Α γ ι α σ μ ό ς  κ α ι   ζ ω ο θ  υ σ  ί α

στον «θεμέλιο λίθο» (αγκωνάρι)

του κάθε νέου οικοδομήματος.

Σ τ α υ ρ ό ς     κ α ι    « φ λ ά μ π ο υ ρ α»

στο τέλος της κατασκευής του.

 

Τα «ματώματα, ασημώματα και  του παπά τα δικαιώματα»,

προσπάθησαν  να εφαρμόσουν  οι κρέκονες (μαστόροι)  το 1998,

στο τελευταίο σπίτι που  οικοδομήθηκε 

στο χωριό Σέρβου της Γορτυνίας

 

Γράφει ο συνεργάτης μας Βασίλειος Κων/ντή Σχίζας

Μέλος της Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών

Από την παράδοση.

Πρόκειται για συνήθειες των Ελλήνων από την αρχαιότητα. Οι τελετές θεμελίωσης ενός κτίσματος εκτός από τον  μαγικοθρησκευτικό χαρακτήρα τους, σχετίζονταν  και με θυσίες ζώων ή και ανθρώπων  οι οποίες με το πέρασμα των χρόνων έγιναν συμβολικές. Με το αίμα τού θυσιαζομένου  ζώου ράντιζαν τον «θεμέλιο  λίθο» του οικοδομήματος που θα έχτιζαν  ευελπιστώντας πως με το αίμα θα έχει σταθερότητα.

Η πανάρχαια ανθρωποθυσία σώζεται στη σύγχρονη λαϊκή παράδοση, όπως  π.χ.  αναφέρεται  χαρακτηριστικά  στο δημοτικό τραγούδι «Της Άρτας το Γιοφύρι», όπου κατά το χτίσιμο  το γεφύρι δεν στέριωνε, γκρεμιζόταν συνεχώς και για να στεριώσει θυσίασαν στη θεμελίωση τη γυναίκα του πρωτομάστορα.

Οι θυσίες και το αίμα παρέμειναν  από εκείνα τα χρόνια και τα  βλέπουμε στη σύγχρονη ελληνική παράδοση,  κατά τη θεμελίωση ενός νέου οικοδομήματος όπου θυσιάζουν  ένα κόκορα ή άλλο ζώο και με το αίμα του ραντίζουν τον «θεμέλιο λίθο» ή «ακρογωνιαίο λίθο» (αγκωνάρι).

Από το βιβλίο του Ηλία Αγγελή Παγκράτη

Από το αναμνηστικό ανώνυμο τευχίδιο  του Σερβαίου απόμαχου της μαστοριάς (μαστορικής βιωματικής διαδικασίας και δραστηριότητας), Ηλία Παγκράτη του Αγγελή, παίρνουμε βασικά στοιχεία  και πάνω σ’ αυτά τα ενθυμήματα, «ψάχνοντας» σε περισσότερο βάθος συμπληρώνουμε το μικρό   σημείωμά μας και το παραδίδουμε στους νεώτερους με την πεποίθηση ότι αποτελεί (εμπεριέχει) στοιχεία της πολιτιστικής  λαϊκής κληρονομιά μας,  προερχόμενα από  ζωή και τη δράση των μαστόρων  μας τού παρελθόντος.

Όταν οι σύγχρονοι μάστορες (μαστόροι = κρέκονες στη γλώσσα των Λαγκαδινών,  των Σερβαίων  και άλλων Γορτυνίων μαστόρων), τελείωναν τα θεμέλια  του οικοδομήματος οπότε θα άρχιζαν το χτίσιμο,  προέβαιναν σε μια εθιμική πανάρχαια «τελετουργία». (Σύγχρονους μαστόρους εδώ λέμε εκείνους   τους χτίστες/πετράδες  που «μαστόρευαν» ως το τέλος του προηγούμενου  αιώνα και  περισσότερο  τους πιο παλιούς από αυτούς με δράση   ως  τα μέσα του 20ου αιώνα). 

