Από το κιόσκι ακούει μουρμούρισμα νερών
φωνή που απλώνει τα γλυκόφωνα τσακίσματα
και λέει την ορφάνια της αγάπης.
.
Τρίζοντας ο αραμπάς φέρνει κοντά του
ατσάλινες χορεύτριες
άπιαστες νεράιδες
κι έναν τουρκόγυφτο που παίζει τη φλογέρα.
.
Ο χρόνος μένει ασάλευτος
όταν μετριέται με την αγάπη.
.
Μπρος στην αγάπη
τη χαμένη, τη μοναδική
χαίνει η καρδιά ατείχιστη
σαν ρημαγμένο κάστρο που εγκατέλειψαν
πολεμιστές και λαός
και μόνο ένας τρελός το κατοικεί
που θεραπεύει τα άνθη και τα μνήματα.
.
Έτσι (εκεί που πίστευε ότι τα γεγονότα
δεν μετρούν μπροστά στην αιωνιότητα)
ο χορός των κοριτσιών
-χρόνος χορός που αμείλικτα κυλαέι-
βρίσκει ανοχύρωτο
μέσα στη συλλογιά του
στραμμένη στα αιώνια, στα ψηλά
τον πάνσοφο ιεράρχη
κι οι αναμνήσεις τον πετροβολούν
γεμάτες τύψεις, άστοχες ελπίδες.
.
Το παρόν
είναι το δώρο του θεού
ή του διαβόλου;
.
Πόσο δεν θα ΄θελε
να ανταλλάξει τη σοφία του
με μια στιγμή πλέριας ζωής απ΄τα παλιά
γεμάτης έρωτα βαθύ και αφοσίωση
σαν τα τραγούδια
που έψαλλαν στα παιδικά του χρόνια οι ασίκηδες.
.
Σοφία είναι ίσως μόνο η αγάπη
σοφία είναι η απελπισία της καρδιάς, η εισβολή της ζωής
σοφία είναι να ξέρεις ότι ηττάσαι και παράφορα να ελπίζεις.
.
.
(ΧΙΜ)