Παληοί σύντροφοι γειά σας... γειά,
με τα πουλιά της άνοιξης.
Κακία δεν έχουν πού παιδιά,
κόβαμε — δήμιοι — την καρδιά,
και τη λαλιά∙
Το ποθοπλάνταγμα στης άνοιξης το πανηγύρι...

Και με την πρωινή δροσιά,
σας στέλνω χαιρετίσματα.
— Πως έλαμπε στην εκκλησία διαμάντια —
Δυόσμος... κερασιά...
Και «Πάσαι αι γενεαί»
ολόγυρα να κλαίνε το χαμό του «'Ωραίου».

Και τα παιδιά της γειτονιάς,
— Βουή τα τιτιβίσματα —
Μέλισσες όμοια σαν εμάς∙
...Βαγκέο... γκολ... και δεν περνάς...

Μέλι από σύκο ώριμο,
κι αχός νυχτερινής φλογέρας.

Με τη βροντή, τον κεραυνό,
στη μπόρα του πρωτόβροχου...
Μάνα η σπηλιά... Στον ουρανό,
το ουράνιο τόξο ! Το βουνό,
γίγαντας∙
που καμάρωνε, τούχαμε την κορφή του στόχο.

Με του Βοριά, με του Νοτιά,
τα χάδια και τα πείσματα.
Πως κρυφογέλαγεν η ιτιά,
που δεν μπορούσε η ρεμματιά,
μ’ όσα η καρδιά
γυρίσματα, τραγούδαγε όνειρα και πάθη...

Φίλοι μου, αγάπη και φιλιά,
μ’ όσα μαζί περάσαμε.
Πως να γινόταν τα παλιά,
να μας έδεναν μι’ αγκαλιά...
Όμοια, Μεγάλο Σάββατο!
Καμπάνα γιορτινή του Πάσχα...

 

(ΧΔ)

 

 


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.