Γ. Δ.  Βέργος                                               

Το 1950,  που  ζούσαμε οικογενειακά στο χωριό, εγώ ήμουνα 13 ετών. Σε μια ηλικία, που τα παιδιά    γενικά έχουν περιέργεια και δίνουν σημασία στο τι συμβαίνει γύρω τους.  Ακούγαμε τότε στο χωριό τι λέγανε οι μεγαλύτεροι και γενικά συμμετείχαμε στη ζωή του χωριού και ειδικότερα στις δουλειές του δικού μας σπιτιού. 

Όσο ποιο πολύ μεγαλώνουμε,  θυμόμαστε πρόσωπα και πράγματα της παιδικής μας ηλικίας, ενώ εύκολα ξεχνάμε πολύ πρόσφατα καθημερινά γεγονότα.  Στη μοναξιά της πανδημίας και της ηλικίας,  προσπάθησα και εγώ να θυμηθώ κάποια γεγονότα στο χωριό μας, την εποχή γύρω από το 1950, που θεώρησα πως έχουν κάποια σημασία και θέλησα να τα μοιραστώ μαζί σας. Γεγονότα που δίνουν μια αδρή εικόνα για την καθημερινότητα της ζωής των πατριωτών στο χωριό μας, 70 και πλέον χρόνια πριν.

.

Εκείνη την εποχή η χώρα προσπαθούσε να σταθεί ξανά στα πόδια της, μετά δεκαετή πόλεμο, κατοχή και εμφύλιο.  Οι άνθρωποι και του δικού μας χωριού, συνήθως οικογένειες με πολλά μελή, ταλαιπωρημένοι και με χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση, αγωνίζονταν να τα φέρουν βόλτα και να επιβιώσουν.

ΓΥΜΝ. ΛΑΓΚ.Η καθημερινότητά τους ήταν κατά βάση η ενασχόληση τους με την αγροτοκτηνοτροφία. Λίγα χωράφια, λίγα ζωντανά, λίγους κήπους και …πολύ τούραγνο. Τα παιδιά του σπιτιού συμμετείχαν και αυτά στις δουλειές και ανάγκες της οικογένειας,  όπου και όσο μπορούσαν, υπερβάλλοντας πολλές φορές τις δυνάμεις τους, με την παρότρυνση ασφαλώς και των γονιών τους. 

Οι περισσότεροι άντρες του χωριού, χτιστάδες της οικοδομής, πήγαιναν 1-2 ταξίδια το χρόνο, συνήθως  στη Μεσσηνία, αλλά και σε άλλα μέρη, για τον …επιούσιο.    Κάποιοι νεότεροι πατριώτες, έφευγαν από το χωριό για την Αθήνα ή και αλλού, για μια καλύτερη ζωή.

Επίσης,  λίγα παιδιά εκείνη την εποχή, που τέλειωναν το δημοτικό σχολείο, πήγαιναν στο Γυμνάσιο Λαγκαδίων (διπλανή εικόνα), για περισσότερη μόρφωση, ώστε αν μπορέσουν να ξεφύγουν από τη μαστοριά και την «παλιοζωή» του χωριού.  Πάντως,  τα περισσότερα παιδιά έμεναν στο χωριό,  βοηθούσαν  την οικογένεια και συχνά πήγαιναν και στη  μαστοριά.       

       

  1. Το παιδί στο γυμνάσιο: Δυο μανάδες συζητάνε.

(Τα ονόματα είναι υποθετικά)

   -Τι νέα Μήτραινα, θα στείλετε  το Γιώρη (Γιώργο) στο σκολιό, στα Λαγκάδια;

(Το σχολειό στα Λαγκάδια ήταν το σημερινό Γυμνάσιο και Λύκειο).

   -Έτσι λέμε, Λιου μου, εχτές τα συζητήσαμε με το νοικοκύρη και λέμε να τον στείλουμε. Ετώρα  πως θα τα βγάλουμε πέρα,  ο Θεός και Παναγία ξέρει…

   -Έναι (είναι) καλός στα γράμματα;

   -Έναι.  Γι’ αυτό λέμε να τον στείλουμε.   Ότι τον ρωτάει ο Δάσκαλος τα ξέρει ούλα…   Δεν έναι μόνο καλός μαθητής, αλλά και πολύ καλό παιδί.  Ότι να του ειπούν το κάνει. Είναι πάντα πρόθυμο,  σε ότι του ειπείς.

-Εσείς Λιού μου τι θα κάνουτε (κάνετε);  Θα στείλτε τον Κώστα;

   -Θέλουμε κι εμείς να τον στείλουμε,  αλλά με τι λεφτά…  Πήγε ο νοικοκύρης στα Λαγκάδια, ερώτησε για σπίτι και του ζητάγανε από πενήντα δραχμές και πάνω το μήνα και μέχρι εκατό. Που να τα βρούμε τόσα λεφτά.   Αλλά δεν θέλει και μόνος του να πάει,  τα βαριέται τα γράμματα… Τώρα, θα ιδούμε τι θα κάνουμε. και ο Κώστας μου καλό παιδί έναι (είναι)   αλλά δεν τον φτάνει το Γιώρη σας. Καλή πρόοδο να έχει το παιδί σας  και να τον χαιρόσαστε…

(Το ημερομίσθιο το 1950, ήταν 20-30 δραχμές για τους άνδρες και 10 για τις γυναίκες και αυτά δυσεύρετα).

