Ήταν καλοκαίρι του 1962. Από το χωριό ξεκίνησε ο Γιάννης με ένα σακούλι στον ώμο μισό-αδειανό από ψωμί και προφαντά. Γεμάτο  όμως από θέληση, ελπίδα, θάρρος, και προσδοκίες για το καλύτερο.

Πήρε το δρόμο μοναχός!

Ποιο δρόμο;

Το δρόμο της ξενιτιάς.

Αναζητούσε δουλειά, ψωμί, μόρφωση και προκοπή.

Περπάτησε-περπάτησε και έφτασε, πού;

Εκεί που είχε ακούσει πως υπάρχει δουλειά για τους εργατικούς ανθρώπους, και θέληση για μόρφωση, να κάνουν το καλύτερο.

Και λέγανε  τότε οι μεγαλύτεροι πως ήταν εύκολα, καλύτερα, καλή η ζωή σε όσους ξέρανε τα λίγα του γυμνασίου γραμματάκια.

Ξεπέζεψε στην Αθήνα, στη μεγάλη χώρα, έρημος και μόνος.

Κανένας δεν τον καλωσόρισε, κανένας δεν τον περίμενε γλυκά – πικρά να του μιλήσει, να ακούσει ανθρώπινη λαλιά… ανθρωπινή κουβέντα.

Κοίταγε τους ανθρώπους, δεν τον κοιτούσαν.

Χαιρέταγε ανθρώπους, μα δεν τον χαιρετούσαν, γοργά από μπροστά του, μόνο πολλοί, περνούσαν. Ένοιωσε πως βρισκόταν σε ανθρωποθάλασσα φουρτουνιασμένη, κουφών, μουγγών ανθρώπων.

Τα σάστισε, πανικός, απελπισία!

 

Κοιτάζει δεξιά, κοιτάει ζερβά, κοίταξε εμπρός του, τρίβει με την παλάμη του τα μάτια του,  τρίβει το  μέτωπό του, μήπως ιδεί…

Ξάφνου βλέπει μια μεγάλη εκκλησιά εμπρός του, μεγαλύτερη κατά πολύ από εκείνη του χωριού του.  Ακούει ταυτόχρονα να κτυπά για εσπερινό και η καμπάνα της.

Έκανε το σταυρό του και νόγησε πως για να κτυπά η καμπάνα, θα υπάρχουν και άνθρωποι που την καμπάνα της θα την ακούνε, θα μιλάνε, και στην εκκλησιά  μέσα θα λειτουργούν οι παπάδες, θα ψέλνουν μαζί με τους ψαλτάδες, για να τους ακούει και να προσεύχονται μαζί τους και ο κόσμος.

Έκανε το σταυρό του και είπε:

Δοξασμένος ο Θεός, δεν μπορεί, θα υπάρχουν και τέτοιοι  άνθρωποι, που όταν τους μιλάς να σε ακούνε…

Το μήπως εγώ δεν μιλάω καλά και οι άλλοι δεν με ακούνε;

Αργότερα έμαθε πως η εκκλησιά αυτή ήταν του Αγίου Κωνσταντίνου και πήγε και του άναψε δύο κεράκια, που τότε του είχε τάξει,  για να τον βοηθήσει να ακούσει ανθρώπινη λαλιά, να βρει ανθρώπινη βοήθεια… Αγάλια- αγάλια, σιγά- σιγά, σαν γέρος περπάταγε την ανηφορίτσα προς την πλατεία, εκεί στάθηκε,  μη ξέροντας που να πάει.

Παίρνει βαθιά ανάσα...

 

Πιάνει από το μπράτσο ένα περαστικό διαβάτη,  και με τρεμουλιάρικη φωνή του λέει:

-Κύριε, του λέει, τώρα ήρθα από το χωριό, δεν ξέρω πού να πάω, δεν έχω εδώ κανέναν, ούτε συγγενή, μηδέ γνωστό, μήτε φίλο!...

Στα Πετράλωνα έχω ακούσει πως εκεί πηγαίνουν από το χωριό μου οι μαστόροι, προς τα εκεί θέλω να σιάξω,  μήπως και βρω κανένα να του μιλήσω και να ειπώ μια κουβέντα, γιατί εδώ ο κόσμος είναι πολύς, μα δεν μιλάει καθόλου...

