Η εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου στους Αράπηδες είναι χτισμένη στην επάνω μεριά του οικισμού, στο σημείο που παλαιότερα περνούσε το μονοπάτι που ερχόταν από το Σέρβου και πήγαινε προς Λυσσαρέα ή Κοκκινοράχη. Μετά τη διάνοιξη του αμαξιτού δρόμου το μονοπάτι αυτό αχρηστεύθηκε και πλέον η εκκλησία συνδέεται με το δρόμο με διακλάδωση από το ρέμα του Σκόζα.
Πρόκειται για ένα καλοσυντηρημένο γραφικό εκκλησάκι με ξύλινη επικλινή στέγη. Το σχήμα του είναι κατά βάση παραλληλόγραμμο, έχει όμως από μία κόγχη σε κάθε επιμήκη πλευρά, ώστε αποκτά σχήμα σταυροειδές. Η κόγχη της νότιας πλευράς φέρει την κυρία είσοδο, χτισμένη με ωραίες πελεκητές πέτρες.
Πότε χτίστηκε για πρώτη φορά, δεν είναι με σιγουριά βεβαιωμένο. Κατά μία άποψη αυτό έγινε το 1878. Αρχικά βρισκόταν λίγο δυτικότερα από την παρούσα θέση, επειδή όμως το έδαφος εκεί ήταν ασταθές και βύθιζε, η εκκλησία είχε υποστεί σοβαρές ρωγμές Γι' αυτό οι Αραπαίοι πήραν απόφαση να την μεταφέρουν σε καλύτερο έδαφος. Λίγο πριν τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο μάζεψαν χρήματα από εισφορές τους, ζήτησαν και βοήθεια από πατριώτες που ζούσαν στην Αμερική και ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν. Δυστυχώς όμως τους πρόλαβε ο πόλεμος και τα χρήματα χάθηκαν από τον πληθωρισμό. Μετά τον πόλεμο ξανά άρχισαν να συγκεντρώνουν χρήματα. Έβγαλαν ένα καμίνι στη Γκούρα για να εξασφαλίσουν τον απαραίτητο ασβέστη για το χτίσιμο, πούλησαν το περίσσευμα για να αποκτήσουν και λίγα μετρητά και ξεκίνησαν. Αφού κατεδάφισαν με προσοχή την παλιά εκκλησία, έκτισαν με προσωπική εργασία, χωρίς να πληρωθεί κανένας από όσους δούλεψαν, την καινούργια, στο ίδιο σχήμα και μέγεθος, χρησιμοποιώντας τις πελεκητές πέτρες. Στην κατεδάφιση τους έσπασε το υπέρθυρο της κύριας εισόδου και επειδή ο Λιαδάμης που ήταν φημισμένος πετροπελεκητής δεν ζούσε πλέον, αναγκάσθηκαν να ρίξουν τσιμέντο στη θέση του. Μετέφεραν και το παλιό ξύλινο τέμπλο. Δεν έχτισαν μόνο το καμπαναριό που υπήρχε πάνω από τη δυτική είσοδο. Την καμπάνα την κρέμασαν στο δένδρο και τις πέτρες του καμπαναριού τις χρησιμοποίησαν να φτιάξουν το τουράκι στη νότια πλευρά της εκκλησίας, για να κάθονται μετά τη λειτουργία. Τη δεκαετία του 1960 έφτιαξαν ένα ξύλινο ταβάνι, το οποίο όμως καταστράφηκε γρήγορα, γι’ αυτό το αντικατέστησαν προ δεκαετίας. Αντικατέστησαν επίσης και το τέμπλο και τις εικόνες. Δυστυχώς το έδαφος υποχωρεί και στο σημείο που είναι και σήμερα η εκκλησία, γι’ αυτό και έχει ραγίσει ο τοίχος της σε αρκετά σημεία.Κυρίως, χάρη στην συνεχή φροντίδα των ευλαβών Αραπαίων, επισκευάζονται οι ρωγμές και συντηρείται η εκκλησία. Στο προαύλιο της εκκλησίας βρίσκεται μια αιωνόβια δρύς, που προσφέρει τη σκιά της στους περαστικούς και στου πανηγιριώτες. Σε ένα κλαδί του δένδρου αυτού είναι κρεμασμένη η καμπάνα.
Η εκκλησία λειτουργεί από της κατασκευής της μέχρι σήμερα και ως κοιμητήριακός ναός του συνοικισμού.
*********
Το Πανηγύρι
(Του Χρήστου Αθαν. Μαραγκού )
Κάθε χρόνο, στη μνήμη του Αγίου, γίνεται ένα ξεχωριστό πανηγύρι στο οποίο συμμετέχουν οι απανταχού Αραπαίοι πολλοί κάτοικοι του Σέρβου και αρκετοί προσκυνητές από τα γύρω χωριά. Ο Σύνδεσμος Σερβαίων φροντίζει για την απόπάσης πλευράς άψογη οργάνωση του πανηγυριού.
