.................................................................................................................

141. ΠΑΕΙ Η ΣΤΑΜΝΑ

(Συρτός)

 

Μη με δέρνεις, καλέ! μάνα,

Που ’σπασα καινούρια στάμνα.

Η βαρέλα ήταν βαριά,

Μου τη ’ρίξαν τα παιδιά.

 

Με πειράξανε στο δρόμο,

Πάει η στάμνα απ’ τον ώμο.

Πες μου, τώρα, τι να κάνω,

Και στη βρύση πώς να πάω.

 

Δίχως στάμνα και βαρέλα,

Μάνα μου, θα μου ’ρθει τρέλα.

Η βαρέλα ήταν βαριά,

Μου τη ’ρίξαν τα παιδιά.

 

Κι όλοι με ρωτάνε, μάνα,

Τι την έκανα τη στάμνα.

Η βαρέλα ήταν βαριά,

Μου τη ’ρίξαν τα παιδιά.

 

 

142. ΕΝΑΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ ΔΙΑΒΑΙΝΕ

(Τσάμικος)

 

Ώρε! ένας λεβέντης,

Ένας λεβέντης διάβαινε.

Ένας λεβέντης διάβαινε,

Στη μέση στο παζάρι.

 

Ώρε! κι η Ελενίτσα,

Αγνάντευε,

Κι η Ελενίτσα αγνάντευε,

Από το μπαλκονάκι.

 

 

143. ΜΠΕΙΤΕ, ΚΟΡΙΤΣΙΑ, ΣΤΟ ΧΟΡΟ

(Συρτός)

 

Μπείτε, κορίτσια, μπείτε,

Κορίτσια στο χορό.

Μπείτε, κορίτσια, στο χορό,

Να μάθατε τραγούδια.

 

Να δείτε κε..., να δείτε,

Να δείτε κεντηστές ποδιές.

Να δείτε κεντηστές ποδιές,

Πράσινες και γαλάζιες.

 

Να δείτε και…, να δείτε,

Και μια παπαδιά.

Να δείτε και μια παπαδιά,

Πώς πάει με τους λεβέντες.

 

Πάει κι ο παπάς, πάει κι ο…,

Παπάς από κοντά.

Πάει κι ο παπάς από κοντά,

Την παπαδιά ρωτώντας.

 

Κοντοκαρτέ..., κοντοκαρτέρει,

Κοντοκαρτέρει, παπαδιά.

Κοντοκαρτέρει, παπαδιά,

Κάτι να σε ρωτήσω.

 

Μήπως μου πη…, μήπως,

Μου πήρες τα ιερά.

Μήπως μου πήρες τα ιερά,

Θέλω να λειτουργήσω.

 

Σύρε, παπά…, σύρε, παπά,

Στο σπίτι σου.

Σύρε, παπά, στο σπίτι σου,

Σύρε, και στα παιδιά σου.

 

Εγώ πάω, εγώ πάω,

Να παντρευτώ.

Εγώ πάω να παντρευτώ,

Να πάρω έναν τσοπάνο.

 

Να του πηγαί..., να του…,

Πηγαίνω το ψωμί.

Να του πηγαίνω το ψωμί,

Να τον βοηθώ ν’ αρμέγει.

 

Να λογαριά..., να λογαριάζω,

Το τυρί.

Να λογαριάζω το τυρί,

Και να πουλώ το γάλα.

 

 

144. ΜΙΑ ΚΟΚΚΙΝΟΦΟΡΕΜΕΝΗ

(Ιδιόμορφο τραγούδι,

συρτός και τσάμικος,

χορευότανε μισό-μισό.)

 

Μια κοκκι..., μωρέ! μια κοκκι...,

Μια κοκκινοφορεμένη. (Συρτός 1)

Μια κοκκινοφορεμένη,

Μου ’χει την καρδιά καημένη. (Τσάμικος 2)

(Έτσι συνεχίζει μέχρι το τέλος)

 

Δεν μπορώ, μωρέ! δεν μπορώ,

Δεν μπορώ να τη γελάσω. (1)

Δεν μπορώ να τη γελάσω,

Το χεράκι της να πιάσω. (2)

 

Και μ’ ορμή…, μωρέ! και μ’ ορμή...,

Και μ’ ορμήνεψε μια θεια της. (1)

Και μ’ ορμήνεψε μια θεια της,

Μια πρωτοξαδέλφισσά της. (2)

 

Στο χορό, μωρέ! στο χορό,

Στο χορό που θα χορεύει. (1)

Στο χορό που θα χορεύει,

Σείρε, πιάσ’ την απ’ το χέρι. (2)

 

Κι αν ειδείς, μωρέ! κι αν ειδείς,

Κι αν ειδείς και πάρει πέτρα. (1)

Κι αν ειδείς και πάρει πέτρα,

Πάρ’ τα ρούχα σου και φεύγα. (2)

 

Κι αν ειδείς, μωρέ! κι αν ειδείς,

Κι αν ειδείς και κοκκινίσει. (1)

Κι αν ειδείς και κοκκινίσει,

Άλλον έχει αγαπήσει. (2)

 

 

145. ΜΠΗΚΑΝ ΟΙ ΑΣΠΡΕΣ ΣΤΟ ΧΟΡΟ

(Συρτός)

 

Μπήκαν οι α…, κι αμάν! αμάν! αμάν!

Μπήκαν οι άσπρες στο χορό.

Ώρε! μπήκαν οι άσπρες στο χορό,

Σαν τις βαρκούλες στο γιαλό.

 

Σαν μπήκε μια, κι αμάν! αμάν! αμάν!

Σαν μπήκε μια και βγήκαν δυο.

Ώρε! σαν μπήκε μια και βγήκαν δυο!

Μπήκε και εκείνη που αγαπώ.

 

Σ’ άλλο χερά..., κι αμάν! αμάν! αμάν!