-Ο ξένος κοίταξε τον νεαρό με συμπόνια,  "μη  στενοχωριέσαι προς τα εκεί και εγώ πηγαίνω", και συνέχισε να του λέει, “Ο καθένας εδώ πηγαίνει στην δουλειά του, δεν νοιάζεται για τους άλλους, δεν είναι όπως ήτανε στα χωριά μας, που όπου και να γύριζες,  άκουγες, ακούς φωνή, άκουγες και τα μαλώματα, όμως άκουγες, ακούς την καλημέρα!

Αλλά, ανάθεμα-  ανάθεμα...”

Την λέξη τούτη, ανάθεμα –ανάθεμα… ο Γιάννης πάντοτε την θυμάται και ηχεί ακόμα στα αυτιά του, χωρίς ακόμα τώρα να μπορεί να εξηγήσει για πού, για ποιον ήταν, είναι το ανάθεμα, αυτά τα αναθεμάτια!

Για να ειπεί και αυτός τώρα σε αυτούς τα χίλια και στους άλλους που τώρα φταίνε, άλλα τόσα αναθεμάτια, αναθεματίσματα και παραπάνω!...

-Έλα κοντά,  ακολούθα με, του λέει:

Τον ακολούθησε δίπλα- δίπλα, βήμα – βήμα χωρίς να αλλάξουνε άλλη κουβέντα. Ο άνθρωπος ήταν σκεφτικός, και με γερτό το κεφάλι, περπάταγε συλλογισμένος. Ποιος ξέρει τον πόνο του και τους συλλογισμούς  του; Ποιος ξέρει τα βάσανά του, ποιος ξέρει τα ντέρτια του, ποιος ξέρει τον πόνο του,ποιος ξέρει τους καημούς του…

 

Από το μπράτσο αμίλητος τον έπιασε  και κατεβήκανε τις σκάλες της πλατείας που πηγαίνανε προς τα κάτω. Το μπράτσο του, από τον φόβο του, έκανε σπασμωδικές συσπάσεις, κινήσεις.

Νόμιζε πως κατέβαινε στα έγκατα της Γης, στα υποχθόνια, σε αυτά τα μέρη που είχε διαβάσει  στα βιβλία και είχε φανταστεί πώς είναι, όταν οι Θεοί οδηγούσαν τους νεκρούς στα άδυτα των αδύτων, στον Άδη!

- Μη φοβάσαι, του λέει, θα κατεβούμε άλλη μια σκάλα και εκεί θα πάρουμε το τρένο που γράφει προς Πειραιά και εσύ θα κατέβεις στο σταθμό που γράφει άνω Πετράλωνα και εγώ θα συνεχίσω...

-Να πάρε και ένα εισιτήριο, να το δώσεις όταν θα κατέβεις και θα περάσεις για την έξοδο που μοιάζει σαν την ποριά της στρούγκας, που στο χωριό αρμέγαμε τα πρόβατα...

Έτσι είναι εδώ, αρμέγουν τους ανθρώπους…

Εκεί, γέλασαν τα χείλη του Γιάννη.

Αρμέγουν τους ανθρώπους!... Αρμέγουν  τους ανθρώπους, ψιθύρισε... Κατέβηκαν άλλη μια σκάλα κάτω, χωρίς αυτή τη φορά να το καταλάβει.

Ήρθε το τραίνο, τον έπιασε από το χέρι, μπήκανε μαζί μέσα.

Μετά από  τρεις σταθμούς του λέει:

-Εδώ θα κατέβεις.

Σταμάτησε το τραίνο.

-Κατέβα, του λέει, και καλή τύχη.

-Ευχαριστώ, του λέει ο νεαρός.

Κατεβαίνει και κάθισε απέναντι και τον κοιτάζει στα μάτια.

Ο άγνωστος με ορθάνοιχτα τα μάτια τον κοίταζε ώσπου το τραίνο έφυγε, απομακρύνθηκε από το σταθμό και απομακρύνθηκαν και χάθηκαν τα βλέμματά τους,  οι ματιές τους…

 

Στον Γιάννη, ένα μαργαριτάρι κύλησε από τα μάτια του και φύτρωσε στην καρδιά του, που όμως εκεί ακόμα παραμένει, στο νου, στην ψυχή και στο μυαλό του, η όψη, η ματιά, η καλοσύνη αυτού του ανθρώπου!

