Αναδημοσίευση από το face book της Μαρίνας Διαμαντοπούλου-Τρουπή.
Μια ζοφερή ημέρα της ιστορίας, που μας πληγώνει…
Ο πρώτος Κυβερνήτης της Αναγεννημένης Ελλάδας, ο Ιωάννης Καποδίστριας, έπεσε νεκρός στο Ναύπλιο από ελληνικά χέρια, κατόπιν συνομωσίας εναντίον του από τους αντιπολιτευόμενους Έλληνες, με την συνεργασία ξένων παραγόντων (Γάλλων και Άγγλων) για δικούς τους λόγους, σε μια εποχή που γινόταν προσπάθεια να οργανωθεί κράτος, σ’ έναν τόπο που δεν ήξερε πως να το διαχειριστεί αυτό, γιατί έζησε αιώνες με πολύ διαφορετικές συνθήκες. Καθένας είχε την δική του διαφορετική άποψη μη υπακούοντας σε νόμους και κανόνες, που διέπουν μια οργανωμένη πολιτεία. “Μιλούσαν” ακόμα τ’ άρματα!
Ο Καποδίστριας είχε βρει την Ελλάδα σε άθλια κατάσταση. Παντού βασίλευε η αναρχία. Το στιβαρό του χέρι σταμάτησε την καταστροφή και σιγά-σιγά η Ελλάδα άρχισε να παίρνει την μορφή κράτους πολιτισμένου. Για να το πράξει αυτό αναγκάστηκε να δυσαρεστήσει πολλούς προεστούς, ξεσηκώθηκαν αντιδράσεις από τους αντίπαλους του, τον κατηγόρησαν ως αυταρχικό και αποφάσισαν να τον εξοντώσουν.
Μέσα σ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση, αποδείχτηκε για ακόμα μια φορά και η ικανότητα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ως πολιτικού, πέρα από την αξεπέραστη στρατηγική του ικανότητα, ενός πολιτικού που δρα και κινείται με γνώμονα την αγάπη για την πατρίδα. Για άλλη μια φορά κλήθηκε να βοηθήσει το έθνος σε μια κρίσιμη στιγμή.
Ιδού πως ο ίδιος διηγείται τα τραγικές εκείνες ώρες αμέσως μετά την δολοφονία του Καποδίστρια στ’ “Απομνημονεύματα” του:
“ ...Έπειτα ο Κυβερνήτης εσκοτώθηκε εις την 27 Σεπτεμβρίου 1831, όταν επήγαινε εις την Εκκλησίαν από τον Κωνσταντίνον και Γεώργιον Μαυρομιχάληδες. Αυτή η φαμελιά είναι μια φαμελιά οπού έχυσε πολύ αίμα δια την ελευθερίαν μας, αλλ’ είναι φαμίλια οπού έκλινε εις ταις δολοφονίαις…..
...ευθύς συνάχθηκε η Γερουσία με τους Γραμματείς και απεφάσισαν να κάμουν τριμελή επιτροπή τον Αυγουστίνον, εμένα και τον Κωλέτη. Ο Αυγουστίνος με έστειλε ευθύς με τον θάνατον του Κυβερνήτου έναν πεζοδρόμον δια να μου δώση είδησιν και να πάγω εις το Ανάπλι. Ήμουν εις την Τριπολιτσά, εκείναις ταις ώραις ευρέθηκα εις την Τριπολιτσά.
Η Γερουσία εκοινοποίησε την απόφασιν της εις τον Αυγουστίνον, ο Αυγουστίνος είπε ότι δεν δέχεται αυτήν την θέσιν αν δεν έλθη πρώτον και ο Κολοτρώνης να ομιλήσωμεν. Εγώ έλαβα την είδησιν το βράδυ την ίδια Κυριακή από τον πεζοδρόμον, ότι ο Κυβερνήτης εσκοτώθηκεν από τους Μαυρομιχάληδες και ο ένας εσκοτώθηκε και ο άλλος επήγε εις τον Ρουάν, δεν ήξευρα τίποτε άλλο περισσότερον.
