.

.

Σκύψε κάτω απ΄ το χώμα αν μπορείς

Ν΄αγγίξεις τις ρίζες των δένδρων να δεις το ποτάμι

Που αδιάφορο κυλάει μέσα από τα μνήματα

Μιας άλλης χώρας, μιας άλλης εποχής

Οι τάφοι των ηρώων είναι εδώ, τα κόκαλα των μαραθωνομάχων

Οι αργοναύτες επιστρέφουν πάντα απ΄ την Κολχίδα

Ο μύθος εξελίσσεται

Τ΄ αγάλματά τους είναι ζωντανά.

.

Κοίτα μες στο μουσείο απ΄το παράθυρο

Όταν φύγουν οι επισκέπτες και οι φύλακες

Και απομένουν μόνα τους τα αγάλματα.

.

Τ΄ αγάλματα περπατούν

Ταξιδεύουν τη νύχτα μαζί με τα μουσεία

Κι εκείνα που ΄ναι ακόμα μες στη γη

Σηκώνονται τη νύχτα και βαδίζουν

Υπόγειος γαλαξίας

Προς τα πάνω.

.

Τ΄αγάλματα είναι το πρώτο σκαλοπάτι της αιωνιότητας

Το δεύτερο είμαστε  εμείς, οι τωρινοί, τα ζώα και τα παιδιά μας

Το τρίτο είν΄ η γλώσσα μας και όλα αυτά που προορίζονται

Να γίνουν ένα ποίημα

Όταν τους δώσει τη φωνή του ο ποιητής

Κι όσα ποιήματα είναι ακόμη άφατα

Αόρατη πεντηκοστή

Λίγα εκατοστά πάνω απ΄ τις κεφαλές μας

Το τέταρτο είν΄ οι αθάνατοι θεοί.

.

Ποιος όμως είναι εκεί αυτός που αθόρυβα

Την ανεβαίνει αυτή τη σκάλα;

.

.

(ΧΙΜ) 


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.