Συνέντευξη του Βασίλη Κων/ντη Σχίζα με τον  αιωνόβιο μάστορα Διαμαντή Κουτσανδριά. 

10-2-11 Koutsandrias-Sxizas
Η συνάντηση και κυρίως η συζήτηση με έναν αιωνόβιο ευθαλή γέροντα είναι μεγάλο σχολείο να μάθεις για τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις, τις ρίζες μας που δυστυχώς σιγά-σιγά ισοπεδώνονται από τη λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης.  Και μια τέτοια συνάντηση έχει μεγαλύτερη βαρύτητα και αξία όταν στο παρακείμενο καφενείο οι νεότεροι ασχολούνται «νυχθημερόν» μόνο με την χαρτοπαιξία (δηλωτή, πρέφα, ξερή...) και το τάβλι.
.
Πρόκειται για τον μπάρμπα-Διαμαντή Κουτσανδρέα (Κουτσανδριά) ο οποίος διάγει το 98ο έτος της ηλικίας του, με πλήρη διαύγεια πνεύματος και σωματική υγεία. Τον συναντήσαμε την ημέρα της μεγάλης γιορτής της Παναγίας του Δεκαπεντάγουστου 2010 στο παραδοσιακό ταβερνάκι του Νίκου Τρουπή στο ορεινό χωριό Σέρβου της Αρκαδίας, κατά την επίσκεψη και περιήγησή μας στην ευρύτερη περιοχή, λίγη ώρα αφότου σχόλασε η εκκλησία.
.
Στα νιάτα του ήταν μάστορας ή επί το επικρατέστερον χτίστης και το «ευγενέστερον»  οικοδόμος. Στα πολύ δύσκολα χρόνια  έξι-εφτά και περισσότερες δεκαετίες πίσω, ήταν ταξιδευτής, και με άλλους μαστόρους συγκροτούσαν μπουλούκια και ταξίδευαν σε μακρινούς τόπους για αναζήτηση δουλειάς.
 .
10-2-11_Koutsandrias-Sxizas
Διαμαντής Κουτσανδριάς (αριστερά). "...Εγώ στη ζωή μου δούλεψα τίμια..."
Βασίλης Σχίζας (Β.Σ.): Μπάρμπα - Διαμαντή σε βλέπω μια χαρά. Πόσων χρονών είσαι;  
Διαμαντής Κουτσανδριάς (Δ.Κ.): Φέτος περπατάω στα ενενήντα οχτώ (98). Εσύ τον πατέρα σου τον Κωνσταντή τον...άφησες και έφυγε! 
Β.Σ.: Εγώ τον άφησα; Αφού ξέρεις πόσο τον αγαπούσα. Ο Θεός είναι μεγάλος.  
Δ.Κ.: Δουλέψαμε μαζί με τον Κωνσταντή, στου Σκληρού (χωριό της ορεινής Ολυμπίας). Φτιάξαμε το σπίτι ενός Μητρόπουλου, δεν θυμάμαι τ' όνομά του.
. 
Β.Σ.: Στο σπίτι που χτίσατε τον βαρέσατε τον «παρασκευά»; 
Δ.Κ.: Εγώ σε όλη μου τη ζωή δούλεψα τίμια. Δεν βάρεσα ποτέ «παρασκευά», γι' αυτό και ο Θεός μ'έχει γερό και γερό θέλω να με πάρει όταν έρθει η ώρα.  
Β.Σ.: Σου εύχομαι να είσαι γερός και δυνατός. Αλλά για πες μου τι ακριβώς ήταν αυτός ο «παρασκευάς»;
. 
Δ.Κ.: Αυτό γινόταν όταν οι μαστόροι παίρνανε τις δουλειές {δηλαδή χτίζανε τα σπίτια και πληρωνόσαντε απ' τ' αφεντικό (ιδιοκτήτη)} με τον πήχη (τεκτονικός πήχης=0,75m και ο τετραγωνικός τεκτονικός πήχης=0,75m Χ 0,75m). O «παρασκευάς» ήταν συνθηματική λέξη. Ήταν ένα γερό ραβδί  που το έβαζαν στο θεμέλιο του σπιτιού ή όποιου κτιρίου θα έχτιζαν για να υπολογίσουν στο τέλος της δουλειάς τους, τους πήχεις  των τοίχων μαζί με τον τοίχο μέσα στο θεμέλιο, ήταν δηλαδή οδηγός. Όμως όσες ημέρες χτίζανε το σπίτι οι μαστόροι, τα παιδιά (μαστορόπουλα=εργάτες) περνώντας δίπλα απ' τον  «παρασκευά» χτύπαγαν με το μαστορικό σφυρί το ραβδί και έμπαινε μεσ' τη γη κάθε φορά από λίγο. Καμιά φορά και ο μάστορας πάνω απ' τη σκαλωσιά, φώναξε στο μαστορόπουλο:
«Παιδί, βάρα ρε τον «παρασκυεά».
Μέχρι να τελειώσει το χτίσιμο του σπιτιού, ο «παρασκευάς» -το ραβδί- είχε μπεί μες τη γη κάτω απ' το κανονικό θεμέλιο, μπορεί και μισό μέτρο. Έτσι στο μέτρημα έβγαζαν το ραβδί που έδειχνε θεμέλιο μισό μέτρο πάρα-πάνω απ' το κανονικό. Αν υπολογίσεις τους τέσσερεις τοίχους γύρω-γύρω του σπιτιού φαντάσου πόσους πήχες έκλεβαν. Αυτό βέβαια δεν το έκαναν όλοι οι μαστόροι.
 
Β.Σ.: Δηλαδή οι μαστόροι βρίσκανε χίλιους τρόπους να «βοηθήσουν το καζάντι» κι ας ήταν και αντικανονικό (καζάντι ήταν το κέρδος απ' τη δουλειά).  
Δ.Κ: Εγώ σου είπα, δε βάρεσα ποτέ «παρασκευά»
. 
Β.Σ.: Μπάρμπα-Διαμαντή, δεν σου εύχομαι να ζήσεις 150 χρόνια γιατί αυτή η ευχή δε είναι σωστή. Όμως σου εύχομαι από καρδιάς να είσαι μέχρι το τέλος  γερός,  να' χεις υγεία.  
Δ.Κ.: Να είσαι καλά. Να ξέρεις με τον πατέρα σου τον φίλο μου τον Κωνσταντή (πέθανε πριν 5 μήνες στα 97 του χρόνια) μιλούσαμε συνέχεια απ' το τηλέφωνο και θυμόμαστε τα παλιά.
 .
(ΧΙΜ_10-2-11)
 

Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Η διάνοιξη του δρόμου από τον Αγιώργη το Σαρά μέχρι το χωριό, μήκους 12 χιλιομέτρων έγινε το 1950. Οι Σερβαίοι διέθεσαν τις μερίδες τους από τη βοήθεια της UNRA που πουλήθηκαν για να συγκεντρωθούν χρήματα για την μπολντόζα. Επίσης δούλεψαν προσωπική εργασία όλοι οι ενήλικες του χωριού. Οι Αραπαίοι, επειδή είχαν να περπατήσουν μια ώρα παραπάνω από τους Σερβαίους, για να φθάσουν από το σπίτι τους στο έργο και μία να γυρίσουν, κοιμόσαντε το βράδυ εκεί που δούλευαν.