Όταν
οι ώρες της ανθρώπινης μοναξιάς
βαραίνουν με την παρουσία τους
τότες
η θύμηση τρέχει
τρέχει
σκαλίζει τα περασμένα ...
Ι
... Αβέβαιο ένα ξεκίνημα
κάτω από συννεφιασμένον ουρανό.
Στο καράβι
με δάκρυα για το χωρισμό
και λαχτάρα για το άγνωστο.
Κι’ ύστερα,
οι καινούργιες πολιτείες
γιομάτες μυστήριο και θόρυβο.
Σκιρτήματα ...
Δειλά τα πρώτα βήματα.
Φώτα .. σκιές ..
Ω, πώς μεθώ να πλανιέμαι
στο λίκνισμα των ταξιδιών !
II
Παρθένο το χιόνι στις πλαγιές ενός βουνού
και πλήθος οι άνθρωποι
π’ ανακουφιστικά ξαπλώνουνται στό ψιθύρισμα της ερημιάς.
Αρμυρό τ’ αγέρι
χαϊδεύει τις χλωμές υπάρξεις που σκαρφάλωσαν
για να ξαποστάσουν απ’ το τρελό κυνηγητό της βιοπάλης
και τις σφραγίζει με φίλημα υγείας.
Γαλήνη
γόνιμη γαλήνη.
III
... Η πλαζ.
Τα κορμιά σπαρταρούνε στον πυρετό της θάλασσας
—πόθοι που κορυφώνουνται στην ένταση του πάθους.
Το ηλιοβασίλεμα είναι μαγεία.
Και πάνω απ’ όλα
οι κοπέλες ..
Οι ξέγνοιαστες κοπέλες με τα γυμνά μπράτσα
και τις πολλές υποσχέσεις.
Τ’ αγόρια ...
Τ’ αγόρια με λαίμαργο τα βλέμμα κι’ όλο σφρίγος.
Οι γυναίκες ...
Οι βαμμένες γυναίκες με το πονεμένο χαμόγελο
και την εύκολη ηδονή.
(Ω, πως μεθώ να λικνίζομαι
στο πλάνεμα των ταξιδιών !)
..........................................................................
Τώρα
καθώς οι ώρες της ανθρώπινης μοναξιάς
βαραίνουν με την παρουσία τους
κι’ όλα γύρω μου πλέχτηκαν
σε μια μονότονη συμφωνία με θέμα την ανία
τώρα
η θύμηση ξεγλυστράει
τρέχει
τρέχει
σκαλίζει τα περασμένα ...