Ο ιδιοκτήτης (κερές στη συνθηματική γλώσσα τους), είχε προετοιμάσει τα δέοντα  (ότι έπρεπε). Τοποθετώντας οι κρέκονες τον «ακρογωνιαίο λίθο» (αγκωνάρι), στο θεμέλιο,  ο ιερέας  τελούσε αγιασμό  ψάλλοντας  μεταξύ άλλων:

«Ο Θεός ο παντοκράτωρ, ο ποιήσας τον ουρανόν εν συνέσει,

και θεμελιώσας την γην επί την ασφάλειαν αυτής,

ο κτίστης και δημιουργός των απάντων,

έπιδε επί τον δούλον σου (όνομα ιδιοκτήτη) τον ελόμενον,

εν τω κράτει της ισχύος σου,

εγείραι οίκον εις κατοικίαν, και τω κτίσματι αυτόν ανεγείραι.

Έδρασον αυτόν (τον οίκον) επί την στερεάν πέτραν,

ην κατά την σην θείαν εν Ευαγγελίοις φωνήν,

ουκ άνεμος, ουχ ύδωρ, ουχ έτερόν τι

καταβλάψαι ισχύσει ευδόκησον αυτόν εις τέλος αχθήναι,

και τους εν αυτώ μέλλοντας κατοικείν,

εκ πάσης επιβουλής του αντικειμένου ελευθέρωσον.

Ότι σον το κράτος, και σου εστιν η βασιλεία,

και η δύναμις, και η δόξα, του Πατρός…».

 Νομίσματα στα θεμέλια του σπιτιού και το σφάξιμο του κόκορα

Τότε ο κερές (αφεντικό),  οι συγγενείς, οι φίλοι και οι παρευρισκόμενοι  έριχναν στα θεμέλια  του υπό κατασκευή οικοδομήματος (για  να είναι καλορίζικο = καλότυχο),  νομίσματα τα οποία  στο τέλος τα έπαιρναν οι μαστόροι.  Καμιά φορά άφηναν ένα  κέρμα εκεί κάτω από  το θεμέλιο αγκωνάρι.

Αμέσως μετά ο πρωτομάστορας θυσίαζε (έσφαζε) ένα ζώο, συνήθως κόκορα (κοκόρι) και με το αίμα του ράντιζε το αγκωνάρι. Αν ο ιδιοκτήτης είχε οικονομική ευμάρεια ίσως να πρόσφερε για τη «ζωοθυσία» στη θεμελίωση του σπιτιού του, μεγαλύτερο ζώο, αρνί ή σπανιότερα κατσίκι.

Αυτές  τις «έξτρα προσφορές» όπως και άλλες τις οποίες θα αναφέρομε στη συνέχεια, τις μοιράζονταν οι μαστόροι  γι’ αυτό   και μηχανεύονταν τρόπους (προετοίμαζαν τον κερέ) να είναι πλουσιοπάροχος… «για το καλό του σπιτιού,  για να είναι καλορίζικο και να στεριώσει!  Αλλιώς…».

Αυτές οι συνήθειες ήσαν ασυμβίβαστες μεταξύ τους με την εξής έννοια. Η εκκλησία  η οποία τελούσε τον αγιασμό με τον ιερέα δεν ήταν δυνατό να δεχθεί την  παγανιστική «δοξασία» που ήθελε το αίμα του ζώου για να στεριώσει  το νέο κτίσμα. Όμως το ανεχόταν γιατί έβλεπε πως ήταν ένα κατάλοιπο από την αρχαιότητα και κανένας δεν πίστευε πραγματικά ότι με το αίμα του κόκορα θα στέριωνε το οικοδόμημα.

Στην αρχαιότητα  η θυσία του ζώου ήταν ιερή πράξη  προς τιμή ενός Θεού και η ευμένεια  του Θεού  επιτυγχάνετο  με την κατανάλωση του κρέατος από τους θυσιαστές (τους θύτες)!  Οπωσδήποτε δεν ήταν θαυματουργική διαδικασία, αναφέρει ο καθηγητής Λαογραφίας Γεώργιος Αικατερινίδης.

