρόμια τις μεγάλες γιορτινές ημέρες (και τον άλλο καιρό) και ακούγεται μουσική (;) ντούκου ντούκου, με στριμωγμένους στα πεζοδρόμια, σερνικούς και θηλυκούς. Κι οι θηλυκές όλες βαμμένες και μολονότι συνοδεύονται κυττάζουν από ’δω κι από ’κει. Βλέπουν παντού γύρω λάγνα και προκλητικά για να τις προσέξουν.

Υπάρχει ελπίδα σ’ αυτό το συρφετό όπου όλοι αλληλοκολακεύονται, αλληλοαυνανίζονται. Είναι αυτό ψυχαγωγία ή έστω διασκέδαση; Πώς ξεκινούσαν όλοι οι έρωτες παλιά και πώς κατέληγαν; Και σήμερα; Ψάχνω κι εγώ κάπου να βρω δύναμη. ʺΜονάχα μες το δάκρυ γυρεύω την ελπίδα, γιατί από γέλια και χαρές ποτέ μου δεν την είδα.ʺ

Θα κλείσω λέγοντας ότι αυτά τα δίστιχα παρηγορούνε, είναι για τους πονεμένους. Όσους δεν ξέρουν από πόνο δεν τους αγγίζουν. Πρέπει κανείς να καεί για να ξέρει τί είναι η φωτιά. Ομορφιά άνευ προηγουμένου τα δίστιχα. Οι άνθρωποι έδωσαν ζωή σε όλα. Στη φύση, στα δέντρα, τα πουλιά, τον ουρανό, τη νύχτα με τ’ αστέρια, τά ’καναν κομμάτι της ψυχής τους, γιατί ζούσανε μαζί μ’ αυτά στη φύση.

Σήμερα ο άνθρωπος δεν είναι πια κομμάτι της. Κλείστηκε στα τσιμέντα και είναι φυλακισμένος, εγκλωβισμένος. Και από το ένα διαμέρισμα πηγαίνει σ’ άλλο διαμέρισμα που είναι το γραφείο. Μετά στ’ αυτοκίνητο. Φεύγει αξημέρωτα για να προλάβει το λεωφορείο, το μετρό και πάει στο κομπιούτερ. Και το βράδυ γυρίζει και κλείνεται πάλι μέσα στο διαμέρισμα. Και καρτερεί το καλοκαίρι να πάρει άδεια.

Και τα παιδιά γεννιώνται στον 10ο όροφο του μαιευτηρίου, μεγαλώνουν στο διαμέρισμα και στον παιδικό σταθμό, βλέπουν τσιμέντο και άσφαλτο και γίνεται και η ψυχή τους τσιμεντένια. Γι’ αυτό στις μεγάλες πόλεις οι άνθρωποι γίνονται φονιάδες, ληστές, ανώμαλοι, γιατί εκεί δεν είναι κομμάτι της φύσης. Και εν τέλει γιατί να φτιάξει δίστιχα και τί τον ενδιαφέρουν;

Έχει σταματήσει η λογική κι αυτό το πράγμα το λέει ζωή. Και ισχυρίζεται πως είναι ωραία και πρέπει να τη βλέπουμε θετικά. Αλήθεια τί σημαίνει θετικά, όταν δεν υπάρχει στο μυαλό του εικόνα, όταν δεν έχει καμμιά σχέση με τα δέντρα, τα πουλιά; Όταν τρέφεται μόνο με πνεύμα τεχνοκρατικό, που φτιάχνει μονοδιάστατον άνθρωπο, και γυρεύει την Άνοιξη στην τηλεόραση, τα κομπιούτερ και τα κινητά; Και:

Το τσιμεντένιο δάσος βλάστησε

ψυχρές μεταλλικές κεραίες.

Και τα παιδιά ψάχνουν την άνοιξη

στους φωτεινούς σηματοδότες

λέει η ποιήτρια.

Γενικά δεν υπάρχουν πια ευαισθησίες. Έχει παγώσει η ψυχή του ανθρώπου και με το δίκιο του. Το παιδί που γεννιέται στο τσιμέντο δεν γίνεται να είναι το ίδιο μ’ αυτό που γεννιέται στη φύση. Το λιοντάρι του ζωολογικού κήπου δεν είναι το ίδιο με κείνο που γεννήθηκε και μεγαλώνει στο φυσικό του περιβάλλον.

Χίλιες χιλιάδες κυνηγοί το νου μου αν κυνηγούνε

εγώ τον έχω πάνω σου και δεν θα τον ευρούνε.

Ατέλειωτα πράγματα, ωραία. Μακάρι τα νέα παιδιά να μπολιαστούν μ’ αυτήν την ομορφιά. Να χορεύουν, να μαθαίνουν μουσικά όργανα. Τί δεν θά ’δινα να μπορούσα να παίζω ένα όργανο, να χορεύω ωραία και να τραγουδώ κι όπου πάω ν’ αφήνω απλόχερα χαρά. Αυτό θά ’θελα. Τα υπόλοιπα μ’ αφήνουν αδιάφορον. Νά ’χα μόνο να βάλω το κεφάλι μου και μόνο το ψωμάκι μου. Και μην με παρεξηγείτε. Αυτά μου έμειναν, αυτά σας λέω.

(XIM)


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Το Δημοτικό Σχολείο άρχισε να χτίζεται τον Αύγουστο του 1936. Επειδή τότε δεν πήγαινε αυτοκίνητο στου Σέρβου, τα τσιμέντα τα κουβάλησαν με μουλάρια από τα Λαγκάδια. Τις σιδερόβεργες όμως για την πλάκα, λόγω του μήκους τους και της φύσης του μονοπατιού δεν μπορούσαν να τις φορτώσουν στα ζώα και γι' αυτό τις κουβάλησαν οι Σερβαίοι στον ώμο από τα Λαγκάδια. Οι εργασίες σταμάτησαν λόγω του πολέμου και συνεχίστηκαν μετά το 1949. Οι αίθουσες του σχολείου άνοιξαν για τους μαθητές το 1954.