Χ. Αθ. Μαραγκού, υποστρατήγου ε.α.
 
«...Τα πολλά δρομολόγια στο βουνό, στα νταμάρια, στη βρύση για να φέρουν τα υλικά, τις πέτρες, την άμμο, το νερό, χάλαγαν τα παπούτσια τους και πολλές φορές τάδεναν με κάνα σύρμα για να μη τους μείνουν στο δρόμο.  Το σύρμα πλήγιαζε τα πόδια τους και η ξυπολυσιά δημιουργούσε λιθαροπάτια...».
Το ξεκίνημα
Μ' ένα σακούλι με λίγο ψωμοτύρι, με καμιά δεκαριά καρύδια με δυο-τρία  μουστοκούλουρα, με κάνα ντρίλινο παντελονάκι, τυλιγμένα σ' ένα παλιό σάισμα και φορτωμένα σε κάποιο ζώο του μπουλουκιού, ξεκινούσαν τα μαστορόπουλα το πρώτο τους ταξίδι στην ασημότεχνη.
Σύμφωνα με το έθιμο, για να ριζώσουν, για να προκόψουν, για να είναι δυνατοί, για να αντέχουν στα ταξίδια και στις δουλειές,  έβαζαν κι ένα χαλικάκι στο στόμα τους που  το κρατούσαν πολλές ώρες στην αρχή της διαδρομής στο πρώτο ταξίδι.
Ήταν το γούρι, ήταν το ξεκίνημα.
Αναλόγως συνθηκών βάδιζαν τριάντα με σαράντα χιλιόμετρα την ημέρα και τα βράδια κατάκοπα έβοσκαν τα ζώα στα χωράφια κοντά στο δρόμο και τα ετοίμαζαν για την πορεία της επομένης ημέρας.
Τα ταξίδια ήταν μακρινά, διαρκούσαν τρεις με τέσσερις μέρες και υπήρχε περίπτωση  να γίνονται  και με άσχημες καιρικές συνθήκες.
Παρά τις προφυλάξεις υπήρχε περίπτωση τα ρούχα τους να στεγνώνουν επάνω τους  δύο και τρεις φορές την ημέρα. Έκαναν κουράγιο, είχαν υπομονή. Πίστευαν ότι δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς 
Κι όταν έφθαναν στο τόπο προορισμού άρχιζαν οι μεγάλες υποχρεώσεις η  μεταφορά όλων των υλικών για τη δουλειά και η συνεχής  περιποίηση των ζώων.
Χρησιμοποιούσαν σαν χώρο διαμονής καμιά καλύβα του αφεντικού σε κάνα χωράφι, η έχτιζαν μόνοι τους με ξερολιθιά η με λίγες πλίθρες ένα μικρό χώρο που σκέπαζαν με τσίγκους, για να προστατευθούν από τη ζέστη του καλοκαιριού η από τα κρύα και τους παγετούς του χειμώνα.
Οι κακουχίες προκαλούσαν κρυοπαγήματα, πνευμονίες, ...κοιλιακά, και σ' αυτό το κατάλυμα χωρίς καμιά βοήθεια προσπαθούσαν οι άρρωστοι να ξεπεράσουν αυτές τις δύσκολες δοκιμασίες.
Μερικοί δεν τα κατάφεραν

 

Μαστορόπουλα και μαστόροι
Μέσα  στην ετοιμόρροπη  χαμοκέλα με  τις χειρότερες συνθήκες διαβίωσης, μαστόροι, μαστορόπουλα, μετά από μια κουραστική μέρα συνέχιζαν με μια το ίδιο κοπιαστική νύχτα και μόλις πήγαινε να τους πάρει ο ύπνος το πρωί στο χάραμα φώναζαν οι μαστόροι τα μαστορόπουλα να σηκωθούν να ετοιμάσουν τα ζα και να φύγουν να φέρουν γρήγορα υλικά για τη δουλειά.
