ΣΤΟΝ «ΑΓΙΟ ΑΝΔΡΕΑ» ΣΕΡΒΟΥ
Βορειοδυτικά του σημερινού χωριού Σέρβου (1) Γορτυνίας και σε απόσταση χιλίων περίπου μέτρων από το χωριό, βρίσκεται το ερημοκλήσι του Αγίου Ανδρέα. Η εκκλησία έχει κτιστεί μέσα στο χώρο (καθώς αποκαλύφτηκε τον Αύγουστο του 1998, όταν σκαπτικό μηχάνημα «μπουλντόζα», άνοιγε τον δρόμο προς τα εκεί), που περικλείεται από τους αποκαλυφθέντες, και μόλις διακρινόμενους τοίχους τας παλαιάς ομωνύμου εκκλησίας.


Η παλαιά, όπως ασφαλώς συνάγεται, τόσο από το χώρο που καταλάμβανε, όσο και από το φάρδος του τοίχου (ένα μέτρο), ήταν πολύ μεγάλα. Για τη νέα μικρή εκκλησία χρησιμοποιήθηκαν, και είναι πολύ ευδιάκριτα, κατά το πλείστον υλικά της παλαιάς καταστραφείσης η ερειπωθείσης. Η «καμάρα», και όχι μόνο, έχει κατασκευαστεί από πωρόλιθο και σε αρκετά σημεία του τοίχου έχουν χρησιμοποιηθεί ογκώδη συμπαγή «τούβλα».
Ο χρόνος ανεγέρσεως του εξωκλησιού, όπως και της παλαιάς εκκλησίας, χάνεται στα βάθη των αιώνων.
Μέχρι του 1938 (ήταν κεραμοσκεπής . Χρειαζόταν όμως συνέχεια συντήρηση για τον λόγο ότι είναι σε υψόμετρο 1.200 μέτρων και είναι εκτεθειμένη σε ισχυρούς ανέμους. Υπάρχει όμως και δεύτερος λόγος:
οι προσχώσεις από το μέρος του ιερού είχαν και έχουν καταστήσει εύκολα και χωρίς κλίμακα την πρόσβαση στη στέγη. Έτσι, κατσίκες ανέβαιναν για να βοσκήσουν τα φύλλα των υπεραιωνόβιων πουρναριών που πλαισίωναν και πλαισιώνουν το ερημοκλήσι, με αποτέλεσμα να καταστρέφουν τα κεραμίδια.
(Όταν το 1928 οι Σερβαίοι «έβγαλαν καμίνι» στου «Μιλιάνθη», προκειμένου να χτίσουν την εκκλησία της Κοιμήσεως τας Θεοτόκου, στου Σέρβου, - η πρώτη φάση, διότι η συνέχεια και αποπεράτωση άρχισαν από το 1958 με πρωταγωνιστές τους Θεόδωρο Σχίζα και Δημήτριο Δάρα - , θέλησαν να κόψουν και τα μεγάλα πουρνάρια του Αγίου Ανδρέα για να τα κάψουν. Στο ξεκίνημα όμως έσπασε ένα τσεκούρι που το θεώρησαν κακό οιωνό και σταμάτησαν!). Έκτοτε, από το 1938 η στέγη είναι τσιμεντένια.
Ένα άλλο στοιχείο που θα πρέπει να προστεθεί, στη σύντομη περιγραφή του εξωκλησιού είναι το ότι η μικρή εκκλησία έχει διαφορετικό προσανατολισμό ως προς την παλαιά. Η μία από τις δύο έχει απόκλιση από την εαρινή
- φθινοπωρινή ισημερία

 