Σ’ άλλο χεράκι πιάστηκε.

Ώρε! σ΄ άλλο χεράκι πιάστηκε,

Κι εμένα με παράτησε.

 

Της κάνω νο…, κι αμάν! αμάν! αμάν!

Της κάνω νόημα κι εγώ.

Ώρε! της κάνω νόημα κι εγώ,

Φύγε από ’κει κι έλα εδώ.

 

Να μην σε χε..., κι αμάν! αμάν! αμάν!

Να μην σε χεροπιάσουνε.

Ώρε! να μην σε χεροπιάσουνε.

Και σε σφιχταγκαλιάσουνε.

 

Και σφίξουν τα…, κι αμάν! αμάν! αμάν!

Και σφίξουν τα χεράκια σου.

Ώρε! και σφίξουν τα χεράκια σου

Και βγουν τα βραχιολάκια σου.

 

Και σφίξουν τα…, κι αμάν! αμάν! αμάν!

Και σφίξουν τα δαχτύλια σου.

Ώρε! και σφίξουν τα δαχτύλια σου,

Και βγουν τα δαχτυλίδια σου.

 

 

146. ΣΑΝ ΘΑ ΠΕΘΑΝΩ, ΘΑΨΤΕ ΜΕ

(Τραπεζιού)

 

Ώρε! σαν θα πεθάνω, θάψτε με,

Στης εκκλησιάς την πόρτα,

Να με πατούν, καλέ, οι όμορφες.

 

Ώρε! να με πατούν οι όμορφες,

Ξανθιές και μαυρομάτες,

Να με πατεί, καλέ, και μια ξανθιά.

 

Ώρε! να με πατεί και μια ξανθιά,

Μιας χήρας θυγατέρα.

 

ΡΕΦΡΕΝ

Αν είσαι κι αν δεν είσαι του Δήμαρχου παιδί,

Εγώ θα σε φιλήσω κι ας πάω φυλακή!

 

 

147. ΠΟΥΛΙΑ ΜΟΥ ΔΙΑΒΑΤΑΡΙΚΑ

(Τσάμικος

 

Ώρε! πουλιά μου, δια…,

Πουλιά μου, διαβατάρικα.

Πουλιά μου, διαβατάρικα,

Εκεί ψηλά πετάτε.

 

Ώρε! στ’ ανάλαφρα,

Στ’ ανάλαφρά σας τα φτερά.

Στ’ ανάλαφρά σας τα φτερά,

Για πάρτε με και ’μένα.

 

Ώρε! για να ’βρω την…,

Για να ’βρω την αγάπη μου.

Για να ’βρω την αγάπη μου,

Που ’ναι μακριά στα ξένα.

 

 

148. ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ

(Συρτός)

 

Σαράντα παλικάρια,

Από τη Λει…, από τη Λειβαδιά.

Πάνε για να πατήσουνε,

Την Τριπο…, βρε! την Τριπολιτσά.

 

Στο δρόμο που πηγαίνανε,

Και στη δη…, και στη δημοσιά.

Συνάντησαν ένα γέρο,

Βρε! γέρο, τσέλιγκα.

 

Γεια σου, χαρά σου, γέρο,

Καλώς τα, τα…, καλώς τα, τα παιδιά.

Πού πάτε, παλικάρια,

Πού πάτε, ρε! πού πάτε, ρε! παιδιά.

 

Πάμε για να πατήσουμε,

Την Τριπο…, βρε! την Τριπολιτσά.

Έλα μαζί μας, γέρο,

Βρε! γέρο, τσέλιγκα.

 

Δεν ημπορώ, παιδιά μου,

Γιατί εγέ..., γιατί εγέρασα.

Μα, πάρτε τον υιό μου,

Τον μικρό, βρε! τον μικρότερο.

 

 

149. ΣΗΚΩ, ΔΙΑΜΑΝΤΩ

(Τσάμικος)

 

Σήκω, Διαμάντω, να πας στο μύλο,

Δεν μπορώ, μάνα, δεν μπορώ.

Δεν μπορώ, μάνα, δεν μπορώ,

Να πάω στο μύλο και να ’ρθω.

 

Σήκω, Διαμάντω, να πας για ξύλα,

Δεν μπορώ, μάνα, δεν μπορώ.

Δεν μπορώ, μάνα, δεν μπορώ,

Στείλε να φέρεις το γιατρό.

 

Σήκω, Διαμάντω, να σε παντρέψω,

Όπα τα! μάνα, όπα τα!

Όπα τα! μάνα, όπα τα!

Όσα κι αν έχεις, δώσ’ μου τα.

 

 

150. ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΣΤΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ

(Τραπεζιού)

 

Στη μέση στα Καλάβρυτα,

Στον πλάτανο από κάτω,

Καθόντουσαν... τρεις γέ...,

Ώρε! τρεις γέροντες.

 

Καθόντουσαν τρεις γέροντες,

Κι οι τρεις καπεταναίοι,

Ζαΐμης και... ο Πε...,

Ώρε! ο Πετμεζάς.

 

Ζαΐμης και ο Πετμεζάς,

Και ο Κολοκοτρώνης,

Συμβούλιο εκά…,

Ώρε! εκάνανε.

 

Συμβούλιο εκάνανε,

Την Πάτρα να χαλάσουν,

Ζαΐμης δεν...,

Ώρε! δεν υπόγραφε.

 

Ζαΐμης δεν υπόγραφε,

Την Πάτρα να χαλάσουν,

Βάλε, Ζαΐμη, υπο...,

Ώρε! υπογραφή.

 

ΡΕΦΡΕΝ

Αέρας τα φυσάει τα πλατανόφυλλα,

Θεός να τα φυλάει τα Ελληνόπουλα.

