Όταν ο Θεός, ο μεγαλύτερος δημιουργός και καλλιτέχνης, σταμάτησε για να θαυμάσει το έργο του, το μεγαλύτερό του αριστούργημα, δάκρυσε από χαρά και συγκίνηση. Αυτό το δάκρυ, αφού κύλησε στο μάγουλό του χωρίς ο ίδιος να το καταλάβει, έπεσε πάνω σε λίγη καρβουνόσκονη από τα υλικά που είχε χρησιμοποιήσει για να φτιάξει τις σκιές και τη νύχτα. Η σταγόνα αυτή απορρόφησε λίγο κάρβουνο μα συνέχισε να κυλά. Στη συνέχεια πέρασε από τις μπογιές που ο Δημιουργός είχε αφήσει αφού είχε βάλει τις τελευταίες πινελιές. Πέρασε μέσα από όλα τα υλικά Του κρατώντας στην καρδιά της κάθε φορά λίγο από την ουσία που ακουμπούσε, μέχρι που κατέληξε σε μια ξεχασμένη μπάλα από τον πυλό που είχε χρησιμοποιήσει ο Θεός για να φτιάξει τους πρώτους ανθρώπους. Επειδή το δάκρυ ήταν μέρος του Κυρίου όπως και η πνοή του και ο πυλός ήδη ευλογημένος, τη στιγμή εκείνη που ακούμπησε το υγρό στο στέρεο υλικό, γεννήθηκε ο Καλλιτέχνης.
Αν και δεν ήταν στα αρχικά του σχέδια, ο Κύριος δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει κακό σε ένα από τα παιδιά του. Δεν μπορούσε όμως να τον αφήσει να τριγυρίζει στην Εδέμ και έτσι τον πήρε μαζί του. Σαν παρηγοριά για το ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να ζήσει σαν πραγματικός άνθρωπος, ο Θεός έκανε τον Καλλιτέχνη αθάνατο και του έμαθε όλα τα μυστικά της ομορφιάς. Του έμαθε που να ψάχνει και τι να βλέπει. Του έδωσε το θείο δώρο της φαντασίας. Επειδή η ψυχή του, που ήταν μέρος και του Κυρίου, είχε αγγίξει όλα τα υλικά της Δημιουργίας πριν γεννηθεί, κάθε υλικό, κάρβουνο, πινέλο, σκαρπέλο, ήταν σαν προέκταση του χεριού του. Επειδή όμως είχε φτιαχτεί από το υπόλειμμα του πυλού αισθανόταν πάντα ανάξιος και ελλιπής. Κι ας του έλεγαν ο Θεός και όλοι οι αγγέλοι ότι όσα έφτιαχνε ομόρφαιναν τα ουράνια και ότι ήταν ένα από τα μεγαλύτερα δώρα που είχε φτιάξει, έστω και άθελά του, ο Θεός.. Ο Καλλιτέχνης χρειαζόταν κάποιον πιο ουδέτερο να κρίνει τα έργα του. Ήθελε να πάει στην Γη για να είναι με κάποιον σαν και αυτόν. Ο Θεός όμως, θεωρώντας ότι οι άνθρωποι δεν θα άντεχαν και άλλη ομορφιά, αρνήθηκε να τον αφήσει. Δεν ήθελε να στείλει κάτι τόσο πολύτιμο όσο ο Καλλιτέχνης κάπου όπου θα ήταν περιττός. Έτσι περνούσαν οι αιώνες και στη γη και στον παράδεισο.
