Γιάννη Ηλ. Χρονόπουλου

Πριν τον πόλεμο του 1940, οι τότε κυβερνώντες, αλλόμισθοι ιθύνοντες, εξέδωσαν φιρμάνι να σφαγιασθούν τα κοπάδια γιδιών, με το πρόσχημα ότι έτρωγαν τη βλάστηση. Η πραγματικότητα ήταν ότι, αφού τα σφάγιασαν, τα έστειλαν σε κάποιο κέντρο στο εξωτερικό και εκεί τα μετάλλαξαν σε κονσέρβες, σε μπότες, καμπαρτίνες και άλλες ενδύσεις του γερμανικού στρατού. Πήραν επίσης και τα μουλάρια, τον κινητήριο μοχλό για την επιβίωση, τα οποία όργωναν τη γη και μετέφεραν το κάθε τι. Πιθανώς και αυτά να έγιναν κονσέρβες και ενδύματα του γερμανικού στρατού.

 

Στη συνέχεια έγινε ο πόλεμος και ακολούθησε ο εμφύλιος, με ότι αυτό συνεπάγεται για την επιβίωση του λαού (ότι χειρότερο). Η Ελλάδα βρισκόταν στην πιο άθλια κατάσταση. Ήταν σχεδόν «καμένη γη του Ιμπραήμ». Κυριαρχούσε η απόγνωση, ενώ η πείνα, ο χειρότερος σύμβουλος του ανθρώπου, θέριζε.

Οι ηρωικές μανάδες (στην κυριολεξία και όχι μεταφορικά) μετέρχονταν οτιδήποτε, να δώσουν τροφή και ένδυση στις οικογένειές τους. Με τον κασμά έσκαβαν τα χωράφια και τους κήπους, ζαλωνόντουσαν ξύλα στην πλάτη τους και τα κουβαλούσαν στο σπίτι για ζέσταμα, μάζευαν αγκόρτσα και βελάνι, τα έψηναν στο φούρνο, τα έτριβαν με ένα λιθάρι και τα έκαναν αλεύρι. Στο σπίτι είχαν και τον αργαλειό, ύφαιναν υφάσματα τα έραβαν και έντυναν τις οικογένειές τους. Όσο για να αγοράσουν κάτι, ούτε να το ονειρευόντουσαν δεν μπορούσαν. Οι μανάδες έλεγαν: Μπαλωμένα ας είναι. Βρώμικα να μην είναι. Έτσι, τα φοράγαμε με άνεση. Εγώ, συγκεκριμένα, φορούσα ρούχα του κατά 6 χρόνια μεγαλύτερου αδελφού μου. Έτσι βιοποριζόταν ο λαός…

Ήταν Άνοιξη του 1949. Ήμουν μαθητής της τετάρτης τάξης του Δημοτικού. Εκείνη την εποχή, γίνονταν κάποια περίεργα κοινωνικά ανακατώματα. Στο σχολείο γίνονταν μετακινήσεις δασκάλων. Έφυγε κάποιος και ήρθε στη θέση του ο αείμνηστος Γεώργιος Αναστασόπουλος. Ο δάσκαλος Γεώργιος Αναστασόπουλος είχε ένα ιδιαίτερο χάρισμα όταν δίδασκε. Παρακολουθούσε από δίπλα τον μαθητή, εντόπιζε τα αδύνατά του σημεία, τον ξεκολλούσε ώστε να προχωρήσει παρακάτω, αλλά και κάτι ακόμη, που ήταν προοδευτικό για την εποχή εκείνη. Όταν δίδασκε, δεν κρατούσε στα χέρια βέργα από μουριά, ή τετράγωνο χάρακα, όπως συνηθιζόταν τότε. Δεν έλεγε «Το ξέρεις το μάθημα…; Εύγε. Πάρε και μια καραμέλα». «Δεν το ξέρεις…; Πάρε κάποιες ξυλιές από μουρόβεργα για ναAnastasopoulos Geor το μάθεις!».

Οι μαθητές, σε γενικές γραμμές, ήταν αδύνατοι, λόγω της κατοχής, ωστόσο προχωρούσαν καλά, ώσπου μια μέρα ανοιξιάτικη του 1949, πριν το μεσημέρι, ενώ κάναμε μάθημα την επαλήθευση της διαίρεσης, ξαφνικά, άνοιξε η πόρτα και μπήκαν στην τάξη δύο αρματωμένοι. Ανέκφραστοι πήγαν στο δάσκαλο και του είπαν επιτακτικά: «Δάσκαλε, ακολούθα!»

Τον πήραν βιαίως. Το μόνο που πρόλαβε να πει ήταν «Παιδιά, ανοίξτε τα πρόχειρά σας και ζωγραφίστε ότι θέλετε. Θα επιστρέψω σε λίγο». Επίσης είπε:

- Τι θέλετε κύριοι;

- Τίποτα, απλώς θα πάμε για λίγο φρέσκο αέρα…

Το δάσκαλό μας τον πήρανε. Δεν μπόρεσε να είναι συνεπής στο λόγο του, ότι θα επέστρεφε σε λίγο, αφού δεν επέστρεψε ποτέ.

Όλοι οι μαθητές σοκαριστήκαμε. Δεν καταλαβαίναμε τι ακριβώς συνέβαινε. Συγκεκριμένα, εγώ δεν μπορούσα να κατανοήσω τι αέρα να πάρει ο δάσκαλος και μάλιστα φρέσκο, τη στιγμή που φύσαγε τόσο πολύ που τα κλωνάρια των λεύκων λύγιζαν και άγγιζαν τα παράθυρα του σχολείου.