Σαν το χθες  να είναι το σήμερα, σαν να είναι τώρα!

Με αργά βήματα περπάτησε προς την έξοδο,  την ποριά της στρούγκας, όπως του είπε ο άγνωστος, και έδωσε στον άνθρωπο που ήταν μπροστά το εισιτήριο.

Δε βιαζότανε, δεν είχε να πάει πουθενά, κανέναν δεν ξέρει, κανένας δεν τον ξέρει, κανένας δεν τον περιμένει, σε κανένα δεν έχει την έγνοια του και κανένας δεν τον έχει στην δική του.

Είναι στο απόλυτο τίποτα!

Είναι  στα αζήτητα!

Άγραφτος και αλογάριαστος, αμέτρητος!

Πιο αμέτρητος και πιο αλογάριαστος  και από τα πρόβατα του τσοπάνη, που αυτός τα μετράει όταν το ηλιοβασίλεμα, το βράδυ τα κλείνει στο μαντρί.

Αλλά αυτός, τώρα  το ηλιοβασίλεμα που συδώνει, είναι στα αμέτρητα, στα αλογάριαστα πλάσματα της φύσης!

Έτσι ένοιωσε!

Μόνος... Μόνος και ίσως μόνο ο Θεός στο λογαριασμό Του τον έχει!..

Κάλλιο να σε σκέπτεται ο Θεός παρά όλοι της Γης οι άνθρωποι!...

Με αυτήν τη σκέψη παρηγορήθηκε, ενθαρρύνθηκε!

 

Επήρε ένα δρόμο και περπάτησε, χωρίς προορισμό κανέναν!

Έφτασε σε μια πλατεία, που εκ των ύστερων έμαθε πως την λέγανε πλατεία Μερκούρη.

Εκεί έκατσε σε ένα παγκάκι. Παιδιά παίζανε στη μικρή πλατειούλα.

Κοίταζε  για να δει κανένα γνωστό, μα όλοι άγνωστοι ήσαν!

Τα μάτια του στεγνώσανε  στο κοίταγμα, μα τίποτα…

Η ώρα πέρασε και τα παιδιά αραίωσαν από την πλατεία.

Έβγαλε τότε από το σακούλι του μία φέτα ψωμί και λίγο τυρί από αυτό που το είχε δεμένο στην πάνινη πετσέτα και έφαγε.

Άνοιξε τη βρύση που ήτανε εκεί και ήπιε με τη φούχτα του νερό, που ήτανε ζεστό-  χλιάτζουρο… Έγειρε, ζάρωσε στο παγκάκι, ακούμπησε στη ράσινη χωριάτικη κουβερτούλα του και από την κούραση τον πήρε ο ύπνος.

Αφέθηκε άφοβα στη θεία πρόνοια, στην προστασία μόνο του Θεού.

 

Η νύχτα πέρασε, ξημέρωσε, αυτοκίνητα και άνθρωποι διαβαίνανε, πηγαίνανε στις δουλειές τους.

Είδε κάτι ανθρώπους που περάσανε με τα εργαλεία τα εργατικά στον ώμο, τον κασμά, το φτυάρι. Σηκώθηκε γρήγορα - γρήγορα, κρέμασε το σακούλι στη μουριά που ήταν εκεί και έκανε ίσκιο στην πλατεία, ρίχνει την κουβερτούλα του  ανάρριχτα, στην κλάρα, βρέχει στα  πεταχτά τα μάτια του με το νερό της βρύσης και παίρνει  αυτούς τους ανθρώπους από πίσω.

Από μακριά στα αχνάρια τους πηγαίνει.

Αν πηγαίνουν στην δουλειά, εκεί και αυτός. Από το αφεντικό τους δουλειά θα ζητήσει.

Προχώραγαν, προχώραγαν, περπατούσαν, περπατούσε γοργά, ξωπίσω τους και ο Γιάννης.

Μετά από αρκετή ώρα έφτασαν σε μια μεγάλη πλατεία που εκεί ήταν γεμάτη εργατόκοσμο, εκεί γινότανε το παζάρι, η αγοραπωλησία του κορμιού, της δύναμης, της τέχνης του καθενός και εκεί κάθε ένας ανάλογα τι μάστορα ήθελε,  τον αγόραζε τον άλλον για την ημέρα.