Μέχρι που κάτω στη γη οι άνθρωποι αρχίσαν να ξεχνάνε τι πάει να πει ομορφιά. Κυνηγούσαν, μαλώνανε και απλά ζούσαν μια μίζερη ζωή, ο καθένας μόνος του. Η αναπαραγωγή του είδους δεν ήταν παρά το αποτέλεσμα μηχανικών πράξεων που προσέφεραν στιγμιαία ικανοποίηση και τα παιδιά κάτι που απλά έπρεπε να μεγαλώσει για να φροντίζει τους ηλικιωμένους. Ξεχνώντας ή αγνοώντας τι είναι Ομορφιά είχαν ξεχάσει και πως να αγαπούν. Η φύση ήταν απλά ένα μέρος που τους παρείχε τροφή και στέγη. Δεν έβρισκαν τίποτα να θαυμάσουν, τίποτα να τους θυμίζει πόσο ίδιοι αλλά και πόσο διαφορετικοί ήταν από όλα τα άλλα πλάσματα που ζούσαν μαζί τους σε αυτόν τον πλανήτη. Η ανθρωπότητα κινδύνευε να μετατραπεί σε κάτι χειρότερο από ζώο, ένα τέρας χωρίς αισθήματα και ψυχή. Γιατί η ψυχή των ανθρώπων είναι κάτι το θείο και το θείο έχοντας γνωρίσει τον παράδεισο δεν μπορεί να ζήσει χωρίς έστω και μια αχτίδα ομορφιάς αλλά μαραίνεται και χάνεται σαν το λουλούδι το Χειμώνα.
Ο Θεός τα έβλεπε όλα αυτά αλλά έχοντας δώσει στους ανθρώπους το δώρο της ελεύθερης βούλησης δεν μπορούσε να ανακατευτεί πολύ. Μόνο τα δάκρυά του έπεφταν σαν βροχή στον κόσμο που είχε φτιάξει, φουσκώνοντας τις θάλασσες και γεμίζοντας τις ψυχές των ανθρώπων με παραπάνω θλίψη. Είχε στείλει όσους περισσότερους αγγέλους μπορούσε κάτω στους θνητούς αλλά και αυτοί χάνανε τη μάχη με την απάθεια. Ως και οι διάβολοι δεν καταφέρναν να κάνουν τίποτα για να ξυπνήσουν την ανθρωπότητα.
Ο Καλλιτέχνης βλέποντας τον κίνδυνο αλλά και τη θλίψη του Κυρίου, του ζήτησε την άδεια να κάνει την μεγάλη θυσία αλλά και παντοτινό όνειρό του. Πλέον δεν ήταν δυνατό να επιστρέψει ως άνθρωπος. Σε μια στιγμή απελπισίας είχε ζητήσει να του βάλλουν φτερά για να πετάει στη γη και να τη βλέπει από πιο κοντά. Ούτε μπορούσε να πέσει απλά κάτω. Η ψυχή του δεν ήταν άνεμος αλλά νερό και πριν καν αγγίξει το χώμα θα διαλυόταν. Ο Θεός αγαπούσε τον Καλλιτέχνη αλλά το ίδιο αγαπούσε και τα άλλα Του παιδιά. Έτσι, αφού του εξήγησε τι θα έχανε αν έκανε τη σκέψη του πράξη αλλά και τι θα γινόταν στην ανθρωπότητα αν δεν πήγαινε να τους θυμίσει ότι η ομορφιά βρίσκεται γύρω τους, τον φίλησε στο μέτωπο και του είπε ότι θα τον αγαπά ό,τι κι αν αποφάσιζε, αφήνοντας τον ελεύθερο να κάνει την επιλογή του.
Ο Καλλιτέχνης γνώριζε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να ζήσει ως θνητός στον κόσμο που τον γέννησε, αλλά ποτέ δεν γνώρισε, αλλά είχε ήδη αποφασίσει. Πριν τη μεγάλη πτώση του, πήγε να πει το τελευταίο αντίο. Το αντίο στον άγγελο που τον αγάπησε και που του είχε χαρίσει τα φτερά του για να πετάει στη γη. Κοιτώντας στα μάτια της, για ένα λεπτό ταλαντεύτηκε και πήγε να αλλάξει γνώμη. Μετά όμως σκέφτηκε τους ανθρώπους, τα αδέρφια του, και τον χαμό ενός είδους ικανού για τόσο μεγάλα πράγματα. Και έτσι η απόφασή του κρυσταλλώθηκε σαν διαμάντι στη ψυχή του. Φιλώντας ένα-ένα τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια της, έβγαλε ένα κομμάτι της καρδιάς του και το έβαλε μέσα στο φυλαχτό που της είχε φτιάξει όταν πρωτοαγαπηθήκανε.
