Γ. Δ. Βέργος

   Στο χωριό μας, είχαμε βέβαια τα καλά μας, αλλά είχαμε και τις έριδες μεταξύ μας, όπως άλλωστε σε όλα τα ελληνικά χωριά, που οι άνθρωποι γνωρίζονται μεταξύ τους και έχουν πιο στενές σχέσεις και δοσοληψίες.
Μια από τις πλέον συνήθεις αιτίες σοβαρών διενέξεων μεταξύ των πατριωτών ήταν οι κτηματικές διαφορές, αφού τα σύνορα των χωραφιών συχνά ήσαν αμφισβητούμενα και μπορεί να ορίζονταν από λίγες πέτρες, που εύκολα μπορούσαν να μετακινηθούν...
*Μια κατσίκα για παράδειγμα ήταν δεμένη με μακρύ σκοινί στο χωράφι και έβοσκε και λίγο και στου γείτονα το χωράφι.
*Δυο κότες βγήκαν από την αυλή και πήγαν στον κήπο του γείτονα…
*Τα παιδιά πήγαν στην ξένη κερασιά και φάγανε κεράσια, μαζέψανε καρύδια από γειτονική καρυδιά κλπ.κλπ.
Μπορεί αυτά να φαίνονται σήμερα λίγο αστεία, αλλά τα παλιά χρόνια είχαν τη σημασία τους και ήταν τρόπος της καθημερινότητας.
 
Σε περιπτώσεις σαν και αυτές και πολλές άλλες, οι ευέξαπτοι πατριώτες άρχιζαν να καυγαδίζουν, να βρίζονται μεταξύ τους -συχνά με άσχημες εκφράσεις- και κάποιες φορές να πιάνονται ακόμη και στα χέρια. Μάλιστα, κάποιοι συνέχιζαν τους καυγάδες και στην αγορά, για να τους ακούσουν οι πατριώτες και να τους αποδώσουν το δίκιο τους, κακολογώντας τον «αντίδικο». Ενδεχομένως και με υστεροβουλία να χρησιμοποιήσουν κάποιον ως μάρτυρα στο δικαστήριο. Το ίδιο έκαναν πολλές φορές και όταν σχόλαγε η Εκκλησία και κάθονταν στα τουράκια, για λίγη ώρα.
Αν τελικά δεν τα έβρισκαν μεταξύ τους «οι αντίδικοι» και με τη συμβολή κάποιων συγγενών και φίλων, τότε κατέληγαν στη δικαιοσύνη και ταλαιπωρούσαν επί πλέον και τους μάρτυρες που είχαν βάλει, που τύχαινε να ακούσουν τις διαμάχες τους.
Σε κάθε δικάσιμη που γινόταν στα Λαγκάδια (συνήθως κάθε μήνα), από το χωριό μας είχαμε αρκετούς αλληλοκατηγορούμενους.
 
Σε μια τέτοια δικάσιμη που ήταν στις 29 Αυγούστου (του Αι Γιαννιού), τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950, ήμουν μάρτυρας σε δίκη μεταξύ δυο, που είχαν τσακωθεί «γερά» στο μαγαζί του πατέρα μου (Μήτσιου Βέργου), και έτυχε να ήμουνα μπροστά. Αλληλομηνύθηκαν (ήσαν και 2α ξαδέρφια) και με έβαλαν και οι δυο μάρτυρα. Εγώ είπα ότι άκουσα και ο πρόεδρος του δικαστηρίου πρότεινε να συμφιλιωθούν, γιατί και οι δύο κάπου είχαν δίκιο και άδικο. Που όμως αυτοί! Κανείς δεν υποχωρούσε, παρά και τις συστάσεις και των δικηγόρων. Έτσι το δικαστήριο επέβαλε και στους δύο την ίδια ποινή (εξαγοράσιμη), που μπορεί σήμερα να αντιστοιχούσε σε 300-400 ευρώ. Αν συνυπολογήσει κανείς και τα έξοδα του δικηγόρου πλήρωσαν ακριβά τα ξαδέρφια τη διαμάχη τους, χωρίς κανείς να βρει το «δίκιο του», όπως ο ίδιος το εννοούσε.
Εκεί λοιπόν –δεκαπεντάχρονο παιδί εγώ τότε- άκουσα και τις διαμάχες και άλλων πατριωτών, που είχαν διαφορές μεταξύ τους.
Δυστυχώς είχαμε στο χωριό μας και μερικούς που για τέτοιες διαφορές δεν έλεγαν μεταξύ τους καλημέρα για πολλά χρόνια.
 
