Στo πέρασμα του χρόνου, διάφορα συνταρακτικά γεγονότα πού ξεπερνούσαν το μέτρο της καθημερινότητας και που δεν μπορούσαν εύκολα να μπουν στο αυλάκι του απλοϊκού τρόπου ζωής, έκαναν βαθιά αίσθηση στη συνείδηση του λαού και χαράχτηκαν έντονα στη μνήμη του.

Από αυτά τα γεγονότα, κομμάτια αλήθειας, όπως τα είδε και τα άκουσε ο λαός, ζυμώθηκαν βαθιά μέσ' την ψυχή του με τους φόβους και τις προλήψεις πού έκρυβε εκεί, τράφηκαν με τη φαντασία και το όνειρο και υφάνθηκαν με την ποίηση. Έτσι δημιουργήθηκαν οι θρύλοι, γοητευτικές ιστορίες, που πολλές φορές είναι αντίθετοι και από αυτήν την λογική. Σαν παραμύθι και ιστορία μαζί, μεταδόθηκαν οι θρύλοι από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά και έφθασαν έτσι μέχρι τις μέρες μας. Ένα τέτοιο θρύλο θα σας διηγηθούμε εδώ, που αναφέρεται στον δικό μας τόπο, όπως τον ακούσαμε από τους γεροντότερους του χωριού.

Τα παλιά χρόνια, τότε που Τούρκοι πάταγαν τα χώματα μας, ζούσε εδώ που τώρα είναι χτισμένο το γραφικό Αράπηδες, ένας Αράπης. Κατάμαυρος, ψηλός, θεόρατος και θηρίο στη δύναμη, πέταγε την πέτρα και την έφθανε την πέρα μεριά στα ψαρέϊκα αμπέλια. Γι’ αυτό ο κόσμος μια τοποθεσία εκεί τη λέει «Βαριαράπη».

Φερμένος από μακριά ο Αράπης, από την Αραπιά – απ’ όπου και το όνομα του – ριγμένος σε τούτη την ερημιά (το χωριό μας χτίστηκε αργότερα) ποιος ξέρει από ποιον ανεμοστρόβιλο, ρίζωσε πάνω στο βράχο και πρόκοψε. Έχτισε το σπίτι του σύρριζα στο βράχο, πιο κει από τη βρύση και παντρεύτηκε μια χριστιανή. Φιλιώ την έλεγαν. Απόχτησε δυο κόρες. Απόχτησε και πολύ βιός: χιλιάδες γιδοπρόβατα, εκατοντάδες βόδια και αμέτρητα φλουριά. Μόνο γιο δεν απόχτησε ο Αράπης. Και από τον καημό του τούτο, έφτιαξε ένα χρυσό άγαλμα, μεγάλο σαν ένα παιδί.

Λένε ότι ακόμα βρίσκεται τούτο τα άγαλμα βαθιά κρυμμένο μέσα στη χαραμάδα του βρά­χου. Κανείς όμως χριστιανός δεν πρόκειται να το βρει ποτέ, παρά μόνο κάποιος απόγονος του Αράπη.

Στην περιοχή μας εκείνη την εποχή υπήρχε μόνο ένα Τουρκοχώρι (δεν αρέσαν στους Τούρ­κους τα βουνά), χτισμένο στο απέναντι καταράχι, εκεί που είναι τώρα τα ψαρέϊκα χωράφια. Σωροί από πέ­τρες έχουν απομείνει σήμερα από κείνο το χωριό και ένα μικρό κομμάτι καλοχτισμένου τοίχου μαρτυράει τη θέση του τζαμιού. Στο χωριό εκείνο κα­τοικούσε ο Αγάς. Με τον Αγά λοιπόν ο Αρά­πης ήταν φίλος. Ίσως και επει­δή ο Αγάς τον φοβόταν και τον υπολόγιζε τον Αράπη. Γι' αυτό τον είχε απαλλάξει και απότους φόρους. Και να πώς. Κάποτε, ειδοποιημένος ο Αράπης ότι επρόκειτο να τον επισκεφθούν οι αποσταλμένοι του Αγά για τους φόρους, πήγε και τους περίμενε κάπου στα μι­σά του δρόμου, τούτη τη μεριά της Γκούρας, στη θέση Κοκκορίκια. Εκεί έστησε μια σούβλα και έψενε ένα βόδι. Μέ­σα στην κοιλιά του βοδιού είχε βάλει ένα κριάρι, μέσα στο κριάρι ένα λαγό και μέσα στο λαγό μια πέρδικα. Όλα τούτα τα γυρόφερνε με εξαιρετική ευκολία, έ­χοντας το νου του κατά το δρόμο. Μόλις κατάφθασαν οι άνθρωποι του Αγά, τους καλοδέχθηκε, ρώτησε για την υγεία του «πολυχρονεμένου», κατά πώς ταίριαζε και σε λίγο προφασίστηκε ότι ήθελε να πάει «προς νερού» του. Παρακάλεσε τους ξένους να γυρίσουν λίγο τη σούβλα «και προσοχή να μη καεί το ψητό». Μάταια όμως αυτοί προσπαθούσαν. Τόσο βαριά ήταν ή σούβλα! Σε λίγο, μόλις μύρισε καμένο το ψητό, γύρισε ο Αράπης, δήθεν τρέχοντας και «Έ ορέ εσείς, τόσοι άνθρωποι! Το αφήσατε και κάηκε!» Άρπαξε τη σούβλα με το μικρό το δάχτυλο και άρχισε να την γυρίζει γρήγορα – γρήγορα.. Έκπληκτοι οι άνθρωποι του Αγά, ούτε λέξη δεν τόλμησαν να ξεστομίσουν για φόρους. Προσκάλεσαν μόνο τον Αράπη να επισκεφθεί τον Αγά, όποτε του ήταν βολετό. Ο Αγάς – του είπαν - είναι φίλος του και θα χαρεί πολύ. Και ο Αράπης δεν παρέλειψε να στείλει στον Αγά ένα γενναίο κοψίδι από το ψητό, σαν πεσκέσι. Από τότε ο Αγάς δεν ξανάστειλε στον Αράπη για φόρους. Ο Αράπης, σα μουσουλμάνος, κάθε Παρασκευή δεν έκανε καμιά δουλειά, δεν πήγαινε ούτε στα πράματα του, που τα απόλαγε μόνα τους στην πλαγιά. Αυτό όμως δεν άργησαν να το εκμεταλλευτούν οι Καραμιχαίοι – χριστιανοί αυτοί – που είχαν τα σπίτια τους από πάνω, στη Ντράσα. Πήγαιναν λοιπόν κάθε Παρασκευή και με την ησυχία τους έκλεβαν τα καλύτερα σφαχτά του Αράπη. Είδε και απόειδε και αυτός και μια Παρασκευή αποφάσισε να παρακούσει τον Προφήτη, που στο κάτω-κάτω καθόλου δεν φρόντιζε τα πράματα του. Πήγε στην πέρα μεριά, αγνάντιο στα πράματα και παραφύλαγε. Κάποια ώρα είδε τους Καραμιχαίους να μπαίνουν στο κοπάδι και σαν νοικοκυραίοι, να ξεκόβουν μερικά σφαχτά και να φεύγουν. Εξοργισμένος τους φώναξε.