Και στη σύγχρονη εποχή το αίμα με τη ζωοθυσία,  στα θεμέλια της οικοδομής,  αποσκοπούσε κατ’ ουσία στο καλό φαγοπότι από τους κρέκονες. Γι’ αυτό δεν έβλαπτε κανέναν, αλλά μάλλον… ωφελούσε!

 Τα μανταρώματα

Μετά την αρχική συμφωνία (δηλαδή το κλείσιμο της δουλειάς), του πρωτομάστορα με τον ιδιοκτήτη  (αφεντικό  ή κερές συνθηματικά), και κατά τις ημέρες διάνοιξης  των θεμελίων  της οικοδομής, οι κρέκονες  άρχιζαν τα  μανταρώματα  στον κερέ, δηλαδή   εμπαιγμό  με  καλυμμένες  φιλοφρονήσεις , το  «δούλεμα» κοινώς!

- Αύριο αφέντη που θα βάλουμε το θεμέλιο λίθο κανόνισε ότι χρειάζεται.

- Μαστόροι εγώ δεν ξέρω, εσείς να μου πείτε τι να κάνω.

- Ε, τα συνηθισμένα. «Ματώματα, ασημώματα, του παπά τα δικαιώματα».

-  Ε, έχουμε έναν κοκόρι.

- Γι’ άκου τι λέει. Αερικό πράμα;  Ποτέ! Να πας να βρεις ένα αρνί καλό, «μαλαήμικο πράμα».

 (Δηλαδή μαλακό, ήρεμο σε αντίθεση με το κατσίκι που πηδάει, είναι ζωηρό και με τα κέρατά του  μοιάζει σαν το… διάβολο!)

 - Καλά σου λέει

(πετάχτηκε η κότενα, η νοικοκυρά).

Θα σφάξουμε εκείνο  το αρνί  που έχουμε κρατήσει για κριάρι. Μια φορά φτιάχνουμε σπίτι.

- Αυτό θα πει μυαλωμένη γυναίκα!,

απαντάει ο κρέκονας.

 Το κογιονάρισμα της κότενας.

 Άρχιζε τέλος πάντων το χτίσιμο της οικοδομής και στην πορεία διαδραματίζονταν διάφορα περιστατικά μεταξύ των μαστόρων, του κερέ, και των κυράδων (κότενες), τα οποία επέβαιναν  πάντοτε προς όφελος των μαστόρων! Π.χ. κογιονάριζαν, δηλαδή ενέπαιζαν  κατά την επτανησιακή έκφραση, οι κρέκονες την κότενα και της έλεγαν:

- Κυρά αν ξεκινήσει κάποιος από εδώ τώρα που είναι η ώρα του κολατσιού, θα φθάσει στην Καλαμάτα;

 (Εργάζονταν σε κάποιο χωριό της Μεσσένιας (Μεσσηνίας).

- Το κολατσιό μάστορη είναι τώρα και η Καλαμάτα είναι μια ημέρα δρόμος.

- Ε, τότε αφού το κολατσιό είναι τώρα, γιατί δεν κολατσίζουμε;

Έτσι προκαλούσε ο κρέκονας το ενδιαφέρον/υποχρέωση  στην κότενα (αφεντικίνα) να ετοιμάσει και προσφέρει το κολατσιό. (Κολατσιό είναι το φαγητό μεταξύ δύο γευμάτων).

Ένας άλλος κρέκονας έβαλε το μαστορόπουλο (το παιδί) να κλαίει. Το άκουσε η κότενα και του λέγει:

- Γιατί κλαίει το παιδί μάστορη;

- Χάσ΄το (να χαθεί) που να του πάρει ο διάβολος τη μάνα. Θυμήθηκε τη μάνα του και θέλει λαλάγκια (τηγανίτ(δ)ες).

- Και γι’ αυτό το χτυπάτε;  Θα του φτιάξω εγώ.

- Ε, αφού θα κάνεις τη φασαρία, φτιάξε και για μας πέντε-έξι για τη λιγούρα.