Για να επανέλθουμε στη δίκη, το δικαστήριο διέκοψε το μεσημέρι για μια-δυο ώρες για φαγητό και θα συνεχίζονταν οι υπόλοιπες υποθέσεις το απόγευμα. Πήγαν λοιπόν οι δικαστές και οι δικηγόροι (έρχονταν από την Τρίπολη) στο μοναδικό εστιατόριο που ήταν τότε του Κανακόπουλου, για φαγητό. Πήγαν και ορισμένοι χωριανοί μας να φάνε. Σαν νηστήσιμη ημέρα που ήταν, οι πιο πολλοί από τους χωριανούς παράγγειλαν φακές χωρίς λάδι. Μην αμαρτήσουν! Άλλο το δικαστήριο!
Στα διπλανά τραπέζια κάθονταν οι δικαστές με τους δικηγόρους, σχεδόν παρέα. Αυτοί είχαν δώσει παραγγελία από το πρωί να τους έχει ετοιμάσει κρέας. Οι χωριανοί μας και προ παντός οι γυναίκες, άρχισαν χαμηλόφωνα να το σχολιάζουν, που τέτοια μέρα τρώνε όχι μόνο λάδι, αλλά και «κριάς».
Τι ψυχή θα παραδώσουν!
   Αφού τελείωσαν οι δίκες, έφυγαν και οι δικοί μας για το χωριό κατά ομάδες, ανάλογα σε ποια υπόθεση ήταν μάρτυρες, ο καθένας. Στο δρόμο άρχισαν να σχολιάζουν τα όσα είχαν γίνει και έφτασαν και στο θέμα του φαγητού.
 
Τότε μια γυναίκα λέει στην παρέα:
   -Είδατε ρε γυναίκες τι πιατάρες κριας (το κρέας το έλεγαν κριάς στο χωριό) έτρωγαν οι δικαστές, τέτοια μέρα που ε(ί)ναι σήμερα;
   -Γι’ αυτό θα μας χάσει ο Θεός.
Λέει η άλλη.
Άκουσα ότι παράγγειλαν και μπύρες. Τις έχω ακούσει, αλλά δεν ξέρω τι είναι αυτό το πράμα. Λένε ότι είναι σαν κάτουρο… (Στο χωριό μας μπύρες πουλούσαν περί το τέλος του 50)
- κι εγώ δεν θυμάμαι από πότε έχω να φάω κριας, ο Θεός να με συγχωρέσει.
   -Αμ οι δικηγόροι! που κάθονταν στο ίδιο τραπέζι και χασκογελούσανε και μέσα στο δικαστήριο όταν μίλαγε ο ένας, ο άλλος κουνούσε το κεφάλι του και σχεδόν τσακώνονταν;
τι άλλο να έχουμε να ιδούμε ακόμα! Ο Θεός να με συγχωρέσει Πανα(γ)ίτσα μου…
 
 
   Ένας άντρας που ήταν στην παρέα, ο Μήτρος (υποθετικό όνομα), τα άκουγε και έγινε η παρακάτω περίπου συζήτηση απ΄όσο θυμάμαι:
-Τι είναι αυτά που λέτε, δεν έχετε τίποτα άλλο να πείτε; Το κριας σας μάρανε;
   -Θα έτρωγες ρε Μήτρο, κριας τέτοια ημέρα; Στην κόλαση θα πας, με αυτά που λες.
   -Δεν μου λες μωρή, το κριας ε(ί)ναι η αμαρτία, ή ο όρκους που έδωκες σήμερα, με τα ψέματα που είπες στο δικαστήριο; Εσύ δεν θα πας στη κόλαση; Ξέρεις ότι ήμουν κι εγώ μπροστά όταν τσακώθηκαν οι δικοί μας.
-Τι να έκανα ρε Μήτρο μου η καψερή, αν έλεγα ακριβώς τι έγινε με το Λια (υποθετικό όνομα), τώρα θα ήταν στη φυλακή… και έχει μια θράκα παιδιά, να θρέψει!
Την αυγή που ξεκίνησα από το σπίτι, πέρασα από την Αγια-Παρασκευή, έκανα το σταυρό μου και ζήτησα να με συγχωρέσει η Παναγιά.   Θα πάω και θα εξομολογηθώ στον παππά και θα με συγχωρέσει και ο Θεούλης…
   -Καλά, μη σε συγχωρέσει ο παππάς… Ξέρεις πόσα ψέματα ακούει ο παππάς κάθε μέρα, από τόσους πατριώτες και ξέρει πούθε είναι το δίκιο…
Άστα τώρα αυτά και βάλε λίγο μυαλό για άλλη φορά…
-Ότι πεις Μήτρο μου.
 
Με έβρισε κ. πρόεδρε.
Την ίδια μέρα δικαζόταν και μια πατριώτισσα, για εξύβριση της γειτόνισσας της.
-Σας έβρισε κυρία μου;  τη ρωτάει ο πρόεδρος.
-Μάλιστα κύριε πρόεδρε, με έβρισε, να τη βάλετε φυλακή.
-Τι σας είπε δηλαδή;
-Με είπε μπουλντόζα.
-Μα το μπουλντόζα κυρία μου δεν είναι βρισιά.   Η μπουλντόζα είναι ένα εξαιρετικό μηχάνημα που φτιάχνει δρόμους, που μας κάνουν τη ζωή ευκολότερη.
και απευθυνόμενος στην κατηγορούμενη.
-Τι λες εσύ κατηγορούμενη;
-Τι να πω η δόλια  κύριε πρόεδρε. Εγώ η μαύρη δεν το είπα για κακό.
 
-Αθώα η κατηγορούμενη,
λέει ο πρόεδρος.
-Καλά θα σε φτιάξω εγώ, ψέλλισε από μέσα της η μηνύτρια, κρυφοκοιτάζοντας προς την κατηγορούμενη…
 .
(ΧΙΜ)

Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.