Ήταν η πλατεία του Δημαρχείου, η πλατεία Κοτζιά, η πλατεία του εργατόκοσμου.

Το παζάρι της δουλειάς...

 

Άλλοι συμφωνούσαν το μεροκάματο και έφευγαν για να πάνε για δουλειά, οι περισσότεροι περίμεναν να τους ζητήσουν και δεν τους ζητούσε κανένας.

Όσο σηκωνόταν ο ήλιος της ημέρας, τόσο ο εργατόκοσμος κατσουφιασμένος αραίωνε.

Μία φράση  ακουγόταν, "πάμε, το χάσαμε και σήμερα…"

Μόνο οι μπογιατζήδες στάλιζαν εκεί με τη βούρτσα τους να στέκει όρθια μέχρι το μεσημέρι, μήπως βρουν δουλειά για την αυριανή την ημέρα.

Ο Γιάννης ήταν στα απαρατήρητα.

Κανένας ούτε ματιά δεν του έριξε, καθόσον η όψη του δεν έμοιαζε του εργάτη.

Τότε μόλις είχε τελειώσει το Γυμνάσιο, ήταν τσιλιχρός και λεπτοκαμωμένος, άδουλος, αγύμναστος στην οικοδομική δουλειά της Αθήνας, που ήθελε τον εργάτη ηλιοκαμένο, σκληρό, με στιβαρά, αθλητικά, του παλαιστή τα μπράτσα. Πέρασε η πρώτη ημέρα, τίποτα από δουλειά, περνάει και η δεύτερη τα ίδια, την τρίτη  ημέρα που ήτανε και Παρασκευή, τον πλησιάζει ένας εργάτης γεροδεμένος και τον ρωτάει.

-Εσύ, λεβέντη μου, τι θέλεις εδώ και τι γυρεύεις;

Θέλεις εργάτη, μάστορα,  μπετατζή,  μπογιατζή, ή μάστορα για σουβάδες;

-Όχι, αδελφέ  μου, ο Γιάννης του λέει:

 - Εργάτης είμαι και εγώ.

Και ο εργάτης εργάτη δε γυρεύει!

-Δε μοιάζεις όμως για τέτοιος!

- Καλωσόρισες- Καλωσόρισες!... Όλοι εδώ ελάτε, να ιδούμε τι θα γίνει… Όμως ο  Θεός, ο ήλιος ξημερώνει για όλα τα πλάσματά του, δεν θα χαθεί κανένα… Όμως εσύ, όπως είσαι, για αυτή εδώ την δουλειά δεν κάνεις και όσο εδώ να περιμένεις, μεροκάματο δεν θα στραβώσεις… Σε ορμηνεύω, εσύ εξυπνούλης φαίνεσαι, αδυνατούλης,  αλαφρούλης  είσαι, πάρε ένα σκεπάρνι, ένα μέτρο, ένα πριόνι, ένα ζύγι, μια ποδιά και την τσάντα με το καραβόπανο, τον βοηθό τον καλουπατζή να κάνεις.

Εσύ εύκολα μπορείς να σκαρφαλώνεις στα λατάκια, στα μαδέρια, στην σκαλωσιά και πήγαινε απέναντι στο καφενείο τη "Φωλιά" και στάλιαξε. Εκεί ίσως και βρεις μεροκάματο.

Εκεί κάτσε και στάλιαξε,  τη μία τη μέρα, τη δεύτερη, κάτσε και λίγο στον ήλιο να σε μαυρίσει, να μοιάζεις με τους άλλους, να μη είσαι  σαν τη μύγα μέσα στο γάλα.

Πήγανε μαζί και αγόρασαν τα εργαλεία και από όλα τα λεφτά που είχε, του έμειναν όλα και όλα δέκα εφτά φράγκα.

Του έδειξε το καφενείο τη "Φωλιά" και του ευχήθηκε "σιδεροκέφαλος!...'

 

Πήγε ο Γιάννης απέναντι και περίμενε όρθιος, αμίλητος, μόνο το κεφάλι του κούναγε ρυθμικά, δεξιά, ζερβά και το μάτι έπαιζε παντού και το αυτί του το είχε ρόκα και άκουγε τι έλεγαν για τις δουλειές οι άλλοι.