Τότε εσυλλογίσθηκα ότι είχε αποφασίση ο Κυβερνήτης ότι αν αποθάνη έξαφνα να γένη ευθύς συνέλευσις από το Έθνος. Ευθύς έκραξα τον διοικητήν της Τριπολιτσάς οπού ήτον ο Καρόρης, και τους γραμματικούς του, έγραψα παντού διαταγάς εις τα στρατεύματα οπού ήταν με τον Γενναίον να τραβηχτούν, και εγώ να μείνω εις την Τριπολιτσά.
Διατί εγώ δεν ήξευρα που θε να τραβήξω, ούτε ήξευρα τι εγίνετο εις το Ανάπλι, με τα γράμματα έστελνα τι εγίνετο εις το Ανάπλι, με τα γράμματα έστελνα παντού καβαλλαραίους και πεζούς, και τους ανάγκαζα να έλθουν μία ώρα αρχύτερα.
Την αυγήν ξημερώνοντας δευτέρα με ήλθαν δύο πεζοί ο ένας κοντά εις τον άλλον και μου έφεραν τας ειδήσεις ότι η Γερουσία εψήφισε τριμελή επιτροπή, ότι ο λαός επολιόρκησε τον Γεωργάκη Μαυρομιχάλη εις του Ρουάν (γάλλου πρέσβη) το σπίτι, ότι τον εζήτησαν από τον Ρουάν, ότι τον επαράδωκε και τον επήγαν εις το Παλαμήδι και μου έλεγαν να φθάσω μίαν ώραν αρχήτερα.
Το βράδυ είχα βαστάξη μυστικό και δεν το εκοινοποίησα εις την πόλιν τον θάνατον του Κυβερνήτου.
Την αυγήν όπου το έμαθαν οι πολίται της Τριπολιτσάς έμειναν νεκροί, άφησαν τα εργαστήρια των, ταις δουλειαίς τους και επερπατούσαν εις τους δρόμους ωσάν τρελλοί. Εγώ έστειλα εις όλας τας επαρχίας ταχυδρόμους με δεύτερα γράμματα να μείνουν ήσυχοι αι επαρχίαι, να σταθούν οι έπαρχοι εις τας θέσεις των, και να εξακολουθούν τας εργασίας των. Τους έδιδα και την είδησιν ότι εκλέχθη μία επιτροπή δια να κυβερνήση τον τόπον, και ότι θέλει λάβη τα αναγκαία μέτρα δια να βαστάξη την ησυχίαν και την ευταξίαν εις αυτήν την κρίσιμον περίστασιν.
Ήρθαν οι προύχοντες της πόλεως Τριπολιτσάς πριν να αναχωρήσω δια το Ναύπλιον, και μου είπαν ότι: “Τι να γίνωμεν, εμείς φοβούμεθα να μην πάθωμεν τίποτε, διότι η πόλις μας είναι ανοικτή και ξέφραγη”. Τους είπα να βάλουν ντελάληδες και να διαβάσουν όσα έγραψα και εις ταις άλλαις επαρχίαις. Αυτοί με επαρακάλεσαν να βάλουν ντελάληδες να μαζωχτούν οι πολίται εις το σχολείον και να υπάγω εγώ να τους ομιλήσω. Το εδέχτηκα, εσυνάχθηκαν οι πολίται εις το σχολείον, τους ωμίλησα δια μιάν ώραν ολόκληρον, τους είπα όσα έπρεπε να τους ειπώ εις τέτοιας περιστάσεις.
Άφησα το Σισινόπουλο με 100 καβαλλαραίους δια την ησυχίαν του τόπου, και εγώ εκίνησα, και δια εξ ώρας έφθασα εις το Ανάπλι.
Είχα μαζί μου 150 καβαλλαραίους. Ο λαός εζήτησε την άδειαν και άνοιξαν την πόρταν και εβγήκαν εις προϋπάντησιν μου, έως τον τόπον που εξεμπαρκαρίστηκε ο βασιλεύς, και ο λαός απεκεί με εσυντρόφευσε έως το σπίτι μου. Άλλοι που με απαντούσαν έκλαιγαν, αλλοι παραπονούντο και εγώ έλεγα εις όλον τον κόσμον: “ Ησυχία.” Πηγαινάμενος εις το σπίτι τους είπα: “Έλληνες, πηγαίνετε εις τα σπίτια σας, μη έχετε κανένα φόβον, και του Θεού η δύναμις θέλει τα οικονομήση όλα.”
Απ’ εκεί επήγα εκεί όπου εκάθετο ο Αυγουστίνος δια να τον παρηγορήσω, πηγαινάμενος εκεί επαρηγόρησε ο ένας τον άλλον, και έπειτα μου λέγει: “ Εις τον λαιμόν σου κρέμομαι και εγώ και το Έθνος, και κάμε ότι σου φανή εύλογον”.
Εγύρισα εις το σπίτι, ωμίλησα του Αλμέδα οπού ήτον φρούραρχος και επί κεφαλής εις τα στρατεύματα τα τακτικά, και του είπα να βάλη ντελάληδες να καθήση ήσυχος καθένας εις το σπίτι του και να βγάλη τα όπλα (διατί ήταν όλοι αρματωμένοι), και καθώς εφέρθηκες ταις τόσαις ημέραις να φερθής και τώρα δια την ησυχίαν. Το τακτικόν εστάθηκε πιστόν εις τον όρκο του, και εμπόδισε την σφαγήν και την φωτιά. Τώρα να κάμετε όρκον και εις την επιτροπήν, έως να ιδούμεν που θα κατασταλάξη το πράγμα.
Την άλλην ημέραν εσυνάχθηκε η Γερουσία και οι Γραμματείς και ημείς εκάμαμεν τον όρκον και επήραμεν ταις υποθέσαις του Κράτους επάνω μας. Ο λαός εφώναζε δια τον φονέα Γεωργάκη: “Ή σκοτώνετε τον φονέα, και πιάνετε και τους συμβούλους, είτε μη θα κάμωμεν ότι ειμπορέσωμεν”.
Τότε ημείς απεφασίσαμεν στρατιωτικόν δικαστήριον, τον έκρινε τον εκαταδίκασεν εις θάνατον, και εκτελέσθη η απόφασις εις την Πρόνοια. Οι δύο υπηρέται και ο Κακλαμάνος εβάλθηκαν εις φυλακήν, οι οποίοι εμαρτύρησαν την εταιρίαν οπού είχαν να σκοτώσουν τον Κυβερνήτην. Εβιάσαμεν τον Ζιεράρ (γάλλος διοικητής του τακτικού στρατού) να κάμη την παραίτησιν του, ειδέ μη ηθέλαμεν τον κηρύξη ως ένα επίβουλον. Έδωκε την παραίτησιν του, εβάλθη εις φυλακήν και ο υιός του Καλαμογδάρτη και οι άλλοι δεν εμαρτυριώντο από τον άλλο. Πολλοί τρελλοί ήρχοντο και με εφορτώνοντο και μου έλεγαν: “Κολοκοτρώνη, εκδίκησιν κάμε, σκότωσε τους φονείς.” Και εγώ τους εμάλλωσα και τους εδίωξα από το σπίτι λέγοντας τους: “Πηγαίνετε εις τα σπίτια σας, δεν είναι εδική σας δουλειά…..”
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, μιλούσε πολλές φορές με παροιμίες και διδακτικούς μύθους.
Έτσι, κατά τον Γ. Τερτσέτη, όταν κάποιοι χάρηκαν με τη δολοφονία του Καποδίστρια, γιατί απηλλάγησαν από έναν τύραννο, όπως πίστευαν, ο Κολοκοτρώνης τους μίλησε με τον εξής μύθο:
“Εις τον σκοτωμόν του Κυβερνήτου έπλασεν ή ενθυμήθη, αν σώζεται εις το θησαυροφυλάκιον της σοφίας του λαού, τον μύθον του σαμαρτζή. Η έννοια του είναι αύτη: Τα γαϊδούρια έκαμαν συνωμοσίαν και εσκότωσαν τον επιτήδειον σαμαρτζή τους και εχοροπηδούσαν. Ένας γέρος γάϊδαρος τα εμάλλωσε λέγοντας τα, μη χαίρεσθε, θα ίδετε τι μας άξιζε, όταν τα σαμάρια των άλλων θα μας πληγόνουν την ράχην”.
.
(ΧΙΜ)