Η κότενα αφού έφτιαξε τις τηγανίτ(δ)ες, φώναξε τους μαστόρους να κατέβουν από τη σκαλωσιά γα να τις φάνε. Όταν άρχισαν να τρώνε πλησίασε μια κάπιαρη (είναι η γάτα στα κρεκονίστηκα). Τότε ο κρέκονας της δίνει μια κλωτσιά λέγοντας:

- Τσιάτ, μου ήρθες και συ σαν παγούρι με ρακί.

-  Συγγνώμη μάστορη, ξέχασα τη ρακί,

είπε η κυρά (η κότενα).

- Ε, φέρ’ το αφού το θυμήθηκες.

 Το τελευταίο καθήκον των κρεκόνων. Τα φλάμπουρα…

Αυτά και άλλα πολλά  ευτράπελα δεν είχαν τελειωμό, ώσπου με το πέρασμα του χρόνου η οικοδόμηση έφτανε στην τελευταία βέργα την οποία έλεγαν και στέψη. Ήταν το τελευταίο  κομμάτι ολόγυρα της οικοδομής πάνω από τα κουφώματα (πόρτες και παράθυρα). Εδώ τελείωναν  οι υποχρεώσεις των μαστόρων πετράδων. Τη σκεπή με τα κεραμίδια (κορωναίους συνθηματικά) την αναλάμβαναν μαστόροι άλλων ειδικοτήτων,  μαραγκοί κ.λπ.

Οι κρέκονες τότε προέβαιναν στο  «τελευταίο καθήκον» τους… με το αζημίωτο!  Κατασκεύαζαν με τάβλες της οικοδομής ένα μεγάλο σταυρό. Στο πάνω μέρος του έβαζαν (στόλιζαν) με   λουλούδια της εποχής από τον περιβάλλοντα  χώρο ή μικρά πράσινα κλαδιά και τον στερέωναν ψηλά στον τοίχο, στη μια γωνία του οικοδομήματος. Στην απέναντι γωνία του τοίχου τοποθετούσαν μια άλλη τάβλα κατακόρυφα. Και αυτή την στόλιζαν  στο πάνω μέρος της με λουλούδια.  Ανάμεσα στο σταυρό και την απέναντι τάβλα άπλωναν και έδεναν ένα δυνατό (διπλό)  σπάγκο (ράμμα). Σ’ αυτό το σπάγκο  οι κρέκονες κρεμούσαν μαντήλα, μεσσήνες (είναι τα τραγουδισμένα μεταξωτά Καλαματιανά μαντήλια), κεφαλομάντηλα, πουκάμισα, τσεμπέρια, προσόψια (πετσέτες),  μαξιλαροθήκες κ.λπ. δώρα, τα οποία πρόσφεραν οι κερέδες,  οι κότενες, οι συγγενείς τους και οι άλλοι παραβρισκόμενοι, για τα καλορίζικα και κατά κάποιο τρόπο ως ευχαριστία στον πάντων Κτίστη αλλά και στους χτίστες  μαστόρους!

Οι κερέδες (αφεντικά) πρόσφεραν, από ντροπή, τα περισσότερα και ανάλογα του αριθμού των κρεκόνων. Όλα αυτά τα δώρα που ανέμιζαν πάνω στο τελειωμένο οίκημα, οι κρέκονες τα έλεγαν φλάμπουρα.

Σε επόμενο  χρονικό διάστημα τα μοιράζονταν οι μαστόροι. Σχετικά  με αυτή τη μοιρασιά έχουν καταγραφεί διάφορα περιστατικά τα οποία θα άξιζε να αναφερθούν για να μη ξεχαστούν  και μείνουν στη λησμονιά. Ας ελπίσουμε να το κάνουμε μια άλλη φορά.

 Σέρβου 1998. Η τελευταία, εκ θεμελίων, παραδοσιακή κατασκευή σπιτιού. 