Η εκκλησία αυτή είναι δεμένη με τις παιδικές αναμνήσεις των Σερβαίων αλλά και όλων των κατοίκων των γύρω χωριών. Αυτό διαπιστώνεται από το πλήθος των επισκεπτών που συρρέουν κατά την εορτή του Αγίου, για να προσκυνήσουν, να προσευχηθούν, να χαρούν.
Να ξανασάνουν στην σκιά του υπέργηρου δέντρου, να γευθούν τις σύμφωνα με το έθιμο προσφορές τον Ναού, και να αναπολήσουν τα περασμένα.
Τότε που τα χωριά ήταν γεμάτα.
Τότε που το πανηγύρι ήταν ξεχωριστό γεγονός, ξέσπασμα χαράς με ολοήμερα γλέντια με χορούς και με τραγούδια.
Με καθολική συμμετοχή. Μικροί, μεγάλοι γέμιζαν την Εκκλησία, το προαύλιο.
Όλοι χαρούμενοι έψελναν:
Του Σταυρού Σου τον τύπον εν ουρανώ θεασάμενος, και ως ο Παύλος την κλήσιν, ουκ εξ ανθρώπων δεξάμενος, ο εν Βασιλεύσιν Απόστολός Σου Κύριε, Βασιλεύουσαν Πόλιν τη χειρί Σου παρέθετο, ην περίσωζε διά παντός εν ειρήνη πρεσβείες της Θεοτόκου μόνε Φιλάνθρωπε. (ήχος πλ. δ΄ ).
Αναδρομές
Άλλοι προσεύχοντο, άλλοι τραγουδούσαν χόρευαν, άλλοι γύριζαν στα γύρω σπίτια να γνωρίσουν το χωριό, άλλοι μάζευαν χαμομήλι, όμως όλοι καμάρωναν τα καινούργια τους ρούχα, τ' ανοιξιάτικα, τα καλοκαιρινά, κι' όσο...τραβήξει.
Ήταν μια ξεχωριστή μέρα.
Τα σπίτια του χωριού όλα ανοιχτά να δεχτούν τους συγγενείς, τους φίλους, τους πατριώτες. Να τους καλωσορίσουν, να τους υποδεχτούν με ‘να ρακί, με χαλβά, με δίπλες, με καρύδια, με φαγητά ανάλογα της ημέρας και κυρίως με όλη τους την αγάπη..
Πλανιέται ακόμη στον αέρα το τραγούδι πούλεγαν οι Σερβαίοι φεύγοντας, σαν ανηφόριζαν προς του Κυνηγού, την Μπρίνια του Μιλιάνθη . . . .
«..σε κακοσκάλι ανέβαινα εψές το βρα.., το βράδυ βράδυ.....».
Αντηχεί στα φαράγγια της Γκούρας, το τραγούδι των Λιοδωρίσιων που κατηφόριζαν για τα χωριά τους, μετά το τέλος της γιορτής.: «..σαν πήρα ‘να κατήφορο στην άκρη το ποτάμι....»..
Κι ο αντίλαλος γινότανε, σύνθημα, ευχή απ' όλους:
Πολλά χρόνια! Και του χρόνου!
Χαμηλότερα από το χωριό σε υψόμετρο 800 μέτρων, οι Αράπηδες είχαν το προνόμιο κατά την εορτή του Αγίου να υπάρχει άφθονο χαμομήλι. Μάλιστα ήταν τόση μεγάλη η ποσότητα και τόσο ελκυστική η ευωδιά του, δεξιά και αριστερά του δρόμου που όλοι οι προσκυνητές ασχέτως ηλικίας, επέστρεφαν κρατώντας στα χέρια τους και δέσμες χαμομηλιού.
Ο Άγιος Κωνσταντίνος ήταν συνυφασμένος, συνδεδεμένος, με την συγκομιδή του χαμομηλιού, με το καταπράσινο της άνοιξης, με τη χαρά της αναγεννώμενης φύσης. . .
Οι Αράπηδες όμως, εκτος από το πανηγύρι, το κάστρο, τα φλουριά και τους θρύλους, μας θυμίζουν, κατά τον καλύτερο πανελλαδικά τρόπο την έξοδο των κλεφτών στα βουνά.
Την προετοιμασία των προγόνων μας για την επανάσταση.
Ο Δήμος από τους Αράπηδες, δεν είναι απλώς ένας κλέφτης. Ο Δήμος ενσαρκώνει την ελπίδα του σκλαβωμένου γένους για λευτεριά, την λύτρωση από τους Τούρκους.
Η προσμονή, η δικαίωση.
Ο λαός ύμνησε τα κατορθώματα του κλέφτη Δήμου:
Μαράθηκαν τα δέντρα κι' ούλα τα κλαριά. . .
ακούγεται ακόμη και σήμερα σ' όλη την χώρα.
