Χρήστου Ι. Μαραγκού 

Με την ευκαιρία της  Κυριακής 18ης Ιουνίου 2023, ημέρα που είναι αφιερωμένη στον «πατέρα» (τρίτη Κυριακή Ιουνίου κάθε έτους) σκέφτηκα να γράψω και εγώ λίγα λόγια, για τους πατριώτες μας Σερβαίους πατεράδες και να τους ευχηθώ «χρόνια πολλά».   Σχετικά  με  την καθιέρωση της ημέρας του πατέρα,  καθώς και ειδική ανάλυση  της έννοιας  «πατέρας»,  έγραψαν στην ιστοσελίδα μας δύο αξιόλογοι πατριώτες, ο Βασίλης Κ. Σχίζας και ο Αθανάσιος Κ. Γκούτης.  Τα άρθρα τους θα συνδεθούν  στο τέλος   αυτού του άρθρου (κλικ), ώστε ο επισκέπτης να μπορεί συγχρόνως να διαβάσει και τα 3 άρθρα,  ύμνο στο γεννήτορα πατέρα!

 

Για τους Σερβαίους πατεράδες, την αξιοσύνη τους, την εργατικότητά τους, την πατρική τους στοργή κλπ,  θα μπορούσε κάποιος να γράψει πάρα πολλά πράγματα. Εγώ θα περιοριστώ σε λίγα,  από αυτά που θυμάμαι και  έχω ζήσει, κυρίως  στο χωριό μας.  Θα επικεντρωθώ  ιδιαίτερα  στον καθημερινό τους αγώνα  και  τη σκληρή  δουλειά,  ώστε να  προσφέρουν  στην οικογένεια   τους,  ότι  μπορούσαν καλύτερο.  

Αυτό βέβαια  δεν σημαίνει πως η συμβολή των Σερβαίων μανάδων, στις ανάγκες της οικογένειας  (και όχι μόνο) ήταν σε δεύτερη μοίρα,  ούτε και κατ΄ ελάχιστον. Μάλιστα    σε πολλές περιπτώσεις  ο ρόλος της μάνας ήταν πολύ πιο σημαντικός από εκείνον του πατέρα.    Απλά το σημερινό άρθρο είναι αφιερωμένο στον «πατέρα». Στο κάτω-κάτω,  οι άντρες   είχαν και μία κάποια  διέξοδο στα ταβερνεία και καπηλειά του χωριού (όλα τα μαγαζιά διέθεταν κρασί κλπ),  που δεν είχαν οι γυναίκες. Πάντως, σημαντικά άρθρα και ποιήματα έχουν γραφτεί στην ιστοσελίδα μας,  από λόγιους πατριώτες, που εξυμνούν τη Σερβιώτισα μάνα. Παράδειγμα το άρθρο του στρατηγού ε.α. Χ. Αθ. Μαραγκού, με τίτλο «Οι Σερβιώτισσες» (κλίκ στο τέλος του άρθρου).

Το χωριό μας, όπως όλοι γνωρίζουμε, είναι  ένας  βραχώδης, ορεινός και άγονος τόπος, που απαιτούσε πολύ σκληρή εργατική δουλειά,  ώστε  η γη να αποδώσει,  κάποια μικρή παραγωγή σε αγροτοκτηνοτροφικά  προϊόντα, για τις στοιχειώδεις ανάγκες της οικογένειας. Επειδή αυτό δεν ήταν συνήθως αρκετό,  για την στοιχειώδη επιβίωση της πολυμελούς,  κατά κανόνα,  οικογένειας   εκείνων των χρόνων,  οι  πατεράδες  (στην πλειοψηφία τους)  αναγκάστηκαν να στραφούν και προς την μαστορική τέχνη, συνεχίζοντας την παράδοση των δικών τους πατεράδων.   Έτσι  έγιναν εξαιρετικοί  μάστορες (μαστόροι)-τεχνίτες, και μια-δυο φορές το χρόνο ταξίδευαν  κυρίως  στη Μεσσηνία (Μεσσένια),   ώστε να συμπληρώσουν το οικογενειακό εισόδημα και να μπορέσει έτσι να ζήσει και να λειτουργήσει η οικογένεια. 