Ο καιρός περνούσε. Στη μνήμη μου είχε μείνει η εικόνα του. Πέρα από το ότι τον θαύμαζα ως δάσκαλο, ζήλευα τα δύο μεγάλα μπαλώματα του παντελονιού του, το οποίο ήταν από ντρίλι ριγωτό. Τα μπαλώματα δεν ήταν από το ίδιο ύφασμα, αλλά ήταν κάπως παρεμφερή. Ήταν ραμμένα περίτεχνα σε σχήμα οβάλ με διπλή ραφή (καρικωμένα) και κάλυπταν τα γόνατα. Η ζήλεια έγκειτο στο ότι η δική μου φορεσιά είχε τόσα πολλά μπαλώματα, που το κυρίως ύφασμα καλυπτόταν σχεδόν εξολοκλήρου.

Μιας που έγινε λόγος για μπαλώματα, την εποχή εκείνη, ήταν απαραίτητα στην κοινωνία. Έκλειναν τρύπες. Ακόμη και οι βιοτέχνες έραβαν μπαλώματα στους αγκώνες των σακακιών και αλλού, για προστιθέμενη αξία. Αργότερα, οι χίπις, το πολυπολιτισμικό εκείνο κίνημα, τα χρησιμοποίησαν ως μόδα και μάλιστα τα κολλούσαν όπου να ’ναι με βενζινόκολλα (προς διακωμώδηση). Σήμερα, αντί να βάζουμε μπαλώματα, ανοίγουμε τρύπες στα καινούρια ενδύματα, αλλά από ότι διαφαίνεται, σε λίγο χρονικό διάστημα, τα μπαλώματα θα έχουν και πάλι την τιμητική τους.

Τα χρόνια πέρναγαν, η μνήμη είχε παραγκωνίσει τα συμβάντα της εποχής εκείνης, ωστόσο μια μέρα, μετά από 44 χρόνια, το 1993, σε έναν οδοντίατρο στον Αγ. Δημήτριο στην Αθήνα, ο θεράπων γιατρός με ρώτησε για την καταγωγή μου. Αφού του είπα ότι είμαι από του Σέρβου Αρκαδίας, μου είπε:

- Με επισκέπτεται ένας πατριώτης σου. Γιώργο Αναστασόπουλο τον λένε. Δάσκαλος… Τον ξέρεις;

- Και βέβαια τον ξέρω. Ήταν ο δάσκαλός μου! Πες του το όνομά μου και αν με θυμάται και θέλει, να συναντηθούμε.

Έτσι και έγινε. Κατά την επόμενη επίσκεψη μου στο ιατρείο, συναντηθήκαμε και ανταλλάξαμε τους εθιμοτυπικούς χαιρετισμούς. Ο δάσκαλος θυμήθηκε τον τότε μικρό μαθητή, το Αραπιοτόπουλο, και μετά χαράς συνδιαλέχθηκε με τον ενήλικα Αραπαίο. Στη συνέχεια, με κάλεσε στο σπίτι του για καφέ. Βεβαίως και ανταποκρίθηκα. Κάναμε μια πολύ εποικοδομητική συζήτηση. Μιλήσαμε για το χωριό, για την βιοποριστική μας κατάσταση, αλλά κυρίως για θέματα παιδείας. Επιδερμικά αγγίξαμε την τότε κατάσταση. Του υπενθύμισα τη βίαιη σύλληψή του στο σχολείο και τα όσα συνέβησαν. Σε μια αποστροφή του λόγου του μου είπε: «Για τον φρέσκο αέρα, και μάλιστα ιωδιωμένο, ξέχασέ τα… Να μη ζήσει η πατρίδα μας ξανά την κατάρα του έθνους!».

Στη συνέχεια, του είπα μεταξύ άλλων ότι ζήλευα τα δύο μεγάλα μπαλώματα στα γόνατά του παντελονιού του. Όχι βέβαια ότι ήταν τα μοναδικά στην ένδυσή του, αλλά σε αυτά εστίασε η προσοχή μου. Εκεί γελάσαμε και οι δύο.

Εν τω μεταξύ, πλησίαζε το πέρας της επίσκεψης…

Αυτή η απρόσμενη συνάντηση και πρόσκληση, για μένα ήταν τιμή. Τον ευχαρίστησα πάρα πολύ όχι μόνο για την πρόσκληση στο σπίτι του, αλλά και διότι συνάντησα κάτι το σπάνιο για τα σημερινά δεδομένα. Συνάντησα το ΜΕΓΑΛΕΙΟ της ΞΥΠΝΙΑΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ και της ΑΝΘΡΩΠΙΑΣ.

ΔΑΣΚΑΛΕ, οι μαθητές σου έτσι θα σε θυμόμαστε.

Η προσφορά του δασκάλου, πέραν του εκπαιδευτικού του έργου, ήταν και  στα Συλλογικά του χωριού όπου διετέλεσε και πρόεδρος του Συνδέσμου μας.

 

17.9.2013

 


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Η διάνοιξη του δρόμου από τον Αγιώργη το Σαρά μέχρι το χωριό, μήκους 12 χιλιομέτρων έγινε το 1950. Οι Σερβαίοι διέθεσαν τις μερίδες τους από τη βοήθεια της UNRA που πουλήθηκαν για να συγκεντρωθούν χρήματα για την μπολντόζα. Επίσης δούλεψαν προσωπική εργασία όλοι οι ενήλικες του χωριού. Οι Αραπαίοι, επειδή είχαν να περπατήσουν μια ώρα παραπάνω από τους Σερβαίους, για να φθάσουν από το σπίτι τους στο έργο και μία να γυρίσουν, κοιμόσαντε το βράδυ εκεί που δούλευαν.