Γ. Δ. Βέργου.
Ο Λιάς κι ο Μήτρος
Σε προηγούμενο πρόσφατο άρθρο μου, που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του Συνδέσμου μας, αναφέρθηκα σε κάποια «χαριτωμένα-ευτράπελα» γεγονότα, που συνέβησαν στο χωριό μας, πριν 60 και παραπάνω χρόνια. Τα πρώτα εκείνα συμβάντα που περιέγραψα, αφορούσαν κυρίως σε γυναίκες του χωριού μας. Αυτό ας μην ερμηνευτεί από κάποιον πατριώτη, ως «αντιφεμινιστική» στάση. Αντίθετα, και εγώ και όλοι σχεδόν οι άντρες του χωριού, νομίζω πως είμαστε υπέρ του φεμινιστικού κινήματος, και έχουμε τις γυναίκες …κορώνα στο κεφάλι μας.
Στο σημερινό άρθρο μου, θα αναφερθώ σε ανάλογα περιστατικά, που έζησα ο ίδιος ή άκουσα από παλιότερους, και αναφέρονται μόνο σε άνδρες. Θα χρησιμοποιήσω «ψεύτικα» ονόματα «Λιάς και Μήτρος», που δεν έχουν καμία σχέση με τα πραγματικά ονόματα, των «ηρώων». Αυτά πάντως τα ονόματα, τα χρησιμοποιούσαμε παλιά στο χωριό, με χιουμοριστική ή και λίγο περιπαικτική-απαξιωτική διάθεση.
*Η εξόντωση του εμπορίου.
Καθόσαντε, λοιπόν, οι δύο πατριώτες στο καφενείο, με πολλούς άλλους άντρες και συζητούσαν τα του πολέμου, την εποχή που ξεκίνησε ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος. Κάποια στιγμή λέει ο Λιάς:
Νομίζω, ρε Μήτρο, πως η Γερμανία κάνει τον πόλεμο, γιατί θέλει να «εξοντώσει» το εμπόριό της στη Μεσόγειο.
Εννοούσε να το εξαπλώσει…
*Οι «συναυλακαραίοι»…
Το εξαιρετικό "τέμπλο" και η υπέροχη "ροζέτα"
στο δάπεδο, που κοσμούν τον Ι. Ν. Ζ. Πηγής,
ένα μοναδικό ιστορικό μνημείο του χωριού μας.
|
Οι δυο φίλοι μας, είχαν γειτονικά χωράφια, έξω από το χωριό (ήσαν δηλαδή «συναυλακαραίοι», όπως λέγαμε στο χωριό). Κάποια μέρα μάλωσαν και βρίστηκαν, για καλά, στα χωράφια τους, ο ένας από τη μία πλευρά του χωραφιού και ο άλλος από την άλλη, πράγμα πολύ συνηθισμένο, εκείνη την εποχή, στο χωριό.
Την επόμενη Κυριακή, μετά τη Θεία Λειτουργεία, που όλοι οι άντρες καθόσαντε στο τουράκι της «Απάνω Εκκλησιάς», και καλαμπουρίζανε, λέει ο Λιάς, με δυνατή φωνή, για να το ακούσουν όλοι:
-Δε μου λες ρε Μήτρο,πως μου το είπες αυτό προχτές στο χωράφι, που κάτι τσιγκριστήκαμε, δεν το θυμάμαι, για πέστο μου πάλι.
-Τι λες ρε Λιά, εγώ δεν θυμάμαι να σου είπα τίποτα.
(ψυλλιάστηκε τη δουλειά ο Μήτρος, πως ο άλλος πάει να του τη φέρει…).
Πρόθεσή του Λιά ήταν, προφανώς, να ακούσουν και άλλοι αυτό που του είχε πει, ώστε να του κάνει μήνυση, και να έχει μάρτυρες.
*Αρτύθηκα παππά μου, θα με ματαλάβεις;
Επέστεψε ο Λιάς από τη μαστοριά που δούλευε στη Μεσσένια, για να κάνει Πάσχα με την οικογένεια. Η κυρά δεν τον περίμενε, και δεν είχε φροντίσει να έχει κάτι για φαγητό. Αυτός, κουρασμένος και ξενηστικωμένος από το ταξίδι, πεινούσε ο ταλαίπορος...
-Φέρε ένα πιάτο, μόρ γυναίκα, και ένα κομμάτι ψωμί.
Ρίχνει λάδι στο πιάτο ο Λιάς,από τον τενεκέ (τον είχε φέρει από τη Μεσσένια), και βουτώντας μέσα το ψωμί, «την τήλωσε» (χόρτασε).