 

 

151. ΠΟΛΛΑ ΝΤΟΥΦΕΚΙΑ ΠΕΦΤΟΥΝΕ

(Συρτός

 

Πολλά ντουφέκια, πέφτουνε,

Βρε! Γιάννη.

Βρε! Γιάννη και Γιαννάκη,

Και σιγαλά βροντάνε.

 

Μήπως σε γάμο πέφτουνε,

Βρε! Γιάννη.

Βρε!, Γιάννη και Γιαννάκη,

Μήπως σε πανηγύρια.

 

Ούτε σε γάμους πέφτουνε,

Βρε! Γιάννη.

Βρε! Γιάννη και Γιαννάκη.

Ούτε σε πανηγύρια.

 

Τα ρίχνουν τα κλεφτόπουλα.

Βρε! Γιάννη.

Βρε! Γιάννη και Γιαννάκη,

Να μαζευτεί τ’ ασκέρι.

 

Μετριούνται οι Τούρκοι τρεις φορές,

Βρε! Γιάννη.

Βρε! Γιάννη και Γιαννάκη,

Και λείπουν τρεις χιλιάδες.

 

Μετριούνται τα Ελληνόπουλα,

Βρε! Γιάννη.

Βρε! Γιάννη και Γιαννάκη,

Και λείπουν τρεις λεβέντες.

 

Ο ένας πήγε στη μάνα του,

Βρε! Γιάννη.

Βρε! Γιάννη και Γιαννάκη,

Κι άλλος στην αδερφή του.

 

Κι ο τρίτος ο μικρότερος,

Βρε! Γιάννη.

Βρε! Γιάννη και Γιαννάκη,

Στην αγαπητικιά του.

 

.

152. ΠΕΡΑ, ΣΤΟΥΣ ΠΕΡΑ ΚΑΜΠΟΥΣ

(Συρτός, στα τρία)

 

Πέρα, στους πέρα κάμπους,

Πέρα, στους πέρα κάμπους,

Πέρα, στους πέρα κάμπους,

Που είναι οι ελιές.

 

Είναι ένα μοναστήρι,

Είναι ένα μοναστήρι,

Είναι ένα μοναστήρι,

Που πάνε οι κοπελιές.

 

Πάω κι εγώ ο καημένος,

Πάω κι εγώ ο καημένος,

Πάω κι εγώ ο καημένος,

Για να λειτουργηθώ.

 

Να κάνω το σταυρό μου,

Να κάνω το σταυρό μου.

Να κάνω το σταυρό μου,

Σαν κάθε Χριστιανός.

 

Βλέπω μια Παναγιά άλλη,

Βλέπω μια Παναγιά άλλη.

Βλέπω μια Παναγιά άλλη,

Μια άλλη κοπελιά.

 

Να κάνει το σταυρό της,

Να κάνει το σταυρό της.

Να κάνει τα σταυρό της,

Μπροστά στην Παναγιά.

 

 

153. ΣΗΚΩ ΕΠΑΝΩ, ΓΙΑΝΝΟ ΜΟΥ

(Τραπεζιού)

 

Ώρε! σηκώσου επάνω, Γιάννο μου,

Και μη βαριοκοιμάσαι.

Βρέχει ο ουρανός, βρέχει ο ουρανός,

Γιάννο μ’, και βρέχεσαι.

 

Ώρε! βρέχει ο ουρανός και βρέχεσαι,

Χιονίζει και θα κρυώσεις.

Θα σου βραχούν, θα σου βραχούν,

Γιάννο μου, τ’ άρματα.

 

Ώρε! θα σου βραχούνε τ’ άρματα,

Και τα χρυσά τσαπράζια,

Και τ’ ασημένιο, και τ’ ασημένιο,

Γιάννο μου, το σπαθί.

 

ΡΕΦΡΕΝ

Η ήρα στο σιτάρι κι η πέτρα στη φακή,

Κορίτσι φιλημένο δεν κάνει προκοπή!

 

 

154. ΜΗ ΜΕ ΣΤΕΛΝΕΙΣ, ΜΑΝΑ, ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ

(Συρτός)

 

Μη με στέλνεις, μάνα,

Στην Αμερική,

Γιατί θα ματαζώσω,

Και θα πεθάνω εκεί.

 

Δολάρια δεν θέλω,

Πώς να σου ειπώ,

Κάλιο ψωμί, κρεμμύδι,

Κι αυτόν που αγαπώ.

 

 

155. Ο ΚΙΤΣΟΣ

(Τσάμικος και συρτός,

όπως έχω γράψει και προηγούμενα).

(Οι δύο πρώτες σειρές κάθε στοίχου χορεύονται συρτός

και οι επόμενες τσάμικος).

(Το τραγουδούσαν συνήθως σε τραπέζια).

 

Καλά ήσουν, Κι…, γεια σου, Κίτσο μου,

Καλά ήσουν, Κίτσο, στο Ροϊνό. (1. Συρτός)

Καλά ήσουν, Κί…τσο, στο Ροϊνό,

Και στις, μωρέ! και στις ψιλές ραχούλες. (2. Τσάμικος)

 

Στου Κάψια τι..., γεια σου, Κίτσο μου,

Στου Κάψια, τι κατέβαινες, (1)

Στου Κάψια, τι... κατέβαινες,

Στην Τρι..., μωρέ! στην Τρίπολη, τι θέλεις. (2)

 

Ο Δήμος μου, γεια σου, Κίτσο μου,

Ο Δήμος μου παρήγγειλε. (1)

Ο Δήμος μου... παρήγγειλε,

Θέλει, μωρέ! θέλει να μ’ ανταμώσει. (2)

.

Να του βαφτί..., γεια σου, Κίτσο μου,

Να του βαφτίσω το παιδί. (1)

Να του βαφτί...σω το παιδί,

Να γι..., μωρέ! να γίνουμε κουμπάροι. (2)

.