 

 2.Το παιδί ήθελε κριάς  (κρέας)

Η Κωσταντού  πήγαινε στο σπίτι της και έξω από το σπίτι της Μήτραινας άκουσε φωνές και παιδικά κλάματα. Σκέφτηκε να βάλει μια φωνή να δει τι γίνεται:

-Που είσαι μωρή Μήτραινα, γιατί τσακωνόσαστε μωρή και κλαίει το παιδί;  Τι πάθατε; 

   -Άσε με ρε Κωσταντού, τι να σου ειπώ… Θέλει να πάρουμε κριάς να φάμε ταχιά,  που έναι (είναι) Κυριακή.

   -Και γιατί δεν του παίρνεις του παιδιού; αφού στο ζητάει;

   -Με τι λεφτά να του πάρω η μαύρη; Εχτές είχα γράμμα από το νοικοκύρη, που λείπει ένα μήνα στη Μεσαίνια (Μεσσηνία).  Ακόμα δεν βρήκανε δουλειά πουθενά. Πάνε από χωριό σε χωριό, τίποτα πουθενά, ούτε να φάνε δεν έχουνε. Δεν έχει ο κόσμος λεφτά. Είπα στον κανακάρη μου να βγάλουμε από τη λαΐνα τσιγαρίδα, (στάμνα με παστό χοιρινό), να του φτιάξω καγιανά (ή καγενά). Τίποτα αυτός.  Του είπα να σφάξω και μια κότα.   Ούτε αυτό το θέλει.  θέλει κριάς…  Ας κλάψει θα του περάσει.  Δεν χύνεται και το λάδι με τα δάκρυα. και εγώ λες να μην θέλω κριάς;  

 

    3. Η έγκυα γυναίκα

   -Τι κάνεις Γιαννού, καλημέρα, είστε  καλά; Ο Γιάννης πήγε ταξίδι;

   -Α μπα,  δεν πήγε.  Ας τα λέμε καλά.  Εσείς τι κάνουτε, πως είστε;

   -Κι εμείς καλούλια είμαστε.  Μούλεγε ο νοικοκύρης μου προχτές πως ο  Γιάννης δεν θα πάει ταξίδι.   Γιατί το ανάβαλε;

   -Τι να σου ειπώ, μωρ αδερφή.  Μας έστειλε γράμμα το παιδί από την Αθήνα και λέει να πάου  απάνου,  γιατί θα μπει η γυναίκα του στο Σοκομείο (Νοσοκομείο). Θέλει να πάου, λέει,  να κάτσω με το παιδί στο σπίτι.  κι έχουμε και τα έρημα τα ζωντανά, ποιος τα φροντίσει, δεν έχουμε κανέναν να τα προσέξει.

   -Τι έπαθε η γυναίκα του παιδιού;  είναι άρρωστη; Περαστικά της.

   -Έναι έγκυα, λέει,  και γι’ αυτό θέλουνε  να πάω.

  

AGNANTc Artozinos
Το βουνό "Αρτοζήνος", που πολλοί πατριώτες είχαν εκεί χωράφια 
και καλύβια.  Πολλές γυναίκες είχαν γεννήσει σε αυτά τα καλύβια 
τα παιδιά τους,  κυρίως το πρώτο μισό του 20ού αιώνα  και  παλιότερα.

-Έγκυα, περαστικά της,  τι αρρώστια έναι τούτη πάλι, πρώτη φορά την ακούω…

   -Δεν έναι άρρωστη μωρή,   έγκυα σου είπα είναι.

   -Και τι έναι η έγκυα;

   -Γκαστρωμένη έναι μωρή,   έτσι τις λένε τώρα τις γκαστρωμένες. και εγώ δεν το ήξερα και ρώτησα το νοικοκύρη και μου το είπε…

   -Χριστός και Παναγιά… Τι άλλο θα ακούσουμε ακόμα!  και γιατί πρέπει να πάει στο Σοκομείο;

   -Για να γεννήσει.  Έτσι γράφει στο γράμμα,  αν κατάλαβε καλά ο νοικοκύρης μου.  Έβαλε το παιδί του Μήτρου και το διάβασε, δεν έβγαζε και πολύ καλά τα γράμματά του.  Τι να ειπώ!   Εγώ το παιδί μου, το γέννησα στο χωράφι στον Αρτοζήνο που θερίζαμε και ούτε νερό δεν είχαμε για να το πλύνουμε. Δεν ξέραμε τότε από Σοκομείο.  Αλλά αφού με θέλουν θα πάου,  δεν μπορώ να κάνω και αλλιώς,  καταλαβαίνεις…

 

    

 

  4. Νύφη,  πεθερά και  κόρη.