Τα «ματώματα, ασημώματα και  του παπά τα δικαιώματα», προσπάθησαν  να εφαρμόσουν  οι κρέκονες  το 1998 στο τελευταίο σπίτι που  οικοδομήθηκε  στο χωριό Σέρβου της Γορτυνίας,  του ιδιοκτήτη Γιάννη Παναγόπουλου  του Παναγή.  Μάταια όμως.

Οι καιροί παρήλθαν και αυτά τα έθιμα… εξανεμίζονται!  Σημειώνεται πως ούτε μαστόροι  υπήρχαν  στο «σχεδόν  εγκαταλειμμένο» (έτσι δείχνει τη χειμερινή περίοδο), μαστοροχώρι Σέρβου, που πριν την εσωτερική μετανάστευση  στην 10ετία του 1960 ήταν κεφαλοχώρι!

Εκτός από τον ήδη εργολάβο Ηλία Παγκράτη, εργάστηκαν  ένας παλιός κρέκονας, ο  Θοδωρής Νταλιάνης από το Ρεκούνι (Λευκοχώρι)  Γορτυνίας και ένας Αλβανός  κάτοικος  στου  Σέρβου ονόματι Idajet Bardho  (Μήτσο τον αποκαλούν στο χωριό).  Συγκεντρώθηκαν κάποια  μαντήλια και διάφορα  άλλα και μερικά από αυτά,  τα κρέμασε  σαν  τα φλάμπουρα  στο ράμμα μεταξύ του σταυρού και της τάβλας ο Ρεκουναίος μαστρο- Θοδωρής!

(Προαναφέρθηκαν μερικά περιστατικά τα οποία συνέβαιναν από τους μαστόρους  -κρέκονες-,  χωρίς βέβαια αυτά να αποτελούν γενικό κανόνα για όλους. Κάθε μπουλούκι είχε τα δικά του παρόμοια ευτράπελα! Στο σημείωμά μας μεταφέρουμε την εν γένει κατάσταση όπως την διαμόρφωναν οι μαστόροι μακριά στα ταξίδια τους, στην  μαστοριά!).

 Οι παραδόσεις χάνονται.

Όλες οι παραδόσεις  σιγά σιγά χάνονται ή εκφυλίζονται.

«Φεύγουν» ένας - ένας και οι μαστόροι μας!  Οι σύγχρονοι «μεταλλάχτηκαν»  και  από μαστόροι/πετράδες (κρέκονες) έγιναν… οικοδόμοι της Αθήνας!

Την μεγάλη πολιτιστική- λαϊκή- παραδοσιακή  κληρονομιά που μας άφησαν, ας την αναδείξουμε.

Ας στήσουμε  μια αναμνηστική στήλη  στου Σέρβου

(χωρίς ονόματα)

για να  θυμόμαστε τους Σερβαίους κρέκονες!

Δεν είναι χρέος μας;

 ΒΚΣ ΦΩΤΟ ΣΠΙΤΙΟΥ

    Διακρίνεται ο σταυρός και τα “φλάμπουρα”,

                    στο τελευταίο σπίτι που χτίστηκε στου Σέρβου το 1998,

                    ιδιοκτησίας του Γιάννη Παναγόπουλου του Παναγή.

                          (Πρόεδρος ΓΣΕΕ,  εγγονός του Πανταλέχου)


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Το Δημοτικό Σχολείο άρχισε να χτίζεται τον Αύγουστο του 1936. Επειδή τότε δεν πήγαινε αυτοκίνητο στου Σέρβου, τα τσιμέντα τα κουβάλησαν με μουλάρια από τα Λαγκάδια. Τις σιδερόβεργες όμως για την πλάκα, λόγω του μήκους τους και της φύσης του μονοπατιού δεν μπορούσαν να τις φορτώσουν στα ζώα και γι' αυτό τις κουβάλησαν οι Σερβαίοι στον ώμο από τα Λαγκάδια. Οι εργασίες σταμάτησαν λόγω του πολέμου και συνεχίστηκαν μετά το 1949. Οι αίθουσες του σχολείου άνοιξαν για τους μαθητές το 1954.