Ένας πολυάνθρωπος οικισμός .
Επί πλέον, στην ίδια περιοχή και στα αγροκτήματα περιοχής «Ίθια» και «Πουρνάρι», άλλοτε καλλιεργούμενα και τώρα χέρσα, ευρίσκονται τα ερείπια και άλλων τριών εκκλησιών. Εμφανή είναι τα ερείπια της εκκλησίας του Αγίου Κωνσταντίνου στο αγρόκτημα του Κων. Γεωργακόπουλου.
Στην προαναφερθείσα περιοχή και ιδιαίτερα στα αγροκτήματα: Γ. Παπαγεωργίου, Χρ. Μπόρα, Ανδρ. Χρ. Νικ. Δάρα, Γ. Τρουπή, όλα τα ευρήματα (νομίσματα κλπ.), μαρτυρούν ότι η περιοχή κατοικείτο κατά τους Βυζαντινούς χρόνους.
Τα νομίσματα ήσαν πολλά: χαρακτηριστικό της αφθονίας των είναι το γεγονός(
και βίωσε ο υπογράφων ) ότι κατά τη διάρκεια γεωργικών εργασιών - ιδιαίτερα σπορά δημηήτριακών, σκάλισμα αραβοσίτου, ή το βοτάνισμα των σιτηρών βρίσκαμε αρκετά νομίσματα.
Εκτελούντες υπόδειξη των μεγαλυτέρων, τα εναποθέταμε κατά γης, ουρούσαμε πάνω και πατώντας τα με την πτέρνα περιφερόμαστε επί ώρα, έτσι ώστε με την ύγρανση και τριβή να φύγουν οι σκωρίες και να αποκαλυφθεί το είδος του μετάλλου από το οποίο είχαν κατασκευαστεί. Τα έπαιρναν οι μεγαλύτεροι στα χέρια τους και συνήθως έλεγαν:
Είναι χαλκωματένιο, δεν αξίζει τίποτε!
Όλη η προαναφερθείσα έκταση είναι επίσης εγκατεσπαρμένη από θραύσματα κεράμων ή ογκωδών οικοδομικών τούβλων, τα οποία συνέλεγαν οι χωρικοί οσάκις ήθελαν να κατασκευάσουν χωριάτικο φούρνο.

Αποκαλύπτονται κιονόκρανα
Αξιόλογο είναι επίσης ότι όταν το Καλοκαίρι του 1938 γινόντουσαν στην εκκλησία του Αγίου Ανδρέα εργασίες προκειμένου να στεγαστεί με τσιμέντο από τον Χαρ. Μαραγκό,(2) ο οποίος τότε ως υπεργολάβος είχε αναλάβει Kionokrana Agiantriaδημόσια έργα της περιοχής Λαγκαδίων), και ενώ οι εργάτες προσπαθούσαν να στηρίξουν τον ξυλότυπο, βρήκαν στο δάπεδο της εκκλησίας και σε βάθος λίγων εκατοστών δύο μαρμάρινα κιονόκρανα! Τα κιονόκρανα παρέμειναν στην εκκλησία και χρησιμοποιούνταν για την στήριξη των κεριών!
Αργότερα, το 1960, με ανακίνηση του θέματος από τον υπογράφοντα, μεταφέρθηκαν στο χωριό Σέρβου και παραδόθηκαν από την Αστυνομία με πρωτόκολλο στην Κοινότητα (3). Έκτοτε το δάπεδο εκαλύφθη με λεπτό στρώμα τσιμέντου (γκρο-μπετόν).
Χρειάζεται να σημειωθεί ότι ο Χαρ. Μαραγκός, που το 1938 κατασκεύασε την τσιμεντένια στέγη, χάραξε πιο πάνω από το υπέρθυρο:
«ΔΩΡΕΑ ΧΑΡ. ΜΑΡΑΓΚΟΥ». Βεβαίως αυτή αφορά μόνο την στέγη, η οποία ανακατασκευάστηκε, όπως και όλη η εκκλησία το 2000, και όχι το όλο κτίσμα, το οποίο παραμένει άγνωστο πότε οικοδομήθηκε. Τον Αύγουστο του 2004, τα κιονόκρανα αναζητήθηκαν από τον υποφαινόμενο προκειμένου να φωτογραφηθούν για την παρούσα δημοσίευση. Είχαν αγνοηθεί -
ξεχαστεί και τελικά ύστερα από εναγώνιες αναζητήσεις ημερών εντοπίστηκαν στο υπερώο του άλλοτε Κοιν. Γραφείου (4) !

Κάστρο και ανεμόμυλος
Επίσης ερείπια παλαιού κάστρου βρίσκονται λίγο πιο πάνω από την περιγραφείσα περιοχή στην κορυφή του βουνού «Παλιόκαστρο» (5) , στις υπώρειες της ανατολικής πλευράς του οποίου είναι χτισμένο το σημερινό χωριό Σέρβου.
Επί πλέον διακόσια μέτρα βορειοδυτικά της τοποθεσίας του Αγίου Ανδρέα στο «Διάσελο», εσώζοντο μέχρι προ ετών ερείπια ανεμόμυλου, γνωστής της τοποθεσίας και ως «Ανεμόμυλος..» Είναι ένας αυχένας, όπου πάντα πνέει ισχυρός άνεμος ερχόμενος «ασκόνταφτα» από τον Ερύμανθο. Τόσο ισχυρός που παλαιότερα, όταν οι αγρότες περνούσαν από εκεί με τα έμφορτα υποζύγια, κυρίως με ογκώδη φορτία από άχυρα, ή κλαδιά δένδρων, ήσαν υποχρεωμένοι να τα υποστηλώνουν για να αποφύγουν ανατροπή!
Επίσης, βόρεια της εκκλησίας υπάρχουν ίχνη «υδραγωγείου», που κατέληγε στην εκκλησία. Τούτο ενισχύει την παράδοση ότι η εκκλησία του Αγίου Ανδρέα ήταν μοναστήρι.