Έτσι και αλλιώς,  πάντως, οι Σερβαίοι  πατεράδες ήσαν πρωταγωνιστές,  τόσο στις αγροτοκτηνοτροφικές εργασίες, όσο και στις μαστορικές   δουλειές.   Όταν ήσαν στο χωριό,  δούλευαν   κυρίως στα χωράφια-αμπέλια-περιβόλια,  από πολύ νωρίς το πρωί (αξημέρωτα) μέχρι που σουρούπωνε.  Όσο  για τους τσιοπάνηδες,  αυτοί δεν είχαν «στασιό» πουθενά.  Από βουνό σε βουνό! 

Συγκριτικά  με άλλα επαγγέλματα  των ανθρώπων του χωριού,  κάπως καλύτερα περνούσαν οι οικογένειες  των εμπορευόμενων,   του παππά και  των δασκάλων.  Πάντως, και αυτές οι οικογένειες ασχολιόντουσαν  σε κάποιο βαθμό με αγροτοκτηνοτροφικές εργασίες.

 

Όταν οι πατεράδες  του χωριού μας έλειπαν στη μαστοριά (ασημότεχνη τη λέγανε, γιατί απέφερε ασήμι/χρήματα ), κυρίως στη Μεσσηνία, αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδος, τα πράγματα ήσαν πολύ πιο δύσκολα  τόσο για τους ίδιους, όσο και την οικογένεια που η μάνα αναλάμβανε όλες τις ευθύνες.   Εκεί στα ξένα,  στα χωριά της Μεσσηνίας, οι συνθήκες  για τους μαστόρους/πατεράδες ήσαν  συχνά τραγικές,  που δεν μπορούν να περιγραφούν και να τις φανταστούν οι σημερινοί νέοι. «Άπλυτοι», οι μαστόροι και τα μαστορόπουλα, «ανάλλαγοι» «ξενηστικωμένοι»,  κοιμόντουσαν πολλές φορές σε αποθήκες  «στρωματσάδα», στο πάτωμα ή και σε χώμα.  Και το χειρότερο απ΄όλα, κάποιες φορές,  ήταν το γεγονός  πως δεν έβρισκαν δουλειά  και γυρνούσαν στο χωριό  χρεωμένοι!.

Μαζί με τους πατεράδες  στη μαστοριά, πήγαιναν   συνήθως και τα μεγαλύτερα παιδιά της οικογένειας (μαστορόπουλα), ώστε να μαθαίνουν την τέχνη και να παίρνουν και αυτά το μερδικό τους.  Όχι πως το χρησιμοποιούσαν  αυτό για «πάρτι τους»,  αλλά  για να συμβάλουν  στις ανάγκες της οικογένειας,  κυρίως στη  δημιουργία  της  προίκας  των κοριτσιών!  Αδιανόητα  πράγματα  «την σήμερον ημέραν».  Οι συνθήκες  γενικά στη μαστοριά ήσαν τόσο δύσκολες και τόσα πολλά τα προβλήματα, που κάποιες φορές,   κάποιοι πατεράδες-μαστόροι δεν συμπεριφέρονταν με σωστό παιδαγωγικό και πατρικό τρόπο,   στα μαστορόπουλα…  

.

Όλα τα παιδιά  της εποχής μου (και φυσικά τα μεγαλύτερα)  είχαν  λίγο-πολύ προσωπική εμπειρία στις μαστορικές-οικοδομικές εργασίες, άσχετα αν τελικά ακολούθησαν  ή όχι επαγγελματικά αυτόν τον κλάδο.  Προσωπικά, είχα την ευκαιρία  το καλοκαίρι  του 1962 (όταν τέλειωσα την εβδόμη τάξη του οκταταξίου Γυμνασίου Λαγκαδίων) να ακολουθήσω  σε ένα ταξίδι  μαστόρων (3 μαστόροι, 3 παιδιά, 3 γαϊδουρομούλαρα) σε ένα χωριό της Μεγαλόπολης, όπου φτιάξαμε μία πέτρινη δεξαμενή νερού, με πελεκητές πέτρες κλπ.  Ευχάριστα θυμάμαι εκείνη την εμπειρία και οι πατεράδες-μαστόροι του έργου,  μας φέρονταν πολύ καλά  και με πατρική στοργή.   Αλλά και στην Αθήνα, το πρώτο έτος   στην Ιατρική,  θυμάμαι  που δούλεψα  κάποιο καιρό στην οικοδομή, κάπου στου Χαροκόπου.  Γενικά μπορώ να πω  πως μου άρεσε  να ασχολούμαι   με οικοδομικές και παρεμφερείς εργασίες (το σόι μας είχε μακρά παράδοση σε αυτή την τέχνη)  και σε κάθε ευκαιρία  «ξεδίπλωνα»  …το ταλέντο μου και ικανοποιούσα  την ενδόμυχη επιθυμία μου.   

