Κλαίει η γη!  Στενάζει...
Βαρειά πληγωμένη...
Ακούτε;  Βογγάει.

Του κομπρεσέρ ο θόρυβος σκεπάζει
τα βογγητά της...
Βγάζει τα θεμέλια,
του νέου μεγάρου της δικαιοσύνης...
Ή μιας καινούργιας εκκλησίας ίσως...


Τ’ αεροπλάνο που περνάει βουίζει,
κατά πως είναι φορτωμένο,
με «μπίζνες», τουρισμό, αγωνία...


Τι φασαρία τ’ αυτοκίνητα στο δρόμο.
Των οικοδόμων οι φωνές στην πολυκατοικία...
Στο σινεμά,
των θεατών τα γέλια...

(Τι καλαμπούρι φίλε «ο μισογύνης»).

Οι μηχανές...
Και τα παιδιά που παίζουν συνέχεια πόλεμο- ...
Ινδιάνους κι αστροναύτες...

— Έ μάστορα,
το κομπρεσέρ σταμάτα...
Της γης τα σπλάχνα ματωμένα...
και τα ξεσκίζεις...


Παρακαλώ, προσέχετε διαβάτες.
Κυρία, δεσποινίς εσείς, μικρούλι μου με τα λαχεία...
Καρφί στα τραύματα της γης κάθε σας βήμα.
Κύριε,
προσέχετε... Τα φρένα!
Αίμα μπροστά σας στη λακκούβα...
Κι είναι τ’ αμάξι σας καινούργιο.
Να το λερώσετε είναι κρίμα...


Φτάνει πια ο πόλεμος παιδιά μου.
Φωνάζει η γη :
«Πατάτε στην καρδιά μου».


Κάθε κραυγή σας την τρυπάει βλήμα.


...Είναι που η γη πονάει παιδάκια
πληγωμένη.
Την ακούω τη νύχτα που ο αέρας σωπαίνει.

Το φεγγάρι—καντήλι χλωμό—τη φωτίζει...
Τις πληγές φανερώνει.
Την ημέρα ό ήλιος τα μάτια θαμπώνει.


(Δεν έχει καρδιά η ομορφιά ούτε μάτια).

Σιωπηλή νοσοκόμα η νύχτα,
θλιμμένη κοιτάζει...
...κι ακούει...
την άρρωστη γη. Που κλαίει... που σπαράζει..

(ΧΔ)

 


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.