Αυτός ευρέε..., γεια σου, Κίτσο μου,

Αυτός ευρέθηκε άπιστος. (1)

Αυτός ευρέ...θηκε άπιστος,

Ευρε..., μωρέ! ευρέθηκε Μπιρμπάτης. (2)

.

Τον Κίτσο τον, γεια σου, Κίτσο μου,

Τον Κίτσο τον επιάσανε. (1)

Τον Κίτσο τον… επιάσανε,

Στη φυ..., μωρέ! στη φυλακή τον πάνε. (2)

 

 

156. ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΠΕΡΠΑΤΗΣΑ

(Τσάμικος)

 

Ώρε! πολλές φορές περπάτησα,

Άιντε! καημένη λεβεντιά.

Νιάτα, δροσιές γεμάτα,

Μ’ ένα κορίτσι αντάμα.

 

Ώρε! να τη φιλήσω ντρέπομαι,

Άιντε! καημένη λεβεντιά.

Νιάτα, δροσιές γεμάτα,

Να της το ’πω φοβάμαι.

 

Ώρε! να την αφήσω αφίλητη,

Άιντε! καημένη λεβεντιά.

Νιάτα, δροσιές γεμάτα,

Αύριο, γελάει με μένα.

 

Ώρε! φιλώ την κόρη δυο φορές,

Άιντε! καημένη λεβεντιά.

Νιάτα, δροσιές γεμάτα,

Στα χείλη και το στόμα.

 

Ώρε! πιάνω και δένω τ’ άλογο,

Άιντε! καημένη λεβεντιά.

Νιάτα, δροσιές γεμάτα,

Σε λεμονιάς κλωνάρι.

 

Ώρε! στο τρίτο φίλημα,

Άιντε! καημένη λεβεντιά.

Νιάτα, δροσιές γεμάτα,

Ελύθει το άλογό μου.

 

 

157. ΓΑΛΑΖΙΑ ΠΟΥ ΕΙΝ’ Η ΘΑΛΑΣΣΑ

(Συρτός)

 

Γαλάζια, καλέ! γαλάζια,

Που είναι η θάλασσα.

Και μελαχρινό είν’ το κύμα,

Σ’ αγαπώ, δεν είναι κρίμα.

 

Θυμάσαι, καλέ! θυμάσαι,

Που πηγαίναμε,

Με το τρένο στην Αθήνα,

Σ’ αγαπώ, δεν είναι κρίμα.

 

Θυμάσαι, καλέ! θυμάσαι,

Που σε φίλησα.

Μες στ’ αμπέλι, στη σταφίδα,

Σ’ αγαπώ, δεν είναι κρίμα.

.

Και βα…, καλέ! και βάλαμε,

Και μάρτυρες.

Δυο βεργούλες από το κλήμα,

Σ’ αγαπώ, δεν είναι κρίμα.

.

.

158. ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΗ ΓΑΛΑΝΗ

(Συρτός)

 

Τη θάλασσα τη γαλανή,

Θα την χαλικοστρώσω.

Θα τήνε στρώσω μάρμαρα,

Να ’ρθω, να σ’ ανταμώσω.

 

Αν ήταν πορισσάμενο,

Αν ήταν, να μπορούσα.

Να ήταν η θάλασσα στεριά,

Να την επερπατούσα.

 

Να ήταν η θάλασσα κρασί,

Και τα βουνά μεζέδες.

Κι οι βάρκες κρασοπότηρα,

Να πίνουν οι λεβέντες.

 

 

159. ΒΛΑΧΟΘΑΝΑΣΩ

(Τσάμικος)

 

Μες στον Α..., Βλαχοθανάσω,

Μες στον Αϊ-Λια, στη ράχη.

Μες στον Αϊ-Λια, στη ράχη,

Κάθεται ο Μαντάς και γράφει.

 

Με φανά…, Βλαχοθανάσω,

Με φανάρια και λυχνάρια.

Με φανάρια και λυχνάρια,

Με σαράντα παλικάρια.

.                                               

Πάει η Θανά…, Βλαχοθανάσω,

Πάει η Θανάσω να περάσει.

Πάει η Θανάσω να περάσει,

Βρίσκει το Μαντά και γράφει.

 

Πέρασε, Βλαχοθανάσω,

Πέρασε και μη φοβάσαι.

Πέρασε και μη φοβάσαι,

Και δικό μου ταίρι θα ’σαι.

 

 

160. ΘΑΛΑΣΣΑ, ΠΙΚΡΟΘΑΛΑΣΣΑ

(Συρτός)

 

Θάλασσα πι..., 

Θάλασσα πικροθάλασσα.

Θάλασσα πικροθάλασσα,

Και πικροκυματούσα...

 

Όλοι σε λεν...

σε λένε θάλασσα.

Όλοι σε λένε θάλασσα,

κι εγώ σε λέω Ανθούσα.

 

 

161. ΤΙ ΕΧΕΙΣ, ΡΗΝΑ, ΚΙ ΑΡΡΩΣΤΑΙΝΕΙΣ

(Συρτός)

 

Ώρε! τι έχεις, Ρήνα, κι αρρωσταίνεις,

Τι έχεις, Ρήνα, κι αρρωσταίνεις.

Κι όλο δένεις το λαιμό,

Δεν βγαίνεις να σε ειδώ.

 

Ώρε! ποιος γιατρός θα σε γιατρέψει,

Ποιος γιατρός θα σε γιατρέψει.

Τον θαυμάζω κι εγώ,

Δεν βγαίνεις να σε ειδώ.

 

Ώρε! σου είπα, πέταξε τη ρόκα,

Σου είπα, πέταξε τη ρόκα.

Και μην κάνεις πια προικιά,

Δεν βγαίνεις να σε ειδώ.

 

Ώρε! σε παντρεύει η ομορφιά σου,

Σε παντρεύει η ομορφιά σου.

