Βρέχει, ονειρεύομαι τη συντροφιά σου,
που σε άλλον τώρα έχει χαριστεί,
και ακούω χαρούμενος τα βήματά σου,
μπροστά στη δική μου θύρα την κλειστή.

 

Μπαίνεις σαν τρομαγμένη πεταλούδα,

που σέρνει πίσω της την αντηλιά,

και σου φιλώ τα χέρια τα βελούδα,

και σου φιλώ τα μαύρα σου μαλλιά.

 

Η μοναξιά μου λιώνει από το πάθος,

κερί με φως που γίνεται θαμπό,

κι η δυστυχία μου κρύβεται σαν λάθος,

μεσ’στα βιβλία που πια δεν τα αγαπώ.

 

Κλωστή από τα χείλη σου λεπτή με δένει,

κι η μουσική τον λόγο σου αντηχεί,

χαιρετισμός από την οικουμένη,

στην παραπονεμένη μου ψυχή.

 

Λυγάς καλάμι μεσ’στην αγκαλιά μου,

λυγμοί χαράς σου πνίγουν τη μιλιά,

και το στεφάνι ενός χαμένου γάμου,

μας ξαναστεφανώνει τα μαλλιά.

 

Παύει η βροχή σταγόνα τη σταγόνα,

θυμάμαι σε άλλον έχεις χαριστεί,

και ξαναπνίγομαι στο χειμώνα

της μοναξιάς μου, που είναι πιο πιστή.

 

Βάσω Χ. Μπόρα

(χιμ)

 

Η Βάσω είναι θυγατέρα του Χρήστου Γ. Μπόρα (του “Κάτω” Χρήστου Μπόρα, δίπλα στο σχολείο, και της Ελένης Ρούτουλα). Είναι το 7ο από τα δέκα παιδιά της οικογένειας (Γιώργος, Μήτσος, Παναγής, Φώτης, Νίκος, Μαρία, Βάσω, Κώστας, Γιάννης -στην Αυστραλία- και Αντρέας). Έφυγε 12 χρονών από του Σέρβου για να μπει στη βιοπάλη σε εργοστάσιο υποδημάτων στην Αθήνα, όπου εργάστηκε έως τη σύνταξή της.

 

 

 
 

Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.