Ι. Ν. Μαραγκού
Η όμορφη Ροδαυγή είχε πάει με την ξαδέρφη της στον Αρτοζήνο για δουλειές στα χωράφια και για να μαζέψουν χόρτα.
Οι συγγενείς της κοπέλας έφτιαξαν ομάδες και άρχισαν το ψάξιμο σε όλα τα πιθανά μέρη που θα μπορούσαν να κρύβονται οι κλέφτες. Από του Ρεκούνι ήρθε η πληροφορία πως τους είδε κάποιος προς την περιοχή της Κάπελης, εκεί που οι Σερβαίοι έχουν πολλά αμπέλια και υπάρχουν πολλά καλύβια. Πράγματι τους κάνανε καρτέρι στο καλύβι και τους πιάσανε στα πράσα.
Το ξύλο που έφαγε ο "παλιάθρωπος" δεν λέγεται. Τον δέσανε με μια τριχιά, τον φέρανε στο χωριό, τον τραβολογάγανε στους δρόμους και ο κόσμος τον έφτυνε. Η μάνα της κοπέλας τηγάνιζε λάδι και όταν αυτό άρχισε να τσιτσιρίζει, του τόριχνε στην πλάτη, προς γενική ανακούφιση, κυρίως των γυναικών.
...Έγινε δικαστήριο και δικάστηκε 4 χρόνια. Πήγε σε αγροτικές φυλακές, έκανε 2 χρόνια και επέστρεψε στο χωριό ...θρεφτάρι.
Πάνε τ΄αλεύρια.
Πήγα στους Αράπηδες, τακτοποίησα τη δουλειά μου και όταν σηκώθηκα να φύγω νάσου ο "Μποές" από την Τρίπολη.
Έφυγα. Όταν έφτασα στα πρώτα σπίτια του χωριού, νάσου μια επιτροπή που γύριζε στα σπίτια του χωριού, μήπως βρει τι έγιναν τα αλεύρια. Τους είπα και εγώ τι είχε συμβεί και τους πήγα στο σπίτι να τους δώσω το σακί. Μέσα στο σακί οι κλέφτες είχαν βάλει άλλα δύο σακιά άδεια και δεν ήταν το ασκί που εγώ είχα φανταστεί.
Η επιτροπή γύρισε όλα σπίτια του χωριού, αλλά δεν βρήκε τίποτα. (Άλλως τε δεν έψαξε και στο κασόνι του καθενός, ούτε και οι κλέφτες θα άφηναν τα αλεύρια μπροστά στην πόρτα). Οι κάτοικοι όμως είχαν ξεσηκωθεί και θυμώσει τόσο πολύ που έπρεπε να γίνει κάτι για να ηρεμίσουν τα πράγματα. Δεν είναι και λίγο αυτό που έγινε. Περίμεναν πως και πως μια χούφτα αλεύρια να φτιάξουν μια μπουκιά ψωμί και κάποιοι ξύπνιοι του χωριού, τους πήραν τη μπουκιά από το στόμα. (Οι γυναίκες των κλεφτών φουρνίζανε και κόβανε χυλοπίτες και το χωριό πείναγε).
Αυτό στην αντίληψη των ανθρώπων του χωριού σήμαινε πως, αν κάποιος ξέρει κάτι και δεν το ομολογήσει, θα ξεκληριστεί σιγά-σιγά όλη του η οικογένεια. Την Κυριακή λοιπόν, μετά τη θεία λειτουργία, ήρθε η ώρα του αφορισμού. Νεκρική σιγή στη γεμάτη εκκλησία. Όταν ο παπά-_ _ _ _ _ _ _ _ _ πήρε το βιβλίο να διαβάσει το αφοριστικό, ακούστηκε μια φωνή-κραυγή από την πλευρά των γυναικών:
-Μη διαβάσεις παππούλη, θα σας πω εγώ ποιοι κλέψανε τ΄αλεύρια...
Ο κλέφτης και το λουλάκι.
Ο Παπανικόλας είχε το παντοπωλείο του στην πλατεία του χωριού, εκεί που τα τελευταία χρόνια ήταν το καφενείο του Πανταλέχου και σήμερα είναι το σπίτι του Γιάννη Π. Παναγόπουλου. Ήταν ένας άνθρωπος καλοσυνάτος, ήσυχος, απονήρευτος και εξυπηρετικός στους πατριώτες.
Ένα βράδυ, λίγο πριν κλείσει το μαγαζί, πέρασε από κει ένας γείτονάς του και πολύ φίλος, να ανεβούν παρέα στα σπίτια τους στο επάνω χωριό. Εκείνη τη στιγμή μπαίνει κάποιος βιαστικά στο μαγαζί, ψωνίζει κάτι που ήθελε και αφήνει κάμποσες δραχμές. Βάζει ο Παπανικόλας τα λεφτά στο αδειανό συρτάρι και φεύγουν. Την άλλη μέρα που πήγε στο μαγαζί και άνοιξε το συρτάρι, βλέπει με έκπληξη να λείπουν κάποιες από τις δραχμές. Παραξενεύτηκε ο απονήρευτος έμπορας, αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί τι είχε γίνει γιατί δεν του έλειπαν όλα τα λεφτά ούτε υπήρχαν σημεία διάρρηξης. Ανάστατος κλείνει το μαγαζί και πάει στο γείτονα, με τον οποίο το βράδυ έφυγαν μαζί από το μαγαζί, να του διηγηθεί τα γεγονότα.
Ο γείτονας, πανέξυπνος Πειραιώτης έμπορας, ψυλλιάστηκε τη δουλειά και αφού καθησύχασε το Παπανικόλα, του είπε να μην ανησυχεί και πως θα πιάσουνε τον κλέφτη. Αρκεί να μην πει τίποτα σε κανέναν. Τον συμβούλευσε το βράδυ πριν φύγει από το μαγαζί, να ρίξει λουλάκι στον πάγκο, στην τράπα και στα σκαλοπάτια που κατεβάζουν στο υπόγειο.
Πράγματι ο Παπανικόλας έκανε όλα όσα τον συμβούλευσε ο φίλος του, με απόλυτη μυστικότητα. Το άλλο πρωί πήγαν παρέα στο μαγαζί και με έκπληξη διαπίστωσαν πως το λουλάκι δεν ήταν όπως το άφησε ο Παπανικόλας, ήταν ανακατεμένο. Με προσοχή άνοιξαν την τράπα που ήταν πίσω από τον πάγκο και είδαν πατήματα στα σκαλοπάτια και στο υπόγειο. Βγήκαν από την πόρτα του υπογείου και είδαν, στο χιονάκι που υπήρχε εκείνη την ημέρα, τα πατήματα από τα τσαρούχια του κλέφτη. Τα ακολούθησαν και έφτασαν έξω από την πόρτα του. Του χτυπάν και ανοίγει από μέσα ο νοικοκύρης.
Ο Πειραιώτης του δίνει το χέρι να τον χαιρετήσει. Όμως το χέρι του κλέφτη ήταν λερωμένο από το λουλάκι.