Τα σγουρά σου τα μαλλιά,

Δεν βγαίνεις να σε ειδώ.

 

 

162. ΤΟΥ ΚΙΤΣΟΥ Η ΜΑΝΑ ΚΑΘΕΤΑΙ

(Συρτός)

 

Ώρε! του Κίτσου η μα…, η μάνα κάθεται,

Στην άκρη το ποτάμι,

Με το ποτά…, ποτάμι μάλωνε,

Με το ποτά..., ποτάμι μάλωνε.

 

Ώρε! με το ποτά…, ποτάμι μάλωνε,

Και το λιθοβολούσε.

Ποτάμι, για, βρε! για λιγόστεψε,

Ποτάμι, για, βρε! για λιγόστεψε.

 

Ώρε! Ποτάμι, για, βρε! για λιγόστεψε,

Ποτάμι, γύρνα πίσω.

Για να περά..., περάσω αντίπερα,

Για να περά…, περάσω αντίπερα.

 

Ώρε! για να περά…, περάσω αντίπερα,

Και να διαβώ τη στράτα.

Που ’χουν οι κλε..., οι κλέφτες σύναξη,

Που ’χουν οι κλε…, οι κλέφτες σύναξη.

 

 

163. ΕΒΓΑ, ΚΥΡΑ, ΚΑΙ ΠΕΘΕΡΑ

(Στην υποδοχή της νύφης)

 

Έβγα, κυρά..., έβγα, κυρά,

Έβγα, κυρά, και πεθερά.

Έβγα, κυρά, και πεθερά,

Για να δεχτείς την πέρδικα.

 

Ώρε! για να δεχτείς την πέρδικα,

Που περπατεί λεβέ..., λεβέντικα,

Νύφη στο σπι..., νύφη στο σπίτι,

Που, βρε! που θα μπεις.

 

 

164. ΜΑΝΟΥΣΑΚΙΑ

(Συρτός)

 

Εμένα η μάνα μου μ’ έστειλε,

Να μάσω μανουσάκια.

Μανουσάκια, μανουσάκια,

Όμορφα είν’ τα κοριτσάκια.

 

Επήγα και τα έμασα,

Και τα ’κανα ματσάκια.

Μανουσάκια, μανουσάκια,

Όμορφα είν’ τα κοριτσάκια.

 

Μωρ’, τι τον έχεις τον παπά,

Που κάθεσαι κοντά του.

Μανουσάκια στο ποτήρι,

Ελενιώ στο παραθύρι.

 

Είναι της μάνας μ’ αδερφός,

Κι εγώ τον έχω θείο.

Μανουσιέσαι, μανουσιέσαι,

Όλο σιέσαι και λυγιέσαι.

 

 

165. Ο ΠΑΝΟΣ ΜΑΣ ΑΡΡΩΣΤΗΣΕ

(Συρτός)

 

Ο Πάνος μας αρρώστησε,

Σαράντα πέντε μέρες.

Αναστενάζει η μάνα του,

Τ’ ακούει η φιλενάδα του.

 

Βρε! θεια, τι έχει ο γιόκας σου,

Τι έχει το παιδί σου.

Και τι σε νοιάζει, λυγερή,

Για το δικό μου το παιδί.

 

Δικό σου, θεια, είν’ το παιδί,

Κι εμένα η παντοχή μου.

Κι αν δεν αλλάξουν οι καιροί,

Αλλοίμονο στη λυγερή.

 

 

166. ΓΙΩΡΓΗ, ΒΑΡΟΥΝ ΤΑ ΣΗΜΑΝΤΡΑ

(Συρτός)

 

Γιώργη, μωρέ! Γιώργη, Γιώργη,

Βαρούν τα σήμαντρα.

Γιώργη, βαρούν τα σήμαντρα,

Βαράνε κι οι καμπάνες.

 

Δεν πας, μωρέ! δεν πας, δεν πας,

Γιώργη, στην εκκλησιά.

Δεν πας, Γιώργη, στην εκκλησιά,

Δεν πας να κοινωνήσεις.

 

Μάνα, μωρέ! μάνα, μάνα,

Εγώ κολάστηκα.

Μάνα, εγώ κολάστηκα,

Που ήμουνα στρατιώτης.

 

Όλοι, μωρέ! όλοι, όλοι,

Εδέναν τ’ άλογα.

Όλοι εδέναν τ’ άλογα,

Σε λεμονιάς κλωνάρι.

 

Κι εγώ, μωρέ! κι εγώ, κι εγώ,

Πήγα και το ’δεσα.

Κι εγώ πήγα και το ’δεσα,

Σε μαυρομάτας μνήμα.

 

Και ’σκα..., μωρέ! και ’σκα…,

και ’σκαψε με τα νύχια του.

Και ’σκαψε με τα νύχια του,

Και με τα πέταλά του.

 

Βγάζει, μωρέ! βγάζει, βγάζει,

Την κόρη ζωντανή.

Βγάζει την κόρη ζωντανή,

Κρατούσε το Ευαγγέλιο.

 

Όλοι, μωρέ! όλοι, όλοι,

Φιλούνε το σταυρό.

Όλοι φιλούνε το σταυρό,

Φιλούν και το Ευαγγέλιο.

 

Κι εγώ, μωρέ! κι εγώ, κι εγώ,

Φιλώ την κοπελιά.

Κι εγώ φιλώ την κοπελιά,

Στα χείλη και στο στόμα.

 

 

167. ΚΟΦΤΗΝ, ΕΛΕΝΗ, ΤΗΝ ΕΛΙΑ

(Τσάμικος)

 

Κόφτην, Ελένη, κόφτην, Ελέ...,

Κόφτην, Ελένη, την ελιά,

Ώρε! Κόφτην, Ελένη, την ελιά,

Γιατί τρελαίνεις τα παιδιά.

 

Δεν τήνε κόβω, δεν την τήνε κο...,

Δεν τήνε κόβω την ελιά.

Ώρε! δεν τήνε κόβω την ελιά,

Κι ας τρελαθούνε τα παιδιά.

.                                                        

Κόφτην, Ελένη, κόφτην Ελέ...,

Κόφτην, Ελένη, κόφτηνε.

Ώρε! Κόφτην, Ελένη, κόφτηνε,

Και σ’ όποιον θέλεις δώστηνε.

 

Κάνεις τους νιους, κάνεις τους νιούς,

Κάνεις τους νιους και χαίρονται.

Ώρε! κάνεις τους νιους και χαίρονται,

Τους γέρους και μαραίνονται.

 

 

168. ΑΠΟΨΕ, ΜΑΥΡΟΜΑΤΑ ΜΟΥ

(Τσάμικος

 

Ώρε! Απόψε, Μα…, απόψε,

Μαυρομάτα μου.

Απόψε, Μαυρομάτα μου,

Θα κοιμηθούμε αντάμα.

 

Ώρε! στρώσε το στρω..., στρώσε,

Το στρώμα σου διπλό.

Στρώσε το στρώμα σου διπλό,

Διπλά τα μαξιλάρια.

 

 

169. ΝΤΙΛΜΠΕΡΑΚΗ

(Τσάμικος)

 

Για την καλή, Ντιλμπεράκη μου,

Για την καλή, καλή μας συντροφιά.

Ντιλμπέρη, Ντιλμπεράκη,

Θα ’πω ένα τραγουδάκι.

 

Να νοστιμί…, Ντιλμπεράκη μου,

Να νοστιμί…, νοστιμίσει ο χορός.

Ντιλμπέρη, Ντιλμπεράκη,

Να μπει κι ο κόσμος μέσα.

 

Ανάμεσα, Ντιλμπεράκη μου,

Ανάμεσα...α, τρεις θάλασσες,

Ντιλμπέρη, Ντιλμπεράκη,

Πύργος θεμελιωμένος.

 

Και στα παρα..., Ντιλμπεράκη μου,

Και στα παρα…, παραθυράκια του.

Ντιλμπέρη, Ντιλμπεράκη,

Καθόσαν τρεις κυράδες.

.                                             

Η μια κεντά…, Ντιλμπεράκη μου,

Η μια κεντά…, κεντάει τον ουρανό.

Ντιλμπέρη, Ντιλμπεράκη,

Κι η άλλη το φεγγάρι.

 

Κι η Τρίτη η…, Ντιλμπεράκη μου,

Κι η Τρίτη η…, η μικρότερη.

Κεντάει τον Πετρίτη,

Παρασκευή και Τρίτη.

 

 

170. ΤΗ ΝΥΧΤΑ, ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ

(Συρτός)

 

Προχτές, με τη…, κακό που ’παθα εγώ!

Προχτές, με την αγάπη μου.

Προχτές, με την αγάπη μου,

Εχτές, με την καλή μου.

 

Για κάτι τα…, κακό που ’παθα εγώ!

Για κάτι τα χαλάσαμε.

Για κάτι τα χαλάσαμε,

Κι είμαστε μαλωμένοι.

 

Τη νύχτα, τα…, κακό που ’παθα εγώ!

Τη νύχτα, τα μεσάνυχτα.

Τη νύχτα, τα μεσάνυχτα,

Στις δώδεκα η ώρα.

 

Ακώ την πο..., κακό που ’παθα εγώ!

Ακώ την πόρτα να χτυπά.

Ακώ την πόρτα να χτυπά,

Το ζεμπερέκι τρίζει. (Το μάνταλο, πόμολο)

 

Βάζω τα πα…, κακό που ’παθα εγώ!

Βάζω τα πασουμάκια μου.

Βάζω τα πασουμάκια μου,

Και πάω αγάλι-αγάλι.

 

 

171. ΣΙΓΑΛΑ ΒΡΕΧΕΙ Ο ΘΕΟΣ

(Συρτός)

 

Σιγαλά κι αμάν! αμάν!

Σιγαλά βρέχει ο ουρανός.

Σιγαλά βρέχει ο ουρανός,

Σιγαλός ψιχαλισμός.

 

Σιγαλά κι αμάν! αμάν!

Σιγαλά πάω κι εγώ.

Σιγαλά πάω κι εγώ,

Στην αγάπη, π’ αγαπώ.

 

Πάω, τη βρι..., κι αμάν! αμάν!

Πάω, τη βρίσκω λυπημένη.

Πάω, τη βρίσκω λυπημένη,

Και βαριά βαλαντωμένη.

 

Τι έχεις, κο..., κι αμάν! αμάν!

Τι έχεις, κόρη μου, και κλαις.

Τι έχεις, κόρη μου, και κλαις,

Και σε μένα δεν το λες.

 

Με μάλωσε, κι αμάν! αμάν!

Με μάλωσε η μάνα μου.

Με μάλωσε η μάνα μου,

Μ’ έδειρ’ ο πατέρας μου.

 

 

172. ΜΠΗΚΑΝ ΚΛΕΦΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ

(Συρτός)

 

Μπήκαν κλέ..., Βάσω μου,

Μπήκαν κλέφτες στην αυλή.

Μπήκαν κλέφτες στη αυλή,

Κλέψαν τη Βασιλική.

 

Την επή…, Βάσω μου,

Την επήρανε και πάνε.

Την επήρανε και πάνε,

Στα βουνά, τη σκαπετάνε.

 

Περπά..., Βάσω μου,

Περπάτα, Βάσω, γρήγορα.

Περπάτα, Βάσω, γρήγορα,

Θα μας πιάσουν σήμερα.

 

Δεν μπορώ, Βάσω μου,

Δεν μπορώ να περπατήσω.

Δεν μπορώ να περπατήσω,

Τα βουνά να σεργιανήσω.