Ήθελε όμως να πάει στην εκκλησία και να κοινωνήσει το Πάσχα, μην τον πούνε και «αλειτούργητο». Την ώρα, λοιπόν, που ήρθε η σειρά του ρωτάει τον παπά, για να φύγει από πάνω του και η αμαρτία:
- Παππούλη, έφαγα λάδι, θα με ματαλάβεις;
- Ναι, του λέει ο παπάς.
- Έφαγα όμως πολύ λάδι.
- Δεν πειράζει Λιά, του λέει πάλι ο παπάς.
-Πάρτο καλά παππά, με το μέσα μυαλό, βούτηξα πολύ ψωμί στο λάδι και έφαγα, όταν ήρθα από τη Μεσσένια.
- Δεν πειράζει, ευλογημένε, του λέει ο παππάς. Ήσουν κουρασμένος, και πολύ καλά έκανες! Ο Θεός τα ξέρει αυτά…
*Ο Αστυνόμος είχε απαυδήσει.
* Σκιάχτη, ρε, να σε φοβάται.
Τι να κάνει ο Μήτρος, που η γυναίκα, του είχε πάρει τον αέρα, και συνέχεια τον «αχούγιαζε».
Ρωτάει τη μάνα του, ρωτάει από δω, ρωτάει από κει, να πάρει γνώμες. Να τη σκιάξεις, ρε, του είπαν κάτι «κογιοναραίοι» του χωριού και εμείς το ίδιο κάνουμε…
Αφού αυτοί έτσι κάνουνε, σκέφτηκε ο Λιάς, ας κάνω και εγώ το ίδιο.
Αποφασίζει, λοιπόν, να μασκαρευτεί και να παρουσιαστεί ξαφνικά στη γυναίκα όταν νυχτώσει, να παραστήσει «το στοιχειό» και με άγριες φωνές να την κάνει να φοβηθεί, να βάλει μυαλό, και να μην τον «αποπαίρνει».
Παίρνει το τηγάνι, με τρόπο από το σπίτι, πάει στο κατώι (κατώγι), που μέσα έβαζαν τα ζώα, και μουτζουρώνεται. Φοράει ανάποδα και ένα παλιοσάκακο που είχε και αλαφροπατώντας, ανεβαίνει προς την εμπατή του σπιτιού, που μέσα ήταν η γυναίκα με τα παιδιά. Με ένα ξύλο στο χέρι και τρεκλίζοντας, άρχισε να χτυπά την πόρτα και να «μουγκρίζει». ούυυυ..., ούουου.
Βάζουν τα κλάματα τα παιδιά, πετιέται απάνω η μάνα, και πάει κατά την πόρτα. Ανοίγει σιγά-σιγά και με επιφύλαξη την πόρτα και βλέπει μια «μπούλα» ένα «στοιχειό» να …μουγκρίζει. Γυρίζει το κεφάλι της στα παιδιά και τους λέει: Μη κλαίτε παιδιά, μια «μπούλα» είναι, δεν θα σας φάει…
Αμέσως αρπάζει το στειλιάρι, που είχε πίσω από την πόρτα (κοντάρι που το έβαζαν 2 άτομα στον ώμο τους και ζύγιζαν τα σακιά με το αλεύρι) και …που σε πονεί και που σε σφάζει «στοιχειό»… (ήταν «καπελιάνα» εκείνη, και τόλεγε η καρδούλα της).
Ο Μήτρος, όπου φύγει, φύγει. Κατάλαβε, με το «στοιλιάρη», πως ότι και να κάνουν οι άντρες, οι γυναίκες έχουνε πάντα το «πάνω χέρι». Ξεμουτζουρώθηκε, και με το κεφάλι σκυμμένο, δήλωσε …πλήρη υποταγή και υπακοή, χωρίς αντίρρηση.
*Η προβατίνα με το καπέλο …στο λαιμό.
Φραζινέτα 2017. Επισκευή του δρόμου
προς Αράπηδες
|
Οι δύο πατριώτες είχαν τα πρόβατά τους στα βοσκοτόπια, που είναι κατά τη δυτική περιοχή του χωριού, πίσω από τη Φραζινέτα.
Καθόσαντε και σιγοτραγουδάγανε, για να περνάει και η ώρα. Ο Λιάς φορούσε ένα καπέλο, που από τα χρόνια είχε φθαρεί, και στο πάνω μέρος είχε μια μεγάλη τρύπα. Το είδε ο Μήτρος, και του ήρθε μια «φλασιά», που λένε σήμερα και οι νεολαίοι μας.
-Ρε Λιά, κάτι σκέφτηκα.
-Πέστο, ορέ Μήτρο.
-Δεν περνάμε το καπέλο σου, στο λαιμό μιας προβατίνας, να δούμε τι θα κάνουν τα ζωντανά.
-και δεν το κάνουμε; Λέει ο άλλος.
Πράγματι, πιάσανε την προβατίνα, της φορέσανε το καπέλο και την αμολήσανε. Η προβατίνα φοβήθηκε, βέβαια, και άρχισε να τρέχει «του σκοτωμού», στην κατηφοριά της πλαγιάς. Βλέποντάς την τα άλλα πρόβατα «πρόγγιξαν», και αυτά και άρχισαν να τρέχουν, ξωπίσω της. Από κοντά και ο Λιάς με το Μήτρο, κουτρουβαλώντας στις τούφες, με φωνές και σφυρίγματα να σταματήσουν τα πρόβατα, αλλά που να τα προφτάσουν.
Ένα θέαμα καταπληκτικό.
Τελικά τα πρόβατα κατέβηκαν όλη την πλαγιά, πέρασαν απέναντι στο χωριό Λευκοχώρι (Ρεκούνι), και βάδιζαν προς το Περδικονέρι. Εκεί κατάφεραν, κάποιοι ντόπιοι, να πιάσουν την προβατίνα, και να σταματήσουν έτσι το κοπάδι.
Έφτασαν και οι «εξυπνάκηδες», λαχανιάζοντας και ξεθεωμένοι, στην κυριολεξία, βγάλανε το καπέλο από την προβατίνα και μαζί με το κοπάδι πήραν το πισάγναρο, και τον ανηφορικό δρόμο της επιστροφής, αμίλητοι και οι δύο. Τους βγήκε «η πίστη» μέχρι να φτά
σουν στα λημέρια τους, πολλές ώρες μετά.
Αχ τι πάθαμε, έλεγε ο ένας στον άλλο. Όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια.
Ούλα σωστά…
*Σε μια μου φιλενάδα, π΄αχέ την κάψει η λαύρα.
Μια μέρα ο Λιάς, έβοσκε τα γίδια του στην πλαγιά του Τσούμπι, κάτω από το ξωκλήσι του Αϊ-Θανάση. Καθότανε σε μια πέτρα και σιγοτραγουδούσε.
Στην πάνω φωτογραφία η πλαγιά του "Τσιούμπι" με το
εκκλησάκι στην κορυφή και στο βάθος ο "Αρτοζήνος".
Στην κάτω φαίνονται τα Κουτσαντραίικα σπίτια, και
απέναντι ο δρόμος προς το χωριό Λυκούρεση.
|
- Παώ καλέ, παώ, τα χαιρετίσματα, σε μια μου φιλενάδα, μια μέρα με λιακάδα….
Από την πλατεία της «Ράχης» στο χωριό, ο Μήτρος αγνάντευε κατά κείθε. Βλέπει δύο γίδες του Λιά, να πηγαίνουν κατά τα περιβόλια, και «μπήζει» τις φωνές:
-Λιά...ωρέ Λιά, πού είσαι ρε, ουουυυ...
-Εεεεε... απάντησε εκείνος, «τιέναι ρε»;
- Μιά γίδα σου, ρε, πάει κατά τους κήπους του «Ψώφιου» (τα περιβόλια που είναι κάτω από το χωριό) και άλλη μια κατά του "Γκερμάζι".
-Καλά, καλά…
απάντησε αυτός, χωρίς να κουνηθεί από την πέτρα, και συνέχισε το τραγούδι του:
- Σε μια μου φιλενάδα, π’ αχέ την κάψει η λαύρα...
και μετά από λίγο ακούστηκε να λέει, κάτι ακαταλαβίστικα…
Το απόγευμα που γύρισε από το σκάρισμα, βγήκε μια βόλτα στην αγορά, να δει κανέναν άνθρωπο, να ξεθολώσει το μυαλό του. Τον συναντάει ο Μήτρος και τον ρωτάει.
-Δεν κατάλαβα τι έλεγες όταν σου φώναξα για τις γίδες
Αφού δεν κατάλαβες, θα στο ξάνα πω.
-Αφού εμένα το μαράζι, της φιλενάδας θα με φάει
-χαλάλι και στη γίδα μου, τους κήπους, ας πάει να φάει.
(Η συνέχεια …στο επόμενο).
Καλή χρονιά σε όλους τους πατριώτες.
Πρωτοχρονιά 2018.
(ΧΙΜ)