Γ. Δ. Βέργος
1. Το κιούπι με το λάδι.
Μέχρι τη δεκαετία του 1950, στο χωριό μας υπήρχε μεγάλη φτώχεια. Ορεινός και άγονος ο δικός μας τόπος και οι οικογένειες συνήθως με πολλά μέλη. Έτσι, προσπαθούσε κάθε οικογένεια να τα βγάλει πέρα με μεγάλη οικονομία και κάθε θυσία.
Κιούπια λαδιού |
Ειδικά το λάδι στο χωριό ήταν είδος «εν ανεπαρκεία» και όποιος κατάφερνε να φέρει ένα τενεκέ από τη Μεσσηνία (Μεσσένια) όπου δούλευε, ήταν ευτυχής και έλεγαν χαρακτηριστικά οι άλλοι χωριάτες:
«Τι ανάγκη έχει αυτός, θα βγάλει τη χρονιά του άνετα, μπέικα, με ένα ντενεκέ λάδι»!
Τα χρόνια πριν το 1950, το λάδι στο χωριό το έριχναν με το αδράχτι στο φαί, για να μην τους τελειώσει. Δηλαδή, βουτούσαν τη μύτη του αδραχτιού (ρόκας) μέσα στο μπουκάλι και το έσταζαν στον τέντζερη, μια-δυο φορές! Γενικά, ήταν πάρα πολύ περιορισμένη η κατανάλωση λαδιού.
Μια πατριώτισσα μας, καλή νοικοκυρά, από τους μεσαίους νοικοκυραίους του χωριού, πάντα κλαιγόταν για τη φτώχεια της και πως θα τα βγάλει πέρα, με μια θράκα φαμελιά. Είχε φέρει ο άντρας της πριν 4-5 χρόνια δύο ντενεκέδες λάδι και γέμισαν ένα κιούπι (30-40 κιλά). Η προσπάθειά της ήταν να μην κατεβαίνει, κατά το δυνατόν, η στάθμη του λαδιού, ώστε να περάσουν όσο γίνεται περισσότερα χρόνια.
Έλεγε, λοιπόν, στις γειτόνισσες της πως 4-5 χρόνια τώρα δεν έχει αδειάσει το κιούπι από το λάδι και πως θα προσπαθήσει να φτάσει τα 7 χρόνια, γιατί τότε το κιούπι θα γεμίζει μόνο του λάδι, όπως της έλεγε συνέχεια η μάνα της! Και το πίστευε, ασφαλώς!
Κάτι ήξερε η γιαγιά…
Αν πέρασαν τα 7 χρόνια, και το κιούπι γέμισε από μόνο του λάδι …δεν το ξέρω.
.
2. Ευχές και σχόλια για τα νεογέννητα του χωριού.
Α) Όταν γεννιόταν αγόρι:
-Τάμαθες; Γέννησε η Μαρία της Μήτραινας (τυχαίο όνομα)
–Όχι, τώρα τ’ ακούω, τι έκανε;
- Παιδί (εννοούσε αγόρι, γιατί τα κορίτσια τα έλεγαν «τσιούπες»).
–Μπράβο της! Να της ζήσει της καψερής, καιρός ήταν μετά από τόσες τσιούπες, να κάνει και ένα παιδί!
Αν μάλιστα το παιδί ήταν συνέχεια άλλων αγοριών, συνήθως άκουγε κανείς και αυτή την …εξυπνάδα!
-Φαινότανε μωρέ, αυτή η γυναίκα. Είναι παιδο-μάνα, είναι από καλό σπίτι, είναι για καλή οικογένεια και τέτοιες γυναίκες δεν υπάρχουν πολλές. Είδες; Όλο παιδιά κάνει, αν δεν κάνω λάθος είναι το 4ο ή το 5ο;
Ούτε μία τσιούπα δεν έκανε. Τυχερός ...ο πατέρας των παιδιών.
Β) Όταν γεννιόταν κορίτσι:
-Τι νέα κουμπάρε;
-Τι νέα θες, γέννησε η νύφη του Λια.
-Σοβαρά; Τι παιδί έκανε;
-Τσιούπα (κορίτσι)
-Πάλι τσιούπα;
-Α να χαθεί με δάφτη (αυτή).
-Άχρηστη αυτή η γυναίκα. Που τη βρήκε, ούτε ένα παιδί δεν μπορεί να κάνει.
-Εγώ του το έλεγα του Λια ότι αυτή η γυναίκα δεν ήταν για το σπίτι τους, αλλά αυτός δεν με άκουσε. Τώρα, καλά να πάθει, θα σβήσει μια μέρα το σόι του. Άσε που η μαύρη η Λιού δεν θα ξεκουραστεί ποτέ. Δεν προφταίνει να τελειώσει το ένα βιλάρι πανί (να υφάνει δηλαδή την προίκα), αρχίζει το άλλο. Που να φτιάξει τόσες προίκες!
-Τι να πούμε ρε κουμπάρε. Να είναι καλά ο πατεράκος της, να την κάνει και αυτή πέρα (να την παντρέψει), όταν έρθει η ώρα της.
Σίγουρα υπήρχαν και πολλοί άντρες που δεν στενοχωριόσαντε αν η κυρά έκανε κορίτσι, ιδίως αν αυτό ήταν μετά από αγόρια. Για τα γεράματα, ντε...
Πάντως, υπάρχουν και «χειρότερα» αλλού. Στη λεβεντογένα Κρήτη, κάποιοι μουστακαλήδες Κρητικοί παίρνανε τα βουνά, στο άκουσμα πως η κυρά δεν έκανε «κοπέλι» (αγόρι).
(και καλό είναι να μη μας διαφεύγει, πως το σπερματοζωάριο του άντρα καθορίζει το φύλλο του παιδιού).
3. Τα δυο πρώτα ξαδέρφια εύχονται...
Ζωοδόχος Πηγή Σέρβου (1872).
Διατηρητέο μνημείο
|
Τις Κυριακές στο χωριό, εκείνα τα χρόνια, πήγαιναν στην εκκλησία και οι περισσότεροι άνδρες. Όταν τελείωνε η λειτουργία έβγαιναν όλοι στον περίβολο του Ναού της Ζωοδόχου Πηγής και οι άντρες καθόσαντε στο τουράκι (μεγάλο πέτρινο παγκάκι στο όριο του προαυλίου της Ζωοδόχου Πηγής, προς τη νότια πλευρά και συνέχεια του καμπαναριού) και περίμεναν τα κόλλυβα, γιατί όλο και κάποιο μνημόσυνο θα είχε γίνει.
Οι γυναίκες στεκόσαντε κάπως παράμερα προς την είσοδο του Ναού. Δεν «επιτρεπόταν» να κάτσουν στο τουράκι με τους άντρες. Πάντως, αυτή η ώρα που σχόλαγε η εκκλησία ήταν από τις ποιο ευχάριστες στους πατριώτες, γιατί δινόταν η ευκαιρία για συζητήσεις, σχόλια «κουτσομπολιά» κλπ.
Ο Λιας κι ο Μήτρος ήσαν πρώτα ξαδέρφια και συνήθως πήγαιναν μαζί στην εκκλησία, για να συζητούν στο δρόμο, να λένε τα δικά τους και όταν σχόλαγε η εκκλησία καθόσαντε δίπλα-δίπλα στο τουράκι. Ο Μήτρος ήταν μικρότερος και ήταν και χορατατζής τύπος, πειραχτήρι θα λέγαμε.
Για να πειράξει το Λιά, έλεγε μεγαλόφωνα, για να τον ακούν και οι άλλοι:
-Άιντε ρε Λια, πότε θα φάμε και τα δικά σου κόλλυβα; Παραμεγάλωσες…
Ο Λιας στενοχωριότανε, ξεροκατάπινε, αλλά τι να έκανε. Ήταν, βλέπεις, και μεγαλύτερος.
Όμως, «ο θεός δεν πίνει ξύδι» -λέγανε στο χωριό- και η τύχη τάφερε να πεθάνει ο Μήτρος πρώτος.
Όταν λοιπόν του κάνανε το μνημόσυνο, ο Λιάς του την φύλαγε και έβγαλε το άχτι του. Την ώρα που τους μοίραζαν τα κόλλυβα, σηκώθηκε από τη θέση του και λέει δυνατά να τον ακούσουν όσο το δυνατό περισσότεροι:
-Θυμάστε χωριανοί τι μου έλεγε ο Μήτρος; Πότε θα πεθάνω να μου φάει τα κόλλυβα.
-Δεν του έκανα τη χάρη και τώρα τρώω εγώ τα δικά του…
-Ο Θεός ας τον αναπαύσει εκεί που είναι…
-Σώπα ρε Λιά. Ο θεός ξέρει τι κάνει….,
ακούστηκε μια φωνή από την άλλη άκρη της εκκλησιάς.
.
(χιμ)