Πίνοντας λίγο νερό από την βαρέλα για ...πρωινό, με τα σαγόνια τους να χτυπάν ρυθμικά από το κρύο, μ'  ένα ραβδί στο χέρι βουβά κι' αμίλητα ξεκινούσαν αχάραγο την εργασία τους που η αμοιβή τους  τις περισσότερες φορές ήταν ένα κομμάτι ψωμί.
Πολλά τα δρομολόγια [1], το φόρτωμα, το ξεφόρτωμα. Πολλά τα βάρη για τα μικρά  παιδιά, που δούλευαν σε μια σκληρή δουλειά χωρίς συναισθηματισμούς.
Τα πολλά δρομολόγια στο βουνό, στα νταμάρια, στη βρύση για να φέρουν τα υλικά, τις πέτρες, την άμμο, το νερό, χάλαγαν τα παπούτσια τους και πολλές φορές τάδεναν με κάνα σύρμα για να μη τους μείνουν στο δρόμο. Το σύρμα πλήγιαζε τα πόδια και η ξυπολυσιά δημιουργούσε λιθαροπάτια. Οι συνθήκες όμως επέβαλλαν να συνεχίζουν την δουλειά τους αγόγγυστα...
Προείχε η δουλειά.
Δεν υπήρχε ξεκούραση, δεν υπήρχε χρόνος για ύπνο.
Δεν υπήρχε χρόνος και για φαγητό.
Τις πιο πολλές μέρες έτρωγαν στο δρόμο, στη διαδρομή για να προλάβουν. Περπατώντας απολάμβαναν το σκόρδο, το κρεμμύδι, την ελιά, την μισή σαρδέλα, το λίγο ψωμί.
Περπατώντας απολάμβαναν τους καρπούς των κόπων τους, γιατί η αμοιβή τους στην αρχή, κι όταν τα παιδιά ήταν μικρά, ήταν μόνο το φαγητό τους.
Παρ' όλα αυτά ο αρχιμάστορας εύρισκε τρόπο να αμβλύνει την κατάσταση, να δημιουργήσει κίνητρα, να δώσει ελπίδες.
Ενδιάμεσα έδινε και κάποιο χαρτζιλίκι. Τόδεναν  στο μαντίλι, το φύλαγαν για κάνα παζάρι να πάρουν κάποιο παντελόνι, δεύτερο χέρι, καμιά σκούφα, κι αν τα πράγματα προχωρούσαν καλά, έπαιρναν και κάτι για τ' αδέρφια τους η για τους γονείς τους.
Αργούσε ο χρόνος να περάσει, ζήλευαν τους κτίστες και προσπαθούσαν να τα μάθουν όλα, ήθελαν να τους μοιάσουν, δοκίμαζαν κρυφά όταν εύρισκαν καιρό, στα νταμάρια, στα γιαπιά να κτίσουν πρόχειρα μερικές πέτρες, να τις αλφαδιάσουν να τις ζυγίσουν, να τις δέσουν, να τις γωνιάσουν δοκίμαζαν την τέχνη τους, έλεγχαν την πρόοδό τους.
Οι μαστόροι καταλάβαιναν, επενέβαιναν.
Πολλές φορές, όταν δεν είχαν μεγάλη πίεση, λίγο πριν σχολάσουν το βράδυ, λίγο πριν σουρουπώσει, άφηναν ένα μικρό κομμάτι άχτιστο στο ντουζένι και φώναζαν  τα μαστορόπουλα να το χτίσουν.
Ήταν εύκολη δουλειά, τους καθοδηγούσαν ανάλογα και τα κατάφερναν.
Το μπράβο του Μάστορη ήταν από τις καλύτερες στιγμές της μαστοριάς...
Αν το μπουλούκι ήταν καλό, εκ περιτροπής την Κυριακή μπορούσαν να παν για λίγο στο χωριό. Πήγαιναν  σε καμιά ταβέρνα για κάνα κατοσταράκι ξεροσφύρι.
Σε περιόδους  ηρεμίας έλεγαν και κάνα τραγουδάκι στην σκαλωσιά, το σούρουπο σαν τελείωνε η δουλειά και τακτοποιούσαν τα ζώα.
Έλεγαν και καμιά ιστοριούλα.
Ξέσκαγαν λέγοντας γεγονότα του χωριού τους.