Και με ένα τελευταίο φιλί, πήδηξε.
Πρώτα φύγαν τα φτερά, μετά η σάρκα, τα κόκαλα.... μέχρι που έμεινε μόνη η ψυχή που έσπασε σε εκατομμύρια σταγόνες που μπλεγμένες με τη βροχή πέσανε πάνω σε όλους τους ανθρώπους. Έτσι αποκτήσαν οι άνθρωποι τη φαντασία και την ικανότητα να δημιουργούν. Τη μέρα εκείνη ο άνθρωπος έφτιαξε τη πρώτη ζωγραφιά στον τοίχο. Αργότερα έφτιαξε την πρώτη ρόδα και σιγά-σιγά έμαθε να εκτιμά την ομορφιά γύρω του και μέσα του.
Κάποιοι άνθρωποι απορρόφησαν περισσότερες από τις σταγόνες που ήταν η ψυχή του Καλλιτέχνη και απόκτησαν μεγαλύτερη ικανότητα να δημιουργούν όμορφα πράγματα. Αυτοί οι άνθρωποι κάποια στιγμή αγάπησαν και έκαναν παιδιά. Κάποια παιδιά από αυτά γεννήθηκαν με αυτό που οι άνθρωποι ονόμασαν ταλέντο. Την έμφυτη ικανότητα να χαρίζουν στον κόσμο ομορφιά και να δημιουργούν από το τίποτα το θείο.
Επειδή όμως τα παιδιά ήταν κομμάτι του Καλλιτέχνη πάντα αισθάνονταν ότι κάτι τους έλλειπε και όσο μεγαλύτερο το «ταλέντο» τους τόσο μεγαλύτερο ήταν αυτό το αίσθημα της έλλειψης μέσα τους. Τόσο χαμηλότερη η αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμησή τους. Έτσι ήταν πάντα σαν τους άλλους αλλά διαφορετικοί, καλύτεροι αλλά και κάποιοι χειρότεροι ταυτόχρονα. Και κάποιοι δεν μπορούσαν να ζήσουν με τόση ομορφιά μέσα τους και αποφάσιζαν να γυρίσουν πίσω στον παράδεισο από όπου προήλθαν ή στην κόλαση όπου πίστευαν ότι άξιζαν να πάνε...
Και όσο για το κομμάτι εκείνο της καρδιάς του Καλλιτέχνη που κρατά ο Άγγελος, όποτε η ανθρωπότητα ή έστω κάποιος τόπος φτάνει σε ένα σημείο όπου χρειάζεται απεγνωσμένα λίγη ομορφιά ο Άγγελος ακουμπά με το φυλαχτό της τις ψυχές κάποιον ανθρώπων και αυτοί δημιουργούν αριστουργήματα. Κάποιες φορές μπορεί να ακουμπήσει κάποια ψυχή απλά επειδή της λείπει ο αγαπημένος της και θέλει να δει έστω και μια σκιά του να ζει στον κόσμο αν και ξέρει ότι ο Καλλιτέχνης δεν θα χαθεί ποτέ από τον κόσμο μας.
Ο Θεός του είχε κάνει δώρο την αθανασία και τα δώρα του δεν τα παίρνει ποτέ πίσω, απλά τους αλλάζει μορφή. Έτσι όλοι οι καλλιτέχνες μέσω του έργου τους μένουν πάντα αθάνατοι. Γιατί ακόμα και αν δεν τους κουβαλά η ιστορία γιατί τους έχουν κρίνει «Μεγάλους», τους κουβαλάνε μέσα τους οι ψυχές τις οποίες άγγιξε το έργο τους. Έστω και μία ψυχή αρκεί για την αθανασία γιατί και οι ψυχές είναι αιώνιες, όπως και η ομορφιά είναι αιώνια.
Αθήνα 1-11-06
Δ.Η.Χ