    -Τι κάνεις  μωρ Μήτραινα, πως τα πας με τη νυφούλα σου;

   -Πως να τα πάου Κωσταντού μου, ας λέμε καλά. Όσο γίνεται βέβαια…

   -Γιατί μωρή;  Έχεις κανά  παράπονο;   Για πες μου τι συμβαίνει, εμείς  τόσα χρόνια γειτόνισσες δεν κρύβουμε η μια  από την άλλη τα μυστικά της.

    -Να, ρε Κασταντού μου, πώς να στο ειπώ, όπως και να το κάνεις η πεθερά μάνα δεν γίνεται,  ούτε η νύφη θυγατέρα. Έτσι δε λέμε; Αλλιώς ήταν μαθημένη εκείνη στο σπίτι της  και  αλλιώς είμαστε εμείς μαθημένοι. Αλλά δεν φταίει αυτή,  έτσι την έχει μάθει η μάνα της…   Τα περιμένει ούλα από εμένα και τον άντρα της. Το παιδί μου τι να πρώτο-κάνει το καημένο! Που να σου τα λέω… Περιμένει από εμένα η προκομμένη,  να σηκωθώ την αυγή να ανάψω τη φωτιά, να μαγειρέψω τον τραχανά και αυτή να κοιμάται. Να πα εγώ –γριά γυναίκα- να φέρω νερό από τη βρύση (ήταν γύρω στα 50), να ζυμώσω και να φουρνίσω. Αν την αφήσω να ζυμώσει εκείνη, θα μας πάρει το μεσημέρι  και θα γελάει ο κόσμος μαζί μας! Εγώ όταν παντρεύτηκα το νοικοκύρη μου, ούλες τις δουλειές του σπιτιού τις ανέλαβα εγώ.   και η πεθερά μου, η μακαρίτισσα, πάλι μου εφώναζε…  Που να ζούσε τώρα και να έβλεπε αυτά που γίνονται στο σπιτικό μου. Ένας θεός ξέρει τι θα έλεγε!  Ας έναι όμως,  ήμουνα άτυχη.  Όταν παντρεύτηκα δεν είχα καλή πεθερά, τώρα που έγινα πεθερά,  δεν έχω καλή νύφη.   Η τύχη βλέπεις.  Μερικοί άνθρωποι εναι άτυχοι…

   -Έλα ρε Μήτραινα, μην τα παρά λες.  Τήρα (κοίτα) ότι δεν κάνει καλά η νύφη σου να την ορμηνεύεις με καλό τρόπο και μάθε και την κόρη σου να μην κάνει τα ίδια λάθη.  Όταν ερθεί  η ώρα  της να την παντρέψεις,  να μην τη μαλώνει και εκείνη η πεθερά της.

   -Άκου να σου πω Κωσταντού.  Εγώ την κόρη μου την έχω μάθει πολύ καλή νοικοκυρά.   θα έναι τυχερός όποιος την πάρει,  έναι γυναίκα για σπίτι…   Κάθε αυγή σηκώνεται να ανάψει τη φωτιά, να κουμανταρίσει τα ζωντανά, να ταΐσει τις κότες, να πάει να φέρει νερό… Ούλα τα φέρνει βόλτα! Τι  άλλο να σου ειπώ, αν ήταν και η νύφη μου έτσι,  τι άλλο ήθελα; 

   -Η μεγάλη τσούπα σου Μήτραινα,  που είναι μακριά, πως περνάει;   Τα πάει καλά με τον άντρα της και την πεθερά της;  

   -Α! τι να σου ειπώ Κωσταντού μου, ήταν πολύ τυχερή.  Ο άντρας της πολύ καλό παιδί δεν την αφήνει να κάνει τίποτα,  την έχει στα ώπα,  ώπα! Ούτε αφήνει τη μάνα του να της κάνει καμία παρατήρηση.

Μακάρι και η μικρή μου τσιούπα  να έχει τέτοια τύχη…  Εσένα Μήτραινα τα παιδιά έναι μικρά ακόμα.  Σε λίγα χρόνια που θα μεγαλώσουν θα έχεις κι εσύ τις ίδιες φουρτούνες  που έχω και εγώ.  Μακάρι να είναι τυχερά και να σου πάνε ούλα καλά.  

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                     

     


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τη μεγαλύτερη θητεία ως πρόεδρος του Συνδέσμου Σερβαίων έκανε ο γιατρός Ιωάννης Δ. Δημόπουλος. Συνολικά χρημάτισε πρόεδρος 21 χρόνια (1936-1953, 1956 και 1962-1964). Επί προεδρίας του χτίστηκε το σχολείο στο χωριό, συνεχίστηκε το χτίσιμο της εκκλησίας της Κοίμησης της Θεοτόκου και έγινε η διάνοιξη του δρόμου για αυτοκίνητα από το Αγιώργη Σαρά μέχρι το χωριό.