Με αφορμή το πρόσφατο άρθρο του πατριώτη Χ. Ι. Μαραγκού, επ΄ευκαιρία του εορτασμού της επετείου της 28ης Οκτωβρίου 1940,
Στη μνήμη 27 Σερβαίων πολεμιστών στο Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο
σκέφτηκα να γράψω και εγώ ότι θυμάμαι από την κήρυξη του Β΄Π.Π. (ήμουνα τότε 4 ετών περίπου) και την Ιταλο-Γερμανική κατοχή, που ακολούθησε. (Οι αναμνήσεις βέβαια αυτές, παγιώθηκαν σταδιακά στο μυαλό μου, αφού τα χρόνια που ακολούθησαν όλοι στο χωριό συζητούσαν για τα σοβαρά αυτά θέματα, και εμείς τα παιδιά ακούγαμε με πολύ προσοχή και μεγάλο ενδιαφέρον).
Τα πιο πολλά από αυτά που θυμάμαι, τα έχω δημοσιεύσει στην ιστοσελίδα servou.gr, σε άρθρο που έχει τίτλο
Γερμανική κατοχή στο χωριό μας.
Το πρωί, λοιπόν, της 28ης Οκτωβρίου (ημέρα Δευτέρα, θυμάμαι που λέγανε) άρχισαν να χτυπούν πολύ δυνατά οι καμπάνες του χωριού, πριν ξημερώσει αλλά και των απέναντι χωριών (Λυκούρεση, Ψάρι), που τις ακούγαμε πολύ καθαρά. (Το πατρικό μου σπίτι ήταν τότε στο κάτω-κάτω μέρος του χωριού, πάνω από το σπίτι των κληρονόμων Νικολάου Διον. Βέργου).
Με τις καμπάνες πεταχτήκαμε όλοι επάνω έντρομοι και αναρωτιόμαστε τι έγινε. Ο πατέρας μου (Μήτσιο-Βέργος), βγήκε αμέσως έξω να δει τι συμβαίνει. Συνάντησε εκεί και άλλους γείτονες, που είχαν βγει έξω και όλοι ανάστατοι ανηφόρισαν προς την αγορά να μάθουν τα νέα, ενώ οι γυναίκες κακοπαθιόσαντε γιατί κάτι πολύ κακό θα είχε συμβεί.
Σε λίγη ώρα γύρισε ο πατέρας μου λαχανιασμένος, ξαναμμένος και τρομαγμένος και μας έφερε τα κακά «μαντάτα», ότι δηλαδή η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο και πως η κυβέρνηση είχε κηρύξει γενική επιστράτευση.
.
Η μάνα μου και η γιαγιά μου έβαλαν τις φωνές και τα κλάματα με τα κακά νέα που άκουσαν και εγώ από κοντά, αν και δεν καταλάβαινα τι ακριβώς σήμαινε πόλεμος! Η γιαγιά μου η Μαρία (μάνα του πατέρα μου) γυρνώντας προς τον πατέρα μου του λέει:
«Μήτσο μου, τι κακό έπαθα εγώ η μαύρη,
δεν μου έφτανε που έχασα τον πατέρα σου, στο πόλεμο του 1918,
τώρα θα χάσω η δόλια και σένα;»
(Τελικά ο πατέρας μου δεν πήγε στον πόλεμο, γιατί κρίθηκε βοηθητικός, επειδή είχε σπάσει το πόδι του όταν ήταν παιδί και κούτσαινε. Επί πλέον είχε τραυματιστεί στο στρατόπεδο της Τρίπολης, όταν υπηρετούσε τη θητεία του, κατά λάθος από τον οπλουργό του στρατοπέδου. Τη σφαίρα δεν του την είχαν αφαιρέσει και όταν το 2023 κάναμε εκταφή των οστών του, τη βρήκαμε παραμορφωμένη).
.