Η ώρα πέρασε, ο ήλιος είχε σηκωθεί δύο τριχιές επάνω και εκεί, ακουμπισμένος στην ακακία, την στύλωνε για να μη πέσει!...

Τον πλησιάζει ένας ψηλός γεροδεμένος άντρας, φορούσε ένα καλό ψάθινο καπέλο και τον ερωτά:

-Εσύ εδώ τι είσαι και τι κάνεις;

Ο Γιάννης με θάρρος του απαντάει:

-Μαστοράκι είμαι.

-Τι μαστοράκι;

-Βοηθός καλουπατζή.

-Πόσα έκανες;

-Κανένα, του απαντάει.

-Ααα... Κανένα… Κανένα… αυτός μονολογεί - και ανταπαντάει. Αυτός ο άντρας ήταν εργολάβος οικοδομών.

Αντισήκωσε το ψαθάκι του, έπιασε το μέτωπό του, και  τον ρώτησε:

-Σε άλλη δουλειά πηγαίνεις σήμερα;

-Τώρα πέρασε και η ώρα, δουλειά για καλούπια δεν έχω, θέλεις να το γράψουμε;…

Χωρίς να περιμένει  την απάντηση του λέει:

-Έλα, ένα σαραντάρι, πάμε.

- Πάμε να το γράψουμε… να… να…  ας το γράψουμε και σήμερα…

-Πάμε, λέει ο Γιάννης.

 

Πήρε την καινούργια τσάντα και ένα βήμα μπροστά ο εργολάβος και πίσω του τον ακολουθούσε.

Μπήκαν σε ένα αυτοκινητάκι  μικρό Φίατ και προχώρησαν σε ίσιωμα και ανηφόρα και σταμάτησαν σε ένα ύψωμα, σε μία οικοδομή χωρίς να ξέρει πού ήταν.

Κατεβήκανε και οι δύο. Ο εργολάβος του έδειξε την οικοδομή.

Ήταν μία τριώροφη οικοδομή που είχανε πέσει όλα τα μπετό.

-Αυτή την οικοδομή, του είπε, θα την σκουπίσεις όλη, με αυτή εδώ την σαρωματίνα, για να είναι καθαρή, να έρθουν οι κτιστάδες να κτίσουν τα τούβλα.

Βγάζει από την τσέπη του τα λεφτά και του πληρώνει το μεροκάματο που συμφωνήσανε.

-Το βλέπεις αυτό το φουγάρο που λίγο καπνίζει; του λέει. Εκεί είναι ο φούρνος... άμα πεινάσεις, να πας να πάρεις μια φραντζόλα ψωμί να φας. Να, και εκεί είναι το τέρμα των λεωφορείων που πηγαίνουν στην Ομόνοια. Ότι ώρα τελειώσεις, να φύγεις.

Ακουμπάει την παλάμη του στον ώμο του Γιάννη και του λέει:

- Το γράψαμε και σήμερα!...

- Το γράψαμε…

- Γεια σου.. τον χαιρετάει και φεύγει.

 

Ο Γιάννης, μόλις ο εργολάβος σκαπέτησε, έκανε το σταυρό του. Έβγαλε από την τσέπη τα λεφτά, το μεροκάματο, τα πέρασε σταυρωτά από τα μαλλιά του κεφαλιού στο μέτωπό του και ευχαρίστησε τον Θεό που βρήκε το μεροκαματάκι!...

Μετά πήρε τη σαρωματίνα στα χέρια και ανέβηκε από τη σκάλα στην οικοδομή, στην τελευταία πλάκα από εκεί να αρχίσει να σκουπίζει.

Κοιτάζει και τι να δει;

Τη βλέπει την πλάκα σκουπισμένη!...

Πιάνει και την ξανασκουπίζει και μάζεψε  από σκουπίδια ούτε μια χούφτα!...

Κατεβαίνει στον από κάτω όροφο τα βρίσκει τα ίδια και εκεί τα ίδια κάνει, τα ίδια ήσαν και έκανε και στο πιο κάτω.

Τέλειωσε το σκούπισμα της οικοδομής σε λίγη, πολύ λίγη ώρα.

Πήγε στο φούρνο και αγόρασε μία φρατζόλα ψωμί και γύρισε πάλι στην οικοδομή και κάθισε στον ίσκιο και την έφαγε, ήπιε και νερό, ξαστέρωσαν τα μάτια του, στηλώθηκε  η καρδιά του.