 

Με στενε..., Βάσω μου,

Με στενεύουν τα παπούτσια.

Με στενεύουν τα παπούτσια,

Μου ξηλώθηκε κι η φούστα.

 

 

173. ΕΝΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙ ΔΩΔΕΚΑ ΕΤΩΝ

(Συρτός)

Αναμνηστικό από τους πολέμους

της δεκαετίας του -40 και όχι μόνο.

 

Ένα παλικάρι δώδεκα ετών,

Ένα παλικάρι δώδεκα ετών.

Άρματα του ’δώσαν, για τον πόλεμο,

Άρματα του ’δώσαν, για τον πόλεμο.

 

Πολεμώντας πήγε, πάλι γύρισε,

Πολεμώντας πήγε, πάλι γύρισε.

Στα μισά του δρόμου, νεροδίψασε,

Στα μισά του δρόμου, νεροδίψασε.

 

Έσκυψε να πιει νερό, στον γκιουλμπαξέ,

Έσκυψε να πιεί νερό, στον γκιουλμπαξέ.

Μια μαχαιριά του ’δώσαν, στα δεξιά πλευρά,

Μια μαχαιριά του ’δώσαν, στα δεξιά πλευρά.

 

Είχε κι ένα δούλο, που τον έκλαιγε,

Είχε κι ένα δούλο, που τον έκλαιγε.

Μην με κλαις, βρε, δούλε, μην με κλαις πικρά,

Μην με κλαις, βρε, δούλε, μην με κλαις πικρά.

 

Σύρε, πες της μάνας μ’, της μπαμπόγριας,

Σύρε, πες της μάνας μ’, της μπαμπόγριας.

Και της αδερφής μου, της καλόγριας,

Και της αδερφής μου, της καλόγριας.

 

Θέλει, ας βάλει μαύρα, θέλει, ας παντρευτεί,

Θέλει, ας βάλει μαύρα, θέλει, ας παντρευτεί.

'Μένα με σκοτώσανε, στον γκιουλμπαξέ,

'Μένα με σκοτώσανε, στον γκιουλμπαξέ.

 

 

174. ΔΕΝ ΣΤΟ ’ΠΑ ΜΙΑ, ΒΑΣΙΛΩ

(Συρτός)

 

Αμάν! δεν στο ’πα μια, δεν στο ’πα μια,

Δεν στο ’πα δυο, Βασίλω.

Κάτω στ’ Άργος, μην πηγαίνεις,

Άσπρο φόρεμα μην παίρνεις.

 

Αμάν! και ’κείνη δεν..., και ’κείνη,

Δεν το άκουσε, Βασίλω.

Ντύθηκε, άλλαξε και πάει,

Τα ’θελε κι ας τα τραβάει.

 

Αμάν! ο δάσκαλος, ο δάσκαλος,

Με δυο παιδιά, Βασίλω.

Της εστήσανε καρτέρι,

Κι η Βασίλω δεν το ξέρει.

 

Αμάν! δώσ’ μας, μωρέ, δώσ’ μας

Βασίλω, το φιλί, Βασίλω.

Δώσε μας τα μαύρα μάτια,

Μη σε κάνουμε κομμάτια.

 

Αμάν! δεν σας το δι…, δεν σας,

Το δίνω το φιλί, λεβέντες.

Ούτε και τα μαύρα μάτια,

Κι ας με κάνετε κομμάτια.

 

Θα τα δω..., μωρέ, λεβέντες,

Θα τα δώσω στον καλό μου.

Θα τα δώσω στον καλό μου,

Και στον άντρα το δικό μου.

 

 

175. ΑΝ ΑΡΧΙΝΙΣΩ ΚΑΙ ΣΑΣ ΠΩ

(Συρτός)

 

Αν αρχινίσω να σας πω,

Της Λα..., μωρέ! της Λάμπρως το τραγούδι.

Σαράντα δυο, τη Λάμπρω μου,

Σαράντα δυο κλεφτόπουλα.

 

Σαράντα δυο κλεφτόπουλα,

Τη Λα…, μωρέ! τη Λάμπρω κυνηγάνε.

Κι η Λάμπρω από…, τη Λάμπρω μου,

Κι η Λάμπρω από το φόβο της.

 

Κι η Λάμπρω από το φόβο της,

Κι από, μωρέ! κι από την εντροπή της.

Παίρνει και πάει, τη Λάμπρω μου,

Παίρνει και πάει στην εκκλησιά.

 

Παίρνει και πάει στην εκκλησιά,

Και στον, μωρέ! και στον Αϊ-Γιώργη τάζει.

Άγιε μου Γιω..., τη Λάμπρω μου,

Άγιε μου Γιώργη, γλύτω’ με.

 

Άγιε μου Γιώργη, γλύ...τω’ με,

Απ’ των, μωρέ! απ’ των κλεφτών τα χέρια.

Θα φέρω λυ..., τη Λάμπρω μου,

Θα φέρω λύτρες το κερί.

 

Θα φέρω λύτρες το κερί,

Και οκά…, μωρέ! οκάδες το λιβάνι.

Με το βουβα..., τη Λάμπρω μου,

Με το βουβαλοτόμαρο θα κου..., μωρέ,

Θα κουβαλώ το λάδι.

 

 

176. ΣΑΝ ΠΕΘΑΝΩ, ΜΕΣ ΣΤΗ ΜΑΧΗ

(Συρτός)

 

Συνήθως το τραγουδούσαν σε τραπέζια καθήμενοι,

ήταν τραγούδι αναμνηστικό από τους πολέμους

του -40. (Γερμανική κατοχή και εμφύλιος,

όπου πολλοί άντρες υπηρέτησαν στρατιώτες

πολλές φορές και για αρκετό διάστημα,

δύο και τρία χρόνια, ίσως και περισσότερα).

 

Σαν πεθάνω μες στη μάχη,

Σαν πεθάνω μες στη μάχη.

Σαν πεθάνω μες στη μάχη,

Στου πολέ…, στου πολέμου τη φωτιά.

 

Κλάψετέ με, φανταράκια,

Κλάψετέ με, φανταράκια.

Κλάψετέ με, φανταράκια,

Και του λο..., και του λόχου τα παιδιά.

 

Στη μανούλα μου να πείτε,

Στη μανούλα μου να πείτε.

Στη μανούλα μου να πείτε,

Πια να μη…, πια να μη με καρτερεί.

 

Στην αγάπη μου να πείτε,

Στην αγάπη μου να πείτε.

Στην αγάπη μου να πείτε,

Για να βρει…, για να βρει να παντρευτεί.

 

Όπου δεις δυο κυπαρίσσια,

Όπου δεις δυο κυπαρίσσια.

Όπου δεις δυο κυπαρίσσια,

Και στη με…, και στη μέση ένα σταυρό.

 

Εκεί μ’ έχουνε θαμμένο,

Εκεί μ’ έχουνε θαμμένο.

Εκεί μ’ έχουνε θαμμένο,

Έλα, αγά..., έλα, αγάπη μου, να κλαις.

 

 

177. ΒΓΗΚΑ ΨΗΛΑ, ΣΤΑ ΔΙΑΣΕΛΑ

(Τσάμικος)

 

Ώρε! βγήκα ψηλά, στα… διάσελα,

Κι αγνάντιο στην Μπαρμπάσαινα.

Στης Μπαρμπάσαινας τον κάμπο,

Τριτσιμπίδας κάνει γάμο.

 

Ώρε! η Μαριορή παντρεύεται,

Κι όλος ο κόσμος χαίρεται.

Κι η μάνα της την ερωτεί,

Ποιον θα πάρεις, Μαριορή.

 

Ώρε! ποιόν θα πάρεις, Μαριορή,

Του Τριτσιμπίδα το παιδί.

Που ’ν’ παιδί και παλικάρι,

Και βαράει το γιογγάρι.

 

Ώρε! Που ’χει στον Πύργο κτήματα,

Στην Πάτρα καταστήματα.

Που ’χει αμπέλια και σταφίδες,

Και κρασιά για τους μπεκρήδες.

 

 

178. ΕΒΓΑ ΣΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΑΚΙ

(Συρτός)

 

Αυτά τα μαύρα μάτια,

Που με κοιτάζουνε.

Χαμήλωσέ τα λίγο,

Γιατί με σφάζουνε.

 

Έβγα, στο μπαλκονάκι,

Κρυφά απ’ τη μάνα σου.

Και κάνε πως ποτίζεις,

Τη μαντζουράνα σου.

 

Έβγα, στο μπαλκονάκι,

Να δεις, τι γίνεται.

Το αίμα της καρδιάς μου,

Για σένα χύνεται.

 

Εσύ στο μπαλκονάκι,

Κι εγώ στον καφενέ.

Ρίξε μ’ ένα φραγκάκι,

Να πιω έναν καφέ.

 

 

179. ΣΗΜΕΡΑ, ΒΓΗΚΑ ΝΑ ΧΑΡΩ

(Συρτός)

 

Σήμερα, βγη…, κι αμάν! αμάν!

Σήμερα, βγήκα να χαρώ.

Σήμερα, βγήκα να χαρώ,

Ποιον έδειρα και ποιον βαρώ.

 

Τίνος εκα…, κι αμάν! αμάν!

Τίνος εκακομίλησα.

Τίνος εκακομίλησα,

Τίνος κορίτσι εφίλησα.

 

Όποια εφί…, κι αμάν! αμάν!

Όποια εφίλησα, ας το ’πει.

Όποια εφίλησα, ας το ’πει,

Δική της είναι η ντροπή.

 

Με φίλησες, κι αμάν! αμάν!

Με φίλησες, βρε, αδικητή.

Με φίλησες, βρε, αδικητή,

Που να σε ’δω στη φυλακή.

 

 

180. ΜΑΥΡΑ ΜΑΤΙΑ ΣΤΟ ΠΟΤΗΡΙ

(Συρτός)

 

Μαύρα μα..., καλέ! Κοντούλα,

Μαύρα μάτια στο ποτήρι.

Μαύρα μάτια στο ποτήρι,

Γαλανά στο παραθύρι.

 

Άσε με, καλέ! Κοντούλα,

Άσε με, να τ’ αγοράσω.

Άσε με, να τ’ αγοράσω,

Κι ό,τι έχω να τα χάσω.

 

Δεν πωλού…, καλέ! Κοντούλα,

Δεν πωλούνται αυτά με γρόσια.

Δεν πωλούνται αυτά με γρόσια,

Μ’ εκατό και με διακόσια.

 

Θα τα δω..., καλέ! Κοντούλα,

Θα τα δώσω στον καλό μου.

Θα τα δώσω στον καλό μου,

Και στον άντρα το δικό μου.

 

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ 101-140

 ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ 180-220


(ΕΚΜ)

 

 


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Το 1952 εκδηλώθηκε επιδημία τύφου στο χωριό. Οι υγειονομικές αρχές τότε θεώρησαν σαν αιτία της μόλυνσης τις κορύτες στις βρύσες και στα πλαίσια των έργων εξυγίανσης αντικατέστησαν τις καλαίσθητες πέτρινες πελεκητές κορύτες με ακαλαίσθητους μεταλλικούς σωλήνες. Δεν τους πέρασε από το μυαλό ότι το νερό θα μπορούσε να είχε μολυνθεί από το πέρασμά του κάτω από αυλές και σπίτια, αφού οι βρύσες ήταν σε σημείο χαμηλότερο από τα σπίτια. Το υδραγωγείο που έφερε καθαρό νερό από την Κοκκινόβρυση έγινε αργότερα, το 1959.