(Το video είναι από το youtube του Ιωάννη Παυλόπουλου)
Μας θυμίζουν επί πλέον οι Αράπηδες, την ζωή, αλλά και τον θάνατο του αντρειωμένου κλέφτη, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ποιητής[1] :
. . . . . . . . Έφαγε η φλόγα τ' άρματα, οι χρόνοι την ανδρειά μου
Ήρθε κι εμένα η ώρα μου. Παιδιά μου μη με κλάψτε.
Τ' ανδρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη.
Σταθείτ' εδώ τριγύρω μου, σταθείτε εδώ σιμά μου
Τα μάτια να μου κλείσετε, να πάρτε την ευχή μου.....
Εγέρασα, μωρές παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τώρ'αποσταμένος θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψ'η καρδιά μου. Βρύση το αίμα το'χυσα σταλαματιά δε μένει.
Θέλω να πάω να κοιμηθώ. Κόψτε κλαρί απ'το λόγγο να'ναι χλωρό και δροσερό, να'ναι ανθούς γεμάτο, και στρώστε το κρεβάτι μου και βάλτε με να πέσω.
Ποιος ξέρει απ'το μνήμα μου τι δέντρο θα φυτρώσει! Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ήσκιο του από κάτω θα'ρχονται τα κλεφτόπουλα τ'άρματα να κρεμάνε. Να τραγωδούν τα νιώτα μου και την παλληκαριά μου. Κι αν κυπαρίσσι όμορφο και μαυροφορεμένο, θα'ρχονται τα κλεφτόπουλα τα μήλα μου να παίρνουν, να πλένουν τις λαβωματιές, το Δήμο να σχωράνε.
Έφαγ'η φλόγα τ'άρματα, οι χρόνοι την ανδρειά μου. Ήρθε κι εμένα η ώρα μου. Παιδιά μου μη με κλάψτε. Τ'ανδρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη. Σταθείτ'εδώ τριγύρω μου, σταθείτε εδώ σιμά μου, τα μάτια να μου κλείσετε, να πάρτε την ευχή μου.
Κι έν'από σας το νιώτερο ας ανεβείς τη ράχη, ας πάρει το τουφέκι μου, τ'άξο μου καρυοφύλλι κι ας μου το ρίξει τρεις φορές και τρεις φορές ας σκούξει. «Ο Γερο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει». Θ'αναστενάξ'η λαγκαδιά, θε να βογκήξει ο βράχος θα βαργομήσουν τα στοιχειά, οι βρύσες θα θολώσουν και τ'αγεράκι του βουνού, οπού περνά δροσάτο, θα ξεψυχήσει, θα σβηστεί, θα ρίξει τα φτερά του, για να μην πάρει τη βοή άθελα και τη φέρει και τηνε μάθει ο Όλυμπος και την ακούσει η Πίνδος και λυώσουνε τα χιόνια τους και ξεραθούν οι λόγγοι.
Τρέχα, παιδί μου γρήγορα, τρέχα ψηλά στη ράχη και ρίξε το τουφέκι μου. Στον ύπνο μου επάνω θέλω για ύστερη φορά ν'ακούσω τη βοή του.
Έτρεξε το κλεφτόπουλο σα να'τανε ζαρκάδι, ψηλά στη ράχη του βουνού και τρεις φορές φωνάζει: «Ο Γερο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει». Κι εκεί που αντιβοούσανε οι βράχοι, τα λαγκάδια ρίχνει την πρώτη τουφεκιά κι έπειτα δευτερώνει. Στην τρίτη και την ύστερη τ'άξο του καρυοφύλλι βροντά, μουγκρίζει σα θεριό, τα σωθικά του ανοίγει φεύγει απ'τα χέρια σέρνεται στο χώμα λαβωμένο πέφτει απ'του βράχου το γκρεμό, χάνεται πάει, πάει.
Άκουσ'ο Δήμος τη βοή μες τον βαθύ τον ύπνο, τ'αχνό του χείλι εγέλασε, εσταύρωσε τα χέρια... Ο Γερο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει.
Τ'ανδρειωμένου η ψυχή του φοβερού του Κλέφτη με τη βοή του τουφεκιού στα σύγνεφ'απαντιέται αδερφικά αγκαλιάζονται, χάνονται, σβηώνται, πάνε.
Η διάνοιξη του δρόμου από τον Αγιώργη το Σαρά μέχρι το χωριό, μήκους 12 χιλιομέτρων έγινε το 1950. Οι Σερβαίοι διέθεσαν τις μερίδες τους από τη βοήθεια της UNRA που πουλήθηκαν για να συγκεντρωθούν χρήματα για την μπολντόζα. Επίσης δούλεψαν προσωπική εργασία όλοι οι ενήλικες του χωριού. Οι Αραπαίοι, επειδή είχαν να περπατήσουν μια ώρα παραπάνω από τους Σερβαίους, για να φθάσουν από το σπίτι τους στο έργο και μία να γυρίσουν, κοιμόσαντε το βράδυ εκεί που δούλευαν.