Τους άρεσε να χρησιμοποιούν την συνθηματική γλώσσα των μαστόρων, για τον "κότη" και την "κόταινα" [2], για τα διάφορα φαγητά τον "ζαμπλαρίκο", τον "κατάδικο", τον "σκουράντζο" [3], για τα υλικά, τον "γρίβα", τα "ζόμπολα", την "γκούρα" [4],...
Τους  κολάκευε η χρησιμοποίηση του "παρασκευά" [5], από τους μαστόρους. Τους  έκαναν εντύπωση τα ευφυολογήματά τους και η εύστοχη αντιμετώπιση διαφόρων καταστάσεων.
.
 SkalosiaΗ σκαλωσιά
Σεβόντουσαν, συμπονούσαν τους κτίστες τα μαστορόπουλα. Ήταν  βαριά η δουλειά. Ήθελε  δύναμη και οι περισσότεροι  δεν είχαν τα νιάτα.
Όταν φόρτωναν τις σκαλωσιές με πέτρες έπαιρναν θέση στην ανεμόσκαλα τρεις-τέσσερις μαστόροι όρθιοι με μέτωπο προς τα έξω και μετέφεραν τις πέτρες διαδοχικά. Ένα  μαστορόπουλο έδινε πέτρες από κάτω στον πρώτο Μάστορη και το άλλο τις έπαιρνε από τον τελευταίο και τις τοποθετούσε στην σκαλωσιά.
Έπρεπε να διαλέγει τις πέτρες, για να είναι μέσα στις δυνατότητες των ηλικιωμένων μαστόρων, με το μάτι έπρεπε να υπολογίζει το βάρος τους.
Ήταν μια επικίνδυνη ενέργεια γιατί  ο μάστορης έπρεπε να σηκώσει την πέτρα σε απόσταση ασφαλείας πάνω από το κεφάλι του για να την πάρει ο επόμενος.
 Ήταν μια διαδικασία που απαιτούσε οξυδέρκεια, ευστροφία, ήταν μία από τις σοβαρότερες περιπτώσεις που έπρεπε να συνεκτιμηθούν, το βάρος της πέτρας,  η δύναμη του κάθε μάστορη και η αντοχή της σκαλωσιάς.
Έπρεπε να προλάβουν το ατύχημα.  Γι  αυτό διάλεγαν κι έδιναν τις μικρές σχετικά πέτρες.
Τις μεγάλες τις έβγαζαν στην άκρη και τις ανέβαζαν μόνοι τους, αργότερα.
Πολλές φορές παρακολουθούσαν και υπολόγιζαν πόσους πήχεις έκτισε το κάθε ζευγάρι κι αν κάποιοι έμεναν πίσω στη δουλειά, τα έμπειρα μαστορόπουλα βοηθούσαν ανάλογα,  προωθούσαν με τρόπο πιο κοντά καμιά καλή πέτρα, χοντροπελέκαγαν κάποια άλλη, να τους διευκολύνουν, έτσι ώστε όλοι να βρίσκονται στα ίδια μέτρα, για να προλάβουν κάποια παρεξήγηση...
Προσπαθούσαν να συμπεριφερθούν ανάλογα, έξυπνα και σωστά.
Τα κατάφερναν, ήσαν κι αυτά παιδιά μαστόρων.
Αν καμιά φορά έβρεχε τα  μαστορόπουλα  έδιναν ακόμη και τα  σαΐσματα τους να σκεπάσουν το γιαπί, να μη φύγει η λάσπη, κι' αυτά στην άκρη βρέχονταν, κρύωναν, ξεροκατάπιναν...
Την άλλη φορά, τους έλεγε ο αρχιμάστορας, θάχουμε πιο πολλά σαΐσματα, θα φέρω κι' ένα αντίσκηνο που έχω από το στρατό, από τον πόλεμο. Την  άλλη φορά τα πράγματα θα είναι καλύτερα...
Προς το παρόν προέχει η δουλειά.
.
Η προσαρμογή
Τα μαστορόπουλα έβγαζαν με κόπο το ψωμί τους. Πλήρωναν ακριβά το «ξενοψώμισμα».
Άσχημες συνθήκες ζωής.
Μεγάλοι και παγεροί χειμώνες.
Δύσκολα καλοκαίρια.
Ανάλλαγα, άπλυτα, νηστικά.
Μερικά δεν ξαναγύρισαν στο χωριό.
Άλλα έμειναν σε ξένο τόπο.
Δοκιμαζόταν η αντοχή τους στις στερήσεις, στις ταλαιπωρίες, στις κακουχίες.
Δοκιμαζόταν η υπομονή τους, στην σκληρή δουλειά.
Δοκιμαζόταν η ευστροφία τους, η προσαρμογή τους, οι γνώσεις τους.
Κι' αν κάτι δεν πήγαινε καλά, κι' αν κάτι ξεπερνούσε τις δυνατότητες τους, δεν λαμβανόταν υπόψη,  ήταν δρόμος χωρίς επιστροφή η δουλειά τους, τα ίδια υπέφεραν και τ' αδέρφια τους αλλά και οι γονείς τους που πήγαν στη μαστοριά από ...εφτά  χρονών!
Είχαν πράγματι πεισθεί ότι σε κάθε περίσταση υπάρχουν και χειρότερα.
Τάχουν αυτά  οι δουλειές.
Όμως παρ' όλες τις δυσκολίες έπρεπε να γίνουν καλά μαστορόπουλα και αργότερα αξιόλογοι κτίστες.
Η δουλειά του κτίστη δεν ήταν μόνο το σφυρόμυστρο. Το χτίσιμο του σπιτιού απαιτούσε γενικές αλλά και ειδικές γνώσεις, που έπρεπε τα μαστορόπουλα να μαθαίνουν  σιγά σιγά.
Οι Σερβαίοι είχαν την φήμη καλών μαστόρων, τα έργα τους στα διάφορα χωριά ξεχώριζαν, γι αυτό τους εκτιμούσαν και τους εμπιστεύονταν σε μεγάλο βαθμό, είχαν παντού σ' όλα σχεδόν τα χωριά, κουμπάρους, είχαν φίλους, γνωστούς που αναγνώριζαν το έργο τους και τους υπεραγαπούσαν.
Και τα μαστορόπουλα έπρεπε σαν συνεχιστές της παράδοσης να είναι αντάξια των μαστόρων.
Έπρεπε να έχουν γνώσεις, πρακτικής αριθμητικής, θεωρητικής γεωμετρίας, οικοδομικής, αντοχής υλικών σε βαθμό ανάλογο των απαιτήσεων και των αναγκών της δουλειάς.
Να υπολογίζουν τις διάφορες διαστάσεις. Να μετρούν μήκη, επιφάνειες, όγκους.
Να κυβίζουν, να εκτιμούν τα βάρη των διαφόρων υλικών.
Να σχεδιάζουν σκάλες, θόλους, φούρνους τζάκια.
Και σιγά-σιγά, έπρεπε να μπορούν να σχεδιάζουν και να κτίζουν σπίτια.
Να φτιάχνουν κι' αυτά περίτεχνα θυρώματα σαν αυτά πώχουν πολλά σπίτια στο χωριό, σαν τις εισόδους των ναών της  Αγίας Παρασκευής και  Κοιμήσεως της Θεοτόκου και μοναδικά δάπεδα, μοναδικά αριστουργήματα, όπως το δάπεδο της Εκκλησίας της Ζωοδόχου Πηγής στο Βράχο.
Ν' αφήσουν κι' αυτά την σφραγίδα τους, χτίζοντας ξεχωριστά σπίτια, με μνημειώδεις θόλους και πελεκητές σκάλες, να κτίσουν κι αυτά μεγάλα έργα, ναούς, σχολεία, νοσοκομεία, γεφύρια.
Παρακολουθούσαν, ρωτούσαν, μάθαιναν.
Σε ένα κουτί από τσιγάρα, σε κάνα χασαπόχαρτο, η σε καμιά πέτρα, έγραφαν, διάβαζαν, μετρούσαν, λογάριαζαν, ...σχεδίαζαν.
