Με αφορμή τα τελευταία τραγικά γεγονότα στο Μάτι Αττικής, όπου έχασαν άδικα αθώοι άνθρωποι τη ζωή τους, θυμήθηκα τις φωτιές στο χωριό, όπου κάηκαν ή κινδύνεψαν σπίτια.
20 Μαϊου 1956
Ξημερώματα, γιορτή του Αγίου Κωνσταντίνου, κάηκε ολοσχερώς από αναμμένο καντήλι το σπίτι του Πανάγου Στρίκου – Σιεκλού. Δεν χτύπησαν οι καμπάνες ώστε να τρέξει όλος ο κόσμος να τη σβήσει.
Η αλληλεγγύη των πολύ φτωχών εκείνης της εποχής Σερβαίων ήταν σημαντική σε είδος. Επιτροπή, με μπροστάρη τον μπάρμπα Γιώρη το Σχίζα – Σγούλια, επισκέφθηκε όλα τα σπίτια του χωριού και οι συγχωριανοί μας έδιναν από λίγο σιτάρι, το οποίο πουλήθηκε για να ενισχυθεί η οικογένεια.
30 Νοεμβρίου 1956 ή 57 Εορτή του Αγίου Ανδρέου
Βρισκόμουν στο εξωκκλήσι του Αγιαντριά, για το προσκύνημα και άναμα ενός κεριού, μαζί με άλλους συγχωριανούς. Ο καιρός κακός, ψιλοχιόνιζε, όταν ακούσαμε να χτυπούν οι καμπάνες της «απάνου» και «κάτω» εκκλησιάς.
Είχε αρχίσει να καίγεται το σπίτι της Μητσιαινούλας, στη γειτονιά των Στρικαίων. Έχει μείνει έντονα στη μνήμη μου, παρότι πέρασαν τόσα χρόνια, η εικόνα της κόρης της Κατερίνης, η οποία με σπαρακτικούς λυγμούς φιλούσε το αγκωνάρι του σπιτιού τους, για τη συμφορά που με τη βοήθεια όλου του χωριού σβήστηκε έγκαιρα. Θυμάμαι που γινόταν μνεία στον Παρασκευά το Λιατσόπουλο (του Λιατσόγιαννη), για τη συμβολή του στην κατάσβεση της φωτιάς.
Τέλη Ιουλίου, στα μέσα της δεκαετίας του 1950
Ξέσπασε φωτιά στο καλύβι του Γ. Τερζή, που το χώριζε μισοτοιχία με το κυρίως σπίτι. Το καλύβι ήταν γεμάτο με σανούς. Ήταν βράδυ και ερχόμουν με τους γονείς μου από τον Αρτοζήνο. Οι φλόγες τεράστιες, φαινόντουσαν από το διάσελο.
Φθάσαμε στο χωριό και η φωτιά συνέχιζε το έργο της. Νερό δεν είχαμε στα σπίτια. Όλο το χωριό στο πόδι, να μεταφέρουν νερό με ό,τι δοχείο μπορούσε ο καθένας, από τις τότε βρύσες του Λεύκου, Δημοκοίτη, Τρανηβρύσης και από τις στέρνες από τα λιγοστά περιβόλια που υπήρχαν. Μια τέτοια στέρνα ήταν στο γειτονικό με το σπίτι μου περιβόλι του Νίκου Χρήστου Μπόρα που το καλλιεργούσε ο Γ. Γεωργακόπους (Σβίγκας).
Το καλύβι κάηκε ολοσχερώς, αλλά σώθηκε το σπίτι. Από τους πρωτεργάτες, που αψήφησαν τον κίνδυνο και ρίχτηκαν στη μάχη με την πύρινη λαίλαπα, ήταν ο Παναγής Λιατσόπουλος (Μαγιάς), και ο Πάνος ο Κουτσανδριάς που με τα παιδικά μας μάτια τους βλέπαμε σαν ήρωες.
Άλλη φωτιά θυμάμαι ότι είχε ξασπάσει στο σπίτι του Ανδρέα Κουτσανδριά, στη Ραχούλα, που έσβησε εγκαίρως.
Πολλές φορές, φωτιά έπιαναν οι καμινάδες από τα τζάκια σπιτιών που δεν φρόντιζαν οι ένοικοι να τα ξεκαπνίζουν (με τεράστιες σκούπες από σπάρτα), που θα μπορούσαν να κάψουν και ολόκληρο το σπίτι.
Τα τελευταία χρόνια, κάηκε ολοσχερώς το ανακαινισμένο σπίτι του Νίκου Θεοδώρου Κωνσταντόπουλου (Κολοκώτη), στη γειτονιά της Λακαθάνιζας, το οποίο ανακαινίστηκε εκ νέου.
Προβληματισμός:
Εκείνα τα χρόνια, όταν συνέβαινε μια πυρκαγιά, εθελοντές πυροσβέστες ήταν όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Εάν «ο μη γένοιτο» συμβεί κάτι στο χωριό σήμερα, ποιος θα σβήσει τη φωτιά;
Μήπως πρέπει ο Σύνδεσμος, σε συνεργασία με τον Τοπικό πρόεδρο του χωριού, να αναλάβει πρωτοβουλία ώστε σε περίμετρο 100 μέτρων από τα ακραία σπίτια του χωριού να γίνεται κοπή των χόρτων;
Στο χάρτη, με κόκκινους αριθμούς φαίνεται η τοποθεσία του κάθε σπιτιού.
1. Σπίτι Σιεκλού
2. Σπίτι Μητσαινούλας
3. Σπίτι Ν. Κωνσταντόπουλου
4. Σπίτι Ανδρ. Κουτσανδριά
5. Καλύβι Τερζή
Θοδωρής Γ. Τρουπής (Γκράβαρης)