Το δεύτερο που θυμάμαι και συνέβη κάμποσες μέρες μετά την κήρυξη του πολέμου (δεν μπορώ να υπολογίσω πόσες) ήταν που ξαναχτύπησαν δυνατά οι καμπάνες, μέρα μεσημέρι. Αυτή τη φορά όμως ήταν για κάτι ευχάριστο. Διότι όπως έλεγαν νικήσαμε τους Ιταλούς και πήραμε την Κορυτσά. Έξω από το σπίτι μας, στο δρόμο, μια ομάδα παιδιών της γειτονιάς έτρεχαν χαρούμενα και φώναζαν:
"πήραμε την Κορυτσά,
πήραμε την Κορυτσά,
νικήσαμε τους Ιταλούς …"
Μαζί με αυτό θυμάμαι και ένα άλλο γεγονός, που έχει εντυπωθεί βαθειά στη μνήμη μου και αφορά στην κακομεταχείριση ενός κοριτσιού της γειτονιάς, που πήγε σε μια βρύση εκεί κοντά, με ένα ντενεκέ να πάρει νερό. Η βρύση που υδρευόταν η περιοχή μας ήταν σε απόσταση περίπου εκατό μέτρων από το σπίτι μας.
Όταν τα αγόρια της γειτονιάς, που φώναζαν ενθουσιασμένα για τα κατορθώματα του ελληνικού στρατού, είδαν το κορίτσι (8-10 χρόνων περίπου) του όρμισαν -έτσι για να δείξουν και τον ανδρισμό τους-, το πήραν σέρνοντας και του έχυσαν το νερό. Το κορίτσι άρχισε να κλαίει γοερά και να φωνάζει και κάποια σπυριά που είχε στο πρόσωπο (μουτζούλια τα λέγαμε) τρέχανε αίμα. Το άκουσε η μάνα μου, βγήκε γρήγορα έξω, μάλωσε τα «παλιόπαιδα», γι΄αυτό που κάνανε και πήγε το κορίτσι στο σπίτι της.
.
Το άλλο που θυμάμαι πολύ καλά είναι το μαντάτο για το σκοτωμό στον πόλεμο του στρατιώτη Γ. Τρουπή και πως οι γυναίκες του χωριού πήγαν να το πουν στη γυναίκα του Παρασκευή, που είχε ένα νεογέννητο αβάφτιστο κοριτσάκι, τι είχε συμβεί.
Η Παρασκευή πρέπει να ήτανε στο γνωστό μύλο των Τρουπαίων, που ήταν στο κάτω μέρος του χωριού στο ρέμα «γκερμάζι». Εγώ ήμουνα με τη γιαγιά μου που με κράταγε από το χέρι. θυμάμαι που ερχότανε η Παρασκευή ζαλωμένη την ανηφοριά, εκεί που είναι τα σπίτια των Κουτσανδρέων. Λίγο πιο πάνω την περίμεναν πολλές γυναίκες και όταν της είπαν το τραγικό νέο, αυτή έβαλε τις φωνές (σκουμάρες τις λέγανε) και χτυπιότανε. Δυο γυναίκες, κλαίγοντας και αυτές, όπως και οι υπόλοιπες (κάτι σαν σε χορό σε αρχαία τραγωδία, θα λέγαμε σήμερα) την πήραν από τα χέρια και σχεδόν σέρνοντας την πήγαν προς το σπίτι της. Η μια γυναίκα ήταν η γιαγιά μου η Μαρία που είχε μαζί της κι εμένα. Εγώ, αφού η γιαγιά μου κρατούσε τη γυναίκα και δεν με κρατούσε από το χέρι, κρατιόμουνα από το φουστάνι της και έκλαιγα, αφού κλαίγανε όλες οι γυναίκες. Όταν φτάσαμε στο σπίτι, θυμάμαι που ήταν γεμάτο κόσμο, και τον πεθερό της που είπε να βαφτίσουν αμέσως την εγγονή του, την κόρη του σκοτωμένου…
.
Άλλα που θυμάμαι και έχουν σχέση με την επίσκεψη Ιταλών και Γερμανών στο χωριό, με την επίσκεψη ενός αυστριακού στο σπίτι μας που έκλαιγε, γιατί είχε και αυτός δύο μικρά παιδιά (picolla), με τα πολλά αεροπλάνα που πετούσαν στον ουρανό του χωριού και προσπαθούσανε τα παιδιά να τα μετρήσουμε, αλλά και κάποια ακόμη σχετικά με το αντάρτικο στο χωριό, τα λαϊκά δικαστήρια κλπ. τα έχω περιγράψει στο άρθρο που ανέφερα.
..
Νοέμβριος 2025, Γ. Δ. Βέργος
(ΧΙΜ).