Οι συνθήκες, οι απαιτήσεις, οι δυνατότητες του ...μαστορικού σχολείου. 
Η επιτυχία, το χρίσμα.
 Στο τελευταίο ταξίδι πριν την στράτευση, ασκούσαν καθήκοντα μάστορη.
 Έπρεπε  να χτίζουν να πελεκάνε, να βγάζουν πέτρες στα νταμάρια, να διαλέγουν άμμο από τα ρέματα, να έχουν γνώσεις για τα ασβεστοκάμινα, τα κεραμιδοκάμινα, τα ξύλα για την κατασκευή της στέγης και  γενικά να γνωρίζουν ότι έχει σχέση με τη κατασκευή του σπιτιού. 
Ήταν το ταξίδι που τάδιναν όλα. Δούλευαν πολύ περισσότερο από τις άλλες φορές, ήταν το ταξίδι της αντοχής αλλά και των δεξιοτήτων. Ήταν η μεγαλύτερη και η σπουδαιότερη ευκαιρία, ήταν οι εξετάσεις όχι μόνον της δουλειάς αλλά και της ζωής.
Κατά κανόνα, ο καλός μάστορης ήταν και καλός άνθρωπος, συνετός έξυπνος, περιζήτητος γαμπρός. 
Η σταδιοδρομία τους στην ασημότεχνη ήταν προδιαγεγραμμένη.
Έξι,  οκτώ, δέκα χρόνια μαστορόπουλα, τους έδωσαν πολλά εφόδια, τους έδωσαν τις γνώσεις, την τεχνική, την δύναμη, τον τρόπο να διαπραγματεύονται, να σχεδιάζουν και να υλοποιούν  στόχους, όπως οι μεγάλοι δάσκαλοί τους,  οι μαστόροι τους.
Μετά τον στρατό τα πράγματα ήταν διαφορετικά.
Στο μπουλούκι, έδιναν  εντολές στα ...μαστορόπουλα !
.
Περασμένα ξεχασμένα...
.
ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ
 [1]Τουλάχιστον τριάντα φορτία ήταν η μεταφορά ενός κυβικού πέτρας, άλλα τόσα η άμμος, το νερό το ασβέστη. Για ένα σπίτι 6 Χ 9 μέτρα χρειαζόταν περίπου 90 κυβικά μέτρα πέτρα δηλαδή: 2.700 (δύο χιλιάδες εφτακόσια ) φορτώματα, χωριστά η άμμος και τα υπόλοιπα.
[2] Κότης, Κόταινα : σπιτονοικοκύρης, σπιτονοικοκυρά.
[3] Ζαμπλαρίκος, κατάδικο, σκουράντζος : τραχανάς, παστό, ρέγκα.
[4] Γρίβας, ζόμπολα, γκούρα: ασβέστι, μικρές πέτρες. πέτρα.
[5] Παρασκευάς: έτσι ονόμαζαν ένα κομμάτι ξύλο μήκους ενός μέτρο με το οποίο μετρούσαν τα θεμέλια του σπιτιού. Πολλές φορές κρυφά το ξύλο αυτό τo χτυπούσαν και πήγαινε πιο βαθιά, αυξάνοντας το βάθος των θεμελίων για περισσότερο κέρδος...
.
(XIM_26-2-11)
 
 

Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Το Δημοτικό Σχολείο άρχισε να χτίζεται τον Αύγουστο του 1936. Επειδή τότε δεν πήγαινε αυτοκίνητο στου Σέρβου, τα τσιμέντα τα κουβάλησαν με μουλάρια από τα Λαγκάδια. Τις σιδερόβεργες όμως για την πλάκα, λόγω του μήκους τους και της φύσης του μονοπατιού δεν μπορούσαν να τις φορτώσουν στα ζώα και γι' αυτό τις κουβάλησαν οι Σερβαίοι στον ώμο από τα Λαγκάδια. Οι εργασίες σταμάτησαν λόγω του πολέμου και συνεχίστηκαν μετά το 1949. Οι αίθουσες του σχολείου άνοιξαν για τους μαθητές το 1954.