Πάντως,  τα περισσότερα  παιδιά του χωριού,  που σήμερα είναι παππούδες,  έχουν δουλέψει λίγο-πολύ  στην οικοδομή,   πέραν αυτών που σταδιοδρόμησαν σε αυτό το τομέα. Μάλιστα πολλά   από αυτά  έγιναν  επιτυχημένοι εργολάβοι, στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδος,  με δικά τους  ακίνητα, αυτοκίνητα, περιουσίες  κλπ.  Μπράβο τους.

Αυτή η σκληραγωγία των παιδιών (στη συνέχεια πατεράδων) του χωριού,  τόσο στις αγροτικές όσο και στις μαστορικές δουλειές, τους έδωσε πολλά και δυναμικά εφόδια,  ώστε στη συνέχεια να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν  με  επιτυχία τη ζωή,  άσχετα με τον επαγγελματικό τομέα  που επέλεξαν  να σταδιοδρομήσουν (επιστημονικό, εμπορικό, τεχνικό κλπ.  Οι γιατροί  π.χ.  ξεπερνούν τους 120). 

 

Γενικά, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί, πως η σκληρή δουλειά των Σερβαίων-πατεράδων (συνέχεια  της αντίστοιχης δουλειάς των δικών τους πατεράδων),  που μεταδόθηκε  με αγάπη και κατανόηση  στα παιδιά τους, σε συνδυασμό   και με το καλό οικονομικό κουμάντο, και τον πρωτεύοντα ρόλο της μάνας, είχε  θετικά αποτελέσματα  για όλα τα μέλη της οικογένειας.  Έτσι,  όλοι σχεδόν οι Σερβαίοι προόδευσαν και  απέκτησαν το δικό τους σπίτι (εκτός εκείνο του χωριού) στις πόλεις που μετανάστευσαν, κυρίως από τη δεκαετία του 1960. Αυτό είναι ιδιαίτερα   σημαντικό  πράγμα, αν σκεφτεί κανείς πόσο δύσκολο είναι  στους σημερινούς νέους, να αποκτήσουν  ένα δικό τους σπίτι.  Και δεν είναι φυσικά μόνο το σπίτι...

 

Κλείνοντας   αυτή μου την αναφορά,   και με βάση την εμπειρία  ζωής   80 σχεδόν χρόνων,   μπορώ  να ισχυριστώ  πως   οι Σερβαίοι πατεράδες, στο σύνολό τους σχεδόν,  ήσαν εργατικοί  και προοδευτικοί  άνθρωποι,  αφοσιωμένοι στην οικογένεια.  Προόδευσαν,  όποιον  επαγγελματικό κλάδο και αν ακολούθησαν και βοήθησαν  τα παιδιά τους  να σπουδάσουν, να σταδιοδρομήσουν επαγγελματικά,  όπου είχαν κλίση και γενικά  να ακολουθήσουν  ένα σωστό δρόμο και να αποκατασταθούν, ατενίζοντας τη ζωή  με αισιοδοξία. 

Τυχεροί όσοι είχαν Σερβαίους πατεράδες…

 Χρόνια τους πολλά,  λοιπόν,  για τη σημερινή γιορτή 

και αιωνία η μνήμη σε αυτούς που έχουν φύγει για πάντα από κοντά μας. 

 Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ  ΠΑΤΕΡΑ

ΣΕΡΒΙΩΤΙΣΣΕΣ

 

 


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.