«Άει ορέ Καραμιχαίοι και θα σας κανονίσω εγώ. Τρεις ημέρες ζωής ακόμη θα μετρήσετε». Οι Καραμιχαίοι φοβήθηκαν και για να μη τους σκοτώσει ο Αράπης, αποφάσισαν να τον σκοτώσουν αυτοί πρώτοι. Του έστησαν καρτέρι στην Κοντηλάκα, σε σημείο που ήξεραν ότι θα περνούσε φυλάγοντας τα πράματα του και όταν αυτός ανυποψίαστος πλησίασε, τον τουφέκισαν και τον σκότωσαν.

Μετά τον πήραν και πήγαν και τον έριξαν σε μια τρύπα που υπάρχει εκεί κοντά. Από τότε ο κόσμος την τρύπα αυτή τη λέει «Τρύπα του Αράπη». Στη φωτογραφία από το δορυφόρο έχει σημειωθεί η θέση της Τρύπας του Αράπη, σε σχέση με τους Αράπηδες και τα γύρω χωριά.

Οι Καραμιχαίοι μετά το φονικό έφυγαν από το κονάκι τους για να μη τους πιάσουν και εγκαταστάθηκαν κάπου στην Πηνεία. Έτσι τέλειωσε άδοξα και άδικα η ζωή του Αράπη. Η γυναίκα του είχε πεθάνει πριν, κάποια Κυριακή που γυρνούσε από την εκκλησία στου Σέρβου – πήγαινε κάθε Κυριακή στην εκκλησία σαν καλή χριστιανή, ο Αράπης της το επέτρεπε – και πήγε ο Αράπης και την έθαψε στο Κυνηγού. Από τότε το μέρος αυτό το λένε Βαρυφίλου, από το όνομα της άτυχης γυναίκας. Τα κορίτσια τα πήρε ο Αγάς και τα προστάτεψε, μέχρι που τα πάντρεψε. Ο θησαυρός του Αράπη στοίχειωσε και τα λεφτά του βγαίνουν τις νύχτες και βόσκουν.

Υπήρχαν μέχρι πρόσφατα γυναίκες στο χωριό που έπαιρναν όρκο ότι είχαν ακούσει κάποια νύχτα, πριν πολλά χρόνια, μια παράξενη αχοβολή μέσα στο πηχτό φεγγαρόφωτο, εκεί κατά το Τζάρκο, σαν από χιλιάδες, κάθε λογής κουδούνια, τροκάνια και τσοκάνια, ανάμικτους με μυριάδες άλλους παράξενους ήχους, σαν απόκοσμη μουσική. Ήταν, λένε, τα λεφτά του Αράπη που είχαν βγει για βοσκή.

Ηλίας Χειμώνας Ιατρός Καρδιολόγος



Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Το 1952 εκδηλώθηκε επιδημία τύφου στο χωριό. Οι υγειονομικές αρχές τότε θεώρησαν σαν αιτία της μόλυνσης τις κορύτες στις βρύσες και στα πλαίσια των έργων εξυγίανσης αντικατέστησαν τις καλαίσθητες πέτρινες πελεκητές κορύτες με ακαλαίσθητους μεταλλικούς σωλήνες. Δεν τους πέρασε από το μυαλό ότι το νερό θα μπορούσε να είχε μολυνθεί από το πέρασμά του κάτω από αυλές και σπίτια, αφού οι βρύσες ήταν σε σημείο χαμηλότερο από τα σπίτια. Το υδραγωγείο που έφερε καθαρό νερό από την Κοκκινόβρυση έγινε αργότερα, το 1959.