Η
(Fra) Φραζι(γκι)νέτα, του Μιλιάνθη και η Π(μπ)ρίνια
Απέναντι από την περιγραφείσα περιοχή των ερειπίων και των ευρημάτων του Αγίου Ανδρέα και σε μικρή απόσταση, είναι το βουνό «Φραζι(γκι)νέτα». Η ανατολική πλευρά του βουνού, δια της οποίας διήρχετο η οδός προς Ολυμπίαν, λέγεται «Π(μπ)ρίνια» και ο χείμαρρος που χωρίζει την περιγραφείσα περιοχή των ερειπίων με την ανατολική πλευρά της «Φραζι(γκι)νέτας» την «Π(μπ)ρίνια», λέγεται «Μιλιανθη».
Η παράδοση λέγει ότι στην πλαγιά τας Φραζι(γκι)νέτας στην «Π(μπ)ρίνια», έγινε φονική μάχη μεταξύ Ελληνικών (Βυζαντινών) και Φράγκων και ότι το αίμα έτρεξε ποτάμι.
Με τίτλο: «Γύρω από μια χαμένη Πολιτεία», δημοσιεύτηκε το 1973 από τον υπογράφοντα στα «ΑΡΚΑΔΙΚΑ» (6) , σύντομη παρουσίαση του σημερινού θέματος. Το δημοσίευμα καταλήγοντας αναφερόταν και στη μάχη του Πρινίτσας μεταξύ Ελλήνων (Βυζαντινών) και Φράγκων, όπως αναφέρεται στο Χρονικό του Μορέος (ΧΜ). Ο
ιστοριοδίφης, αείμνηστος φίλος Θάνος Βαγενάς, υπεύθυνος εκδόσεως, ήθελεε και η Πρίνια του Σέρβου Γορτυνίας να είναι μία από τις πιθανές τοποθεσίες της μάχης της Πρινίτσας, που αναφέρεται στο Χρονικό του Μορέος.

Εκτεταμένος οικισμός
Πάντα τα ανωτέρω ερείπια εκκλησιών κ.λπ. μαζί με άφθονα ευρήματα: μωσαϊκά, τάφοι, πήλινα αγγεία, βυζαντινά νομίσματα, που έρχονται, μάλλον ερχόντουσαν, - κατά καιρούς στην επιφάνεια από τους αγρότες της περιοχής, άλλοτε με το υνί του αγρότου και άλλοτε με τα σκαπτικά εργαλεία των καλλιεργητών της αγόνου γης, φαίνεται να είναι σύμφωνα με την παράδοση που σώζεται από στόματος εις στόμα.
Η παράδοση ομιλεί για μία κατεστραμμένη πόλη, η κυριότερη εκκλησία της οποίας ήταν η του Αγίου Ανδρέα, και εκτεινόταν περί το ένα χιλιόμετρο ανατολικά του σημερινού χωριού Σέρβου και μέχρι της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννου.
Κατά την ίδια παράδοση οι κατοικίες ήσαν τόσο πυκνές ώστε: «το κατσούλι (γάτα) περπατώντας από κεραμίδι σε κεραμίδι, έφτανε από τον Άγιο Ανδρέα στον Αγιάννη, η δε καμπάνα του Αγια Αντριά ακουγόταν ως το Κατάκωλο!».


Μια άλλη
αναφορά
Αναφορά στα κατά καιρούς ευρήματα, όπως του τα μετέφεραν οι συμπολίτες του, κάνει ο Β.1. Δάρας στο βιβλίο του «Ιστορικά του Σέρβου Γορτυνίας» (7) . Έτσι καταγράφει ότι βρέθηκε «πλάκα από τούβλα, διαστάσεων 1 επί 1,20 με μυστηριώδη γράμματα», επίσης «χάλκινο άγαλμα, παριστάνον γυναίκα με σταμνί, αμφορέας Αττικής του Ι4ου αι. περίφημα επεξεργασμένος κ.ά.».
Αφού περιγράφει ότι ο τόπος είναι γεμάτος από τάφους, οι οποίοι παρατηρούνται σε πολύ μεγάλη έκταση, καταλήγει:
«Γεωλογικώς εξεταζόμενος ο τόπος και η μορφολογία του εδάφους, όπου το σημερινό χωριό Σέρβου, κατά την εκτίμηση των γεωλόγων, παρουσιάζει γεωλογικά προβλήματα, όψη σεισμοπαθή και μία προσεκτικά παρατήρηση της τοποθεσίας του, οδηγεί στην υποψία ότι το χωριό πιθανόν να είχε κάποτε άλλη μορφή και να κατεστράφη από 
ένα ισχυρό γεωλογικό φαινόμενο. Η και από μια θανατηφόρο νόσο να έπαθε ομαδική βιβλική καταστροφή των κατοίκων του, που τάφηκαν προχείρως σ’ όλη την περιοχή». 

Συμπληρωματικά θα λέγαμε ότι και οι δύο παρατηρήσεις του Β.Ι. Δάρα είναι αξιοπρόσεκτες. Θα προσθέταμε ότι δεν μπορούμε να αγνοήσουμε πως το 1348 η πανώλη (πανούκλα), που έμεινε γνωστή στην Ιστορία σαν Μαύρος Θάνατος, θέρισε τη Μεσόγειο και ολόκληρη την ηπειρωτικά Ευρώπη (8). 24 εκατομμύρια θύματα, σε διάστημα επτά ετών είχε η Ευρώπη.
Το απέραντο νεκροταφείο της «χαμένης πολιτείας», της οποίας ζατάμε την ταυτότητα, μας επιβάλλει να μην αγνοήσουμε και αυτή την εκδοχή.
Τελειώνοντας, θα λέγαμε ότι με τον άγνωστο εκτεταμένο αυτό οικισμό δεν φαίνεται να έχει ασχοληθεί κάποιος- απ’ ό,τι γνωρίζουμε κατά το παρελθόν. Ας ελπίσουμε ότι με την παρούσα δημοσίευση θα δοθεί το έναυσμα.


ΝΙΚΟΣ Γ.ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ Από την Επετηρίδα ΜΑΡΑΘΑ 2005


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
[1]. Σέρβου, χωριό του Δήμου Ηραίας.
[2]. Ο Χαράλαμπος Μαραγκός ήταν από του Σέρβου.
[3]. «Ηχώ των Λαγκαδίων», Γορτυνιακή Εφημερίς, εκδιδομένη υπό του Συνδέσμου των εν Αττική Λαγκαδινών, φ. 9/1-1-1960, σ. 8.
[4]. Εφημ. «Γορτυνία», Εκδότης - Διευθυντής Κ.Π. Καλύβας, φ. 213 (393), Σεπτ. - Οκτ. 2004, σ. 10.
[5]. «ΑΡΚΑΔΙΚΑ>., Τριμηνιαίο περιοδικό λόγου - τέχνης - ζωής του Κέντρου Αρκαδικών Μελετών. Ιδρυτής Θαν. Κ. Βαγενάς, χρόνος Ζ τεύχος 4, σ. 9.
[6]. «Αρκαδικά», διμηνιαίο περιοδικό λόγου, ζωής και τέχνηςς, Χρόνος Α’, τεύχος 6 (Νοέμβρ. - Δεκ. 1973).
[7]. Β. Ι.Δάρα, Ιστορικά του Σέρβου Γορτυνίας, τόμος 1ος, Αθήνα 1988, σσ. 11-14.
[8]. Κυριάκου Σιμόπουλου, «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα» 330 μ.Χ. -
1700, τ. Α΄, σ. 238, Αθήνα 1994.

 j

 


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Το 1952 εκδηλώθηκε επιδημία τύφου στο χωριό. Οι υγειονομικές αρχές τότε θεώρησαν σαν αιτία της μόλυνσης τις κορύτες στις βρύσες και στα πλαίσια των έργων εξυγίανσης αντικατέστησαν τις καλαίσθητες πέτρινες πελεκητές κορύτες με ακαλαίσθητους μεταλλικούς σωλήνες. Δεν τους πέρασε από το μυαλό ότι το νερό θα μπορούσε να είχε μολυνθεί από το πέρασμά του κάτω από αυλές και σπίτια, αφού οι βρύσες ήταν σε σημείο χαμηλότερο από τα σπίτια. Το υδραγωγείο που έφερε καθαρό νερό από την Κοκκινόβρυση έγινε αργότερα, το 1959.