Το ψωμάκι ήταν μαλακό!...Χάσικο που λέμε!...

 

Μετά αναρωτήθηκε, μήπως ο άνθρωπος έκανε λάθος;

Σε άλλη δουλειά ήθελε να τον πάει και δεν τον πήγε, και του έδωσε το μεροκαματάκι από λάθος;

Δε γίνεται να σε πληρώνουν να κάνεις μια δουλειά που είναι γινωμένη.

Τότε νόμισε πως τον κλέβει τον άνθρωπο, ένοιωθε σαν να του πήρε τα λεφτά από την τσέπη…

Τη δουλειά που του είπε να κάνει την τελείωσε…

Να φύγει;

Και αν ο άνθρωπος είχε κάνει λάθος και γύριζε πίσω;

Δε θα τον έβρισκε….

Και τι  θα  έλεγε για τον Γιάννη;

Θα τον έλεγε "απατεώνα".

Τα τέτοια λόγια ο Γιάννης δεν τα ήθελε.

- Δε θα φύγω, είπε: Αδούλευτα,  ανίδρωτα λεφτά δεν τα θέλω.

Είχε ακούσει που έλεγαν στο χωριό οι δικοί του:

Από τα καλοδουλεμένα, τα ιδρωμένα, παίρνει ο διάβολος τα μισά και από τα αδούλευτα, τα σελέμικα, τα κλεμμένα, τα παίρνει ο διάβολος ούλα!

Και από το αλώνι ακόμη χάνει το σιτάρι!

Δεν κάνουνε χαΐρι- προκοπή.

 

Έμεινε εκεί και αγνάντευε- περίμενε  να επιστρέψει ο εργολάβος να τον πάει σε άλλη δουλειά. Περίμενε-περίμενε, και ο εργολάβος δεν ερχόταν. Κάτι πρέπει να κάνω είπε, να δικαιολογήσω τα μισά  τουλάχιστον λεφτά που  του πήρα του ανθρώπου. Έψαξε στα μπάζα και μάζεψε μερικές πρόκες, στραβές από τα καλουπώματα, τις μάζεψε και  με το σκεπαρνάκι του τις ίσιωσε και τις έβαλε σωρό στο πρώτο σκαλοπάτι.

Έτσι μου είπε, να τις ιδεί ο εργολάβος, να μη  με νομίσει  ότι είμαι αχάριστος και του έκλεψα τα λεφτά που εκείνος μου έδωσε , πως και εγώ το κατιτίς  του πρόσφερα, του έκανα...

Το λίγο, το πολύ λίγο, και το ελάχιστο καλό είναι από το καθόλου...

Περίμενε –περίμενε να έρθει, μέχρι που έγειρε ο ήλιος και δεν ήρθε.

Με βαριά καρδιά πως τον ξεγέλασε, πως είναι άτιμος, ανήθικος, έφυγε.

Ήταν το ενάρετο, το φιλότιμο, το τίμιο, το εργατικό, το αγνό παιδί  της φτωχής επαρχίας!…

 

Γύρισε πάλι στον ίδιο τόπο, ψάχνοντας να βρει γνωστό πατριώτη, αλλά πουθενά, κανένας!...

Στην αγορά , στην πλατεία  Δημαρχείου πήγαινε κάθε ημέρα πρωί –πρωί, για δουλειά, μα δουλειά τίποτα!...

Ήταν και τότε η εποχή που οι δουλειές ήσαν λιγοστές και για να βρεις  μεροκάματο έπρεπε να έχεις γνωριμίες -ήταν και τότε  μεγάλη ανεργία- και στην αναδουλειά δουλεύουν οι καλοί,  αυτοί που είναι γνωστοί στην αγορά και έχουν φίλους και γνωριμίες…

Ήταν η εποχή της εξωτερικής μετανάστευσης των νέων!

Για την Αυστραλία, την Αμερική, τον Καναδά, τη Γερμανία και αλλού…

Ήταν η εποχή που το  ίδιο το κράτος πούλαγε τους εργάτες, πούλαγε το άριστο παραγωγικό του δυναμικό, πούλαγε τους νέους του…

Πούλαγε τα παιδιά του και έλεγε:

- Το μεταναστευτικό συνάλλαγμα είναι ευλογία Θεού!

Αυτά γινόταν τότε…

Ο Γιάννης, ο άγνωστος, ο ατζαμής θα έβρισκε μεροκάματο;

Εκεί έμεινε  και στύλωνε την ακακία, όπως ο ίδιος μου είπε, κάνα τεσσάρι ημέρες.

 

Ξάφνου ακούει μια δυνατή,  βροντερή φωνή,  να φωνάζει:

-Ρε, εσύ που κάθεσαι  και στυλώνεις την ακακία, για έλα εδώ!

-Η φωνή του φάνηκε γνώριμη, είναι η φωνή του εργολάβου, είπε.

Του κυρ Γιώργη…

Κοιτάζει γύρω του, μα δεν τον βλέπει.

Συγγνώμη ήθελε να του ζητήσει για τα λεφτά που τζάμπα του πήρε.

Αλλά, τώρα, για να του τα επιστρέψει, τα χάλασε, τα ξόδεψε, δεν έχει.

Θα του ειπεί αμέσως  πως του τα χρωστάει, σε δουλειά να τα κλείσουνε.

-Εεεε… Εδώ είμαι, του φωνάζει.

- Έλα εδώ, δεν με βλέπεις;

- Έλα εδώ… έλα…

 

Ο Γιάννης αμέσως τον κατάλαβε και πήγε κοντά  του και πριν ανοίξει το στόμα του για να του ειπεί συγγνώμη, ο εργολάβος τον ρωτά, τα πόσα έχει κάνει και συνεχίζει.

- Αυτόν τον πήρα προχτές και πήγαμε να το γράψουμε, μα αυτός το έβγαλε από μόνος του το μεροκάματο και με το παραπάνω, ίσιωσε όλες τις  πρόκες, δεν άφησε να πάει μία πρόκα χαμένη...

Εσύ, Αντώνη, έχεις τώρα δουλειές, θα τον πάρεις και ό,τι κάνει...

Λέει, πως είναι μαστοράκι, αλλά ατζαμής είναι, αλλά καλός ατζαμής,  εργατικός, φιλότιμος και καλός θα γίνει. Έτσι ξεκινήσαμε, έτσι λέγαμε και εμείς, πως όλες τις δουλειές τις ξέρουμε.

Μετά μάθαμε τις μισές από ό,τι λέγαμε…

- Τα ακούς, λέει στον Γιάννη.

-Άμα δεν έχεις δουλειά και με βλέπεις, θα μου το λες, θα πηγαίνουμε να το γράφουμε, ένα δύο την βδομάδα.

-Ο Αντώνης, χωρίς δεύτερη κουβέντα, του λέει του Γιάννη, αύριο πρωί,  πρωί θα είσαι εδώ, θα πάμε για δουλειά, νωρίς να είσαι εδώ.

-Ναι, λέει ο Γιάννης.

-Κάτσε, του λένε και τον κέρασαν καφέ…

 

Την άλλη ημέρα, αχάραγα, πριν ξημερώσει, ήταν εκεί, στην ακακία περίμενε.

Πέρασε ο μάστορας ο εργολάβος  τον είδε, τον πήρε και επήγε στη δουλειά σε καλούπια.

Σιγά,  σιγά  έμαθε τη δουλειά, έγινε μαστοράκι!..

Εκεί στην οικοδομή κοιμόταν, καμιά δεκαριά ημέρες .

Ήταν καλοκαίρι και του ήταν η καλύτερή του!...

Ο μάστορας ο Γιώργης, ο εργολάβος, όταν είχε δουλειά, τον έπαιρνε και όταν ο Γιάννης έμενε από δουλειά τον πήγαινε σε δουλειές, για να το γράψουνε.

- Πάμε, πάμε, και ό,τι κάνουμε. Δεν ήθελε να τον βλέπει  να κάθεται... Ο καιρός πέρασε και πέρασαν και οι δυσκολίες του σιγά – σιγά.

Ο Γιάννης βρήκε τον δρόμο του, μορφώθηκε, σπούδασε και έφυγε από το κυνήγι του μεροκάματου της οικοδομής και πρόκοψε στην δουλειά του.

Σπούδασε οικονομικά και  σιγά- σιγά, έγινε διευθυντικό στέλεχος!..

 

Σε όