.         

Γ. Δ. Βέργος

 

Η διάνοιξη του αμαξιτού δρόμου των 11 χιλιομέτρων, από τη γέφυρα του Αγιώργη Σαρρά μέχρι το χωριό μας, ίσως είναι ο μεγαλύτερος άθλος των πατριωτών. Με προσωπική εργασία και με μια μπουλντόζα έκαναν αυτό το θαύμα, αμέσως μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, σε μια πολύ δύσκολη εποχή.

a gefiraSara
b eikonostasi
Το γεφύρι Σαρρά, απ΄όπου άρχισε η διάνοιξη του δρόμου
το 1950,  για το χωριό μας Σέρβου.
Στην κάτω φωτογραφία είναι το προσκυνητάρι του Αγιώργη
αμέσωσ μετά τη στροφή του δρόμου για το χωριό.

Ο άθλος αυτός αναγνωρίστηκε από τις αρμόδιες Κρατικές Αρχές, ως μοναδικός τουλάχιστον για την περιοχή Αρκαδίας (Πελοποννήσου;) και απενεμήθη στο χωριό εξαιρετικό και μοναδικό βραβείο.

Θυμάμαι κάτι μεγάλες αφίσες που μοίραζαν τότε στα μαγαζιά ‘’ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ’’,   και φιγουράριζε το χωριό μας με τη μπουλντόζα και την επιγραφή:

‘’ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΕΡΒΟ ΦΤΙΑΧΝΕΙ ΔΡΟΜΟ’’.

 

 

Παρόλο που έχουν δημοσιευθεί στην εφημερίδα και ιστοσελίδα του Συνδέσμου σχετικά άρθρα, θεώρησα πως αξίζει τον κόπο να προσθέσω και εγώ ότι θυμάμαι, από το γιγάντιο αυτό έργο των πατριωτών, σε μια εποχή που όλα ήσαν δύσκολα και φράγκο …πουθενά.

Καλό είναι και άλλοι πατριώτες, που θυμούνται γεγονότα από αυτό το έργο, να τα δημοσιεύσουν στα μέσα επικοινωνίας του Συνδέσμου, για να εμπλουτίσουμε την ιστορία του χωριού μας. Είναι καθήκον.

 

 

Η μεγάλη απόφαση

Όπως είναι γνωστό, μέχρι το 1950 (πριν εβδομήντα χρόνια), δεν υπήρχε αμαξιτός δρόμος στο χωριό μας. Υπήρχε ένας «κατσικόδρομος» που οι πατριώτες πήγαιναν στα χωράφια τους (Αρτοζήνο κλπ) που δεν έφτανε μέχρι το γεφύρι του Αγιώργη Σαρρά. Υπήρχε ένα άλλο δρομάκι κάπου στη Μαλάσοβα, που σπάνια οι πατριώτες το χρησιμοποιούσαν και πήγαιναν στο μύλο της "Σολομίνας;"  κοντά στη Δημητσάνα.

 

Οι πιο πολλοί πατριώτες μας, προπαντός οι γυναίκες, δεν είχαν δει αυτοκίνητο. Όσοι είχαν αμπέλι στην περιοχή «Κάπελη», έβλεπαν να περνά απέναντι στο δρόμο το λεωφορείο «Τρίπολη, Λαγκάδια Τρόπαια» κάθε απόγευμα και σπάνια κάποια φορτηγά. Οι συναλλαγές μας μέχρι τότε γίνονταν με τα μουλάρια, συνήθως από τα Λαγκάδια που ήταν πιο κοντά (δυο ώρες), και πολύ σπάνια με τη Δημητσάνα, που η απόσταση ήταν πάνω από τρεις ώρες.

  

   Στο τέλος του 1949 και στις αρχές 1950, που ο εμφύλιος είχε λήξει, οι πατριώτες πήραν την μεγάλη απόφαση να φτιάξουν αμαξιτό δρόμο, για να μπορούν να επικοινωνούν με τον «έξω» κόσμο και να κάνουν τη ζωή τους ποιο εύκολη. Συνεννοήθηκαν όλοι μαζί, οι ντόπιοι με πρόεδρο του Ρουσόγιαννη, και οι «Αθηναίοι» με το γιατρό Ιωάννη Δήμου Δημόπουλο (ήταν διευθυντής στην Υγειονομική Σχολή Αθηνών) που ήταν πρόεδρος του Συνδέσμου και καθοδηγητής όλων των ενεργειών, για να ξεκινήσουν αυτή την προσπάθεια, παρόλο που και άλλα έργα στο χωριό είχαν μείνει ημιτελή λόγω του πολέμου, όπως το σχολείο και η εκκλησία.

 

 

Οι πρώτες ενέργειες

Αντιπροσωπεία πατριωτών πήγε πρώτα στα Λαγκάδια, που υπήρχαν πολλές συναλλαγές και φιλίες, να ζητήσουν από το δήμαρχο και τους άλλους παράγοντες, συμπαράσταση και στήριξη. Όμως οι Λαγκαδινοί, όχι μόνο δεν έδειξαν ενδιαφέρον για το έργο, αντίθετα άρχισαν να ειρωνεύονται τους πατριώτες:

Τι τον θέλετε το δρόμο;

Να έρχεστε εδώ, για να περνάτε και από το ποτάμι (του Μπούφι),

για να πλένετε και τα πόδια σας!

Καλά είστε εκεί.

Καταλάβαιναν οι κοντοχωριανοί μας πως αν γινόταν δρόμος δεν ήταν προς το συμφέρον τους, γιατί θα σταματούσαν και οι συναλλαγές με τα Λαγκάδια, όπως και έγινε τελικά.

Αντίθετα, οι Δημητσανίτες τους ενθάρρυναν να πάρουν το δρόμο από το γεφύρι του Σαρρά, που απείχε από τη Δημητσάνα 3-4 χιλιόμετρα. Αυτούς, προφανώς, τους συνέφερε. Μάλιστα ο πρόεδρος τότε της κοινότητας Δημητσάνας τους είπε:

Το χωράφι μετά το γεφύρι είναι δικό μου.

Να περάσετε από μέσα και να κόψετε όσο θέλετε!

Τελικά οι πατριώτες αποφάσισαν πως καλύτερη λύση ήταν να πάρουν το δρόμο από το γεφύρι του Σαρρά.

 

Dimopoulos1Το μεγαλύτερο πρόβλημά τους ήταν το πως θα εξοικονομούσαν κάποια ελάχιστα χρήματα, για τις αναπόφευκτες ανάγκες, που θα απαιτούσε το έργο. Προσωπική εργασία διέθεταν όλοι και με το παραπάνω. Άλλωστε, τη μαστορική τέχνη την κατείχαν καλύτερα από οτιδήποτε άλλο. Είναι αυτονόητο πως μετά τη λήξη του εμφυλίου όλοι ήσαν φτωχοί και τα χρήματα που κυκλοφορούσαν ελάχιστα. Το κράτος, με τα τόσα προβλήματα που άφησε πίσω της η κατοχή και ο καταστροφικός εμφύλιος, προφανώς ήταν ανήμπορο να φτιάξει έναν τέτοιο επαρχιακό δρόμο, σε ένα μικρό χωριό. Είχε τεράστιες άλλες προτεραιότητες.

 

Μετά τα Λαγκάδια και τη Δημητσάνα, η επιτροπή με «μπροστάρη» το γιατρό Δημόπουλο, πήγε στο Νομάρχη στην Τρίπολη (όπως έχω ακούσει από τον πατέρα μου και τους μεγαλύτερους) και του εξέθεσε με παρρησία το πρόβλημα του χωριού και την απόφαση που είχαν πάρει οι πατριώτες να φτιάξουν δρόμο. Του ζήτησαν μια κάποια κρατική βοήθεια, γι αυτό το σκοπό.

 

Ο Νομάρχης δεν πίστευε ότι οι Σερβαίοι θα κατάφερναν να φτιάξουν δρόμο, ένα τέτοιο τεράστιο έργο, αμέσως μετά την κατοχή και τον εμφύλιο. Ήταν το πρώτο χωριό στην Αρκαδία, ίσως και στη Πελοπόννησο, που έπαιρνε μια τέτοια απόφαση. Από την άλλη δεν ήθελε να ποθαρρύνει τους πατριώτες και τους είπε πως το μόνο που μπορούσε να κάνει η Νομαρχία ήταν να στείλει τον νομομηχανικό να δει αν μπορούσε να γίνει δρόμος εκεί, και αν αυτό ήταν εφικτό να διαθέσει μια μπουλντόζα με το χειριστή και εμείς να πληρώναμε τα καύσιμα και να φροντίζαμε την τροφοδοσία του χειριστή.

Αυτή η υπόσχεση του Νομάρχη ήταν κάτι σημαντικό για τους πατριώτες, που είχαν πάρει πολύ ζεστά το θέμα. Ο πρόεδρος του Συνδέσμου ανεβοκατέβαινε συνέχεια Αθήνα-Σέρβου, (στο χωριό λέγανε πως «τα πόδια του έχουν βγάλει νερό») και τους ενεθάρρυνε όλους, ότι μπορούν να φτιάξουν το δρόμο.

 

 

Το νερό στ΄αυλάκι…

Τελικά ήρθε ο μηχανικός στο χωριό (αν θυμάμαι καλά δύο μηχανικοί ασχολήθηκαν με το δρόμο μας,  ο ένας λεγόταν Λιμπερόπουλος και ο άλλος Δαβέτας), τον περιποιήθηκαν οι πατριώτες με ένα καλό τραπέζι (με κόκορα κλπ), τον βοήθησαν σε ότι χρειαζόταν και σύντομα  έκανε τη χάραξη.

Χρήματα;

Για να διαθέσει μετρητά δεν είχε κανένας.

Τότε, από την αμερικανική βοήθεια μοίραζαν στα χωριά τρόφιμα, αλεύρι, σπορέλαιο, κονσέρβες, γλυκόζη, μπισκότα κ λ π, καθώς και ζάχαρη. Η ζάχαρη τότε ήταν σε έλλειψη και είχε σημαντική αξία στην αγορά. Σκέφτηκαν λοιπόν οι πατριώτες να πουλήσουν τη ζάχαρη που ήταν πανάκριβη, να πληρώσουν τα καύσιμα. Θυμάμαι που λέγανε «…εμείς όλη τη δεκαετία του 1940 δεν είχαμε καθόλου ζάχαρη και δεν πάθαμε τίποτα…». Έτσι και έγινε. Για την τροφοδοσία των χειριστών αποφάσισαν να τους πηγαίνει φαγητό μια οικογένεια κάθε μέρα. Σε αυτά συμφώνησαν όλοι οι πατριώτες, εκτός από δυο, που όπως έλεγαν δεν ήθελαν δρόμο (παντού και πάντα υπάρχουν εξαιρέσεις, για να επιβεβαιώνουν τους κανόνες…)

 

Δευτέρα 17 Ιουλίου 1950, η αρχή του …άθλου.    

Μετά από συντονισμένες προσπάθειες και προσεκτικές κινήσεις έφτασε η πολυπόθητη αυτή μέρα, που θα άρχιζε το έργο. Ήταν Δευτέρα 17 Ιουλίου, εορτή της Αγίας Μαρίνας. Την προηγούμενη, Κυριακή απόγευμα, θυμάμαι που μια ομάδα από Αραπαίους, αείμνηστοι σήμερα, με τα γαϊδουράκια τους φορτωμένα με τα ρούχα τους, τα εργαλεία τους και τα τρόφιμα σταμάτησαν έξω από το μαγαζί του πατέρα μου. Στην ερώτηση του πατέρα μου «για πού το βάλατε» απάντησαν πως πάνε για τον Αγιώρη το Σαρρά που θα ξεκινήσει ο δρόμος και πως θα μένουν εκεί για να μην πηγαινοέρχονται πάνω-κάτω. Εγώ τότε δεν τους γνώριζα, εκτός από τον Θοδωρή Χειμώνα (τον πατέρα του γιατρού Ηλία Χειμώνα) και τον Ηλία Χρονόπουλο (Μαρθολιά), που έρχονταν στο χωριό με τα καλάθια και μάζευαν αυγά να τα πάνε στη Μεγαλόπολη να τα πουλήσουν.

ΣγΣΤΑΘΗΣ - ΧΕΙΜΩΝΑΣ
Οι δύο γιατροί που πρωτοστάτησαν στη διάνοιξη δρόμου,
από το χωριό στο συνοικισμό Αράπηδες.
Δεξιά ο Στάθης Δάρας και αριστερά ο Ηλίας Χειμώνας.

 

 

Περίμεναν οι Αραπαίοι πως ο δρόμος θα συνεχιζόταν στον συνοικισμό, αλλά διαψεύστηκαν όμως, γιατί ο δρόμος συνεχίστηκε προς Λυκούρεση και προς τα άλλα χωριά. Χρειάστηκαν είκοσι έξη χρόνια για να αρχίσει η διάνοιξη και αυτού του δρόμου και έτσι να γίνει πραγματικότητα και το δικό τους όνειρο. 

Τον Αύγουστο του 1976 άρχισε η διάνοιξη από το Σύνδεσμο (πρόεδρος τότε ο γιατρός Στάθης Δάρας) με πολύ κόπο και αγώνα, αλλά με συμπαράσταση  και οικονομική βοήθεια όλων των πατριωτών. Τη διάνοιξη ολοκλήρωσε ο Αραπαίος γιατρός   Ηλίας Θ. Χειμώνας (πρόεδρος και αυτός του Συνδέσμου επί σειρά ετών) , που ίδρυσε ξεχωριστό Σύνδεσμο, αποκλειστικά γι΄αυτό το σκοπό.

 

   Τη Δευτέρα, λοιπόν, πρωί-πρωί ξεκίνησαν πολλοί πατριώτες με ενθουσιασμό, με τα γαιδουρομούλαρα, τους κασμάδες και τα φτιάρια και πήγαν στον Αγιώργη Σαρρά, που θα ερχόταν η μπουλντόζα και θα άρχιζε το έργο.

Έτσι ξεκίνησε η πολυπόθητη διάνοιξη του δρόμου και το όνειρο άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά, μέσα σε απίστευτο ενθουσιασμό όλων των πατριωτών, ντόπιων και ξενιτεμένων.

Η αρχή το ήμισυ παντός.

 

Κάθε μέρα πήγαιναν περισσότερα από πενήντα άτομα, βοηθούσαν όπου χρειαζόταν με την καθοδήγηση των ειδικών για το πέρασμα της μπουλντόζας, κυρίως όμως έκαναν τεχνικά έργα, που ήσαν πάρα πολλά, αφού η περιοχή ήταν γεμάτη από ρέματα και βουνοπλαγιές.

Η κοινότητα είχε θεσπίσει την προσωπική εργασία σε όλους τους ενήλικες άνδρες, πάνω από δέκα οκτώ ετών. Και δεν ήταν λίγοι αυτοί οι πατριώτες, ίσως περισσότεροι από τριακόσιοι.   Τον πρώτο χρόνο αν θυμάμαι καλά πρέπει να επέβαλαν περισσότερες από τριάντα μέρες, προσωπική εργασία. Ο θεσμός αυτός, συνεχίστηκε για πολλά χρόνια στο χωριό, ίσως και πάνω από δέκα. Αν κάποιος δεν έκανε αυτή την εργασία, η κοινότητα έστελνε στο Δημόσιο Ταμείο το ποσό που αναλογούσε στο κρατικό ημερομίσθιο και του ερχόταν ένταλμα πληρωμής.

Οι εργασίες συνεχίστηκαν καθημερινά και εντατικά, βοηθούντος και του καλού καιρού, μέχρι τον Δεκέμβριο (πέντε σχεδόν μήνες).

 

Τρίτη 5 Δεκεμβρίου η μπουλντόζα στην είσοδο του χωριού.

Χρειάστηκαν πέντε μήνες, για να γίνει στοιχειώδης διάνοιξη του δρόμου των 11 χιλιομέτρων, με πολλούς κόπους και βάσανα, αλλά με αποφασιστικότητα,  πολλή υπομονή και επιμονή.      

Την επόμενη μέρα, που ήταν του Αγίου Νικολάου, είχαμε εκκλησιασμό, όπως σε κάθε γιορτή. Δεν θυμάμαι αν η μπουλντόζα άρχισε εργασία από το πρωί ή μετά τον εκκλησιασμό. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι το μεσημέρι είχε φτάσει μπροστά από το καφενείο του Γιάννη Ρουσιά (σήμερα) και άρχισε να κόβει τα οικόπεδα, για να γίνει η πλατεία. Όχι βέβαια όπως είναι σήμερα η πλατεία, αφού την μεγάλωσαν ακόμη δυο φορές. Η χαρά και το κέφι των πατριωτών δεν περιγράφεται. Όλο το χωριό μαζεμένο εκεί. Τα παιδιά και οι γυναίκες ήταν μαζεμένα από το πάνω μέρος για να βλέπουν αυτό το «θεριό», που δεν είχαν ξαναδεί από κοντά, και τώρα το είχαν οι γυναίκες στολίσει με «μεσίνες».

 

Αυτοκίνητο βέβαια μέσα στο χωριό δεν μπορούσε να έρθει το χειμώνα λόγω καιρού και βροχοπτώσεων. Σε πολλά σημεία είχε λάσπες (γλίνα), ιδιαίτερα στην περιοχή «ορνόβρυση», λίγο πριν από εκεί που σκαπετάει ο δρόμος από το χωριό, και που τώρα έχουν κάνει μεγάλο τσιμεντένιο τοίχο αντιστήριξης. Μάλιστα, πολλές φορές δεν μπορούσε να περάσει ούτε μουλάρι φορτωμένο, από αυτό το σημείο και πριν τη διάνοιξη.

 

   Πέρασε ο χειμώνας του 1951, χωρίς να γίνουν ιδιαίτερες εργασίες, λόγω κακοκαιρίας.   Κατά το Μάρτιο, αφού σταμάτησαν οι βροχές, άρχισαν πάλι σιγά-σιγά οι εργασίες. Πάλι με προσωπική εργασία, ίσως να ήταν κάποια στιγμή και μπουλντόζα.

Κατά το τέλους του μήνα έφτασε το πρώτο αυτοκίνητο (μικρό φορτηγό ανατρεπόμενο που κουβαλούσαν πέτρες για τις μάντρες αντιστήριξης), στη στροφή του τσιούμπη (που είναι το ξωκλήσι του Αγιο-θανάση). Εκεί θυμάμαι σταμάτησε, γιατί υπήρχαν κάποια εμπόδια στο δρόμο, από πέτρες και νεροφαγώματα. Μπροστά πήγαιναν οι εργάτες πατριώτες μας, πετούσαν τις πέτρες και καθάριζαν το δρόμο και πίσω ακολουθούσε το αυτοκίνητο. Εμείς τα παιδιά που πρωτοστατούσαμε στο να χαζεύουμε να κοιτάμε τη μπουλντόζα (και ότι άλλο μηχάνημα που βλέπαμε για πρώτη φορά), ανεβήκαμε στην καρότσα του φορτηγού που ήταν άδεια,  και κάποια στιγμή μετά από καμιά ώρα «ντούκου-ντούκου» φτάσαμε στην πλατεία, και η χαρά μας δεν περιγράφεται, που γυρίσαμε με αυτοκίνητο. Μέχρι τότε μόνο στα γαϊδουρομούλαρα είχαμε ανεβεί…

 

 

Μεγάλες δυσκολίες στην αρχή.

   Εκείνο το χειμώνα (δεν αποκλείεται να ήταν τον επόμενο) είχαμε και ένα δυσάρεστο γεγονός. Ο αείμνηστος Γιώργος Χρ. Βέργος, μόλις είχε απολυθεί από στρατιώτης, αρρώστησε και πήγε στο νοσοκομείο στην Τρίπολη, όπου δυστυχώς πέθανε. Τον μετέφεραν με ταξί από την Τρίπολη και έφτασαν μέχρι εκεί που είναι ο τοίχος αντιστήριξης «ορνόβρυση». Δεν μπορούσαν όμως να συνεχίσουν, λόγω λάσπης, και κάποιος συνοδός ήρθε στο χωριό και πήγαν οι πατριώτες μας και μετέφεραν το φέρετρο στον ώμο.

Το καλοκαίρι του 1951 έγιναν αρκετά τεχνικά έργα με πολλούς άντρες του χωριού και όλο ερχόταν κάποιο ανατρεπόμενο φορτηγό με πέτρες η και τζιπ της Νομαρχίας με το μηχανικό ή με άλλους παράγοντες, που επόπτευαν στις εργασίες.

 

ΣΕΡΒΟΥ4-ΧΡΟΝΟΠ. 12roysias73361283 138478930815061 7111379842515337216 n
Πρόσφατη Ασφαλτόστρωση τμημάτων του δρόμου.
Αριστερά ο δρόμος προς το συνοικισμό
Δεξιά τμήμα του δρόμου πριν τηνΤρανηβρύση
 

Τα έργα συνεχίζονταν κάθε χρόνο με την προσωπική εργασία των πατριωτών, και η κατάσταση του δρόμου διαρκώς βελτιωνόταν. Η συγκοινωνία άρχισε να γίνεται στο χωριό, με πολλά βέβαια προβλήματα στην αρχή, όμως εξυπηρετούσε χοντρικά τους πατριώτες.

Κάθε χρόνο τα πράγματα γίνονταν καλύτερα με την συγκοινωνία του χωριού, μέχρι που οι πατριώτες απέκτησαν όλοι ιδιωτικό αυτοκίνητο και χρησιμοποιούσαν ελάχιστα την δημόσια συγκοινωνία. Φτάσαμε στο σημείο τα τελευταία καλοκαίρια, όλοι οι δρόμοι του χωριού από την Τρανηβρύση μέχρι την Γαϊδουροκυλίστρα και από την άκρη του πάνω χωριού μέχρι τα τελευταία σπίτια του κάτω χωριού, να είναι   γεμάτοι αυτοκίνητα!!

 

Όσο περνούσαν τα χρόνια, ο δρόμος σταδιακά βελτιωνόταν με φροντίδα τόσο των Τοπικών Αρχών, όσο και του Συνδέσμου. Έγιναν γεφύρια και άλλα τεχνικά έργα, ασφαλτοστρώθηκαν τμήματα του δρόμου και σήμερα είναι ευκολοδιάβατος ο δρόμος, με κάποια υποφερτά προβλήματα. Τον τελευταίο καιρό μάλιστα έπεσε καινούρια άσφαλτος από το «Τσιούμπη» μέχρι το χωριό, όπως και ασφαλτόστρωση σε όλο σχεδόν το δρόμο από το χωριό μέχρι το συνοικισμό Αράπηδες.

 

 

 

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

 

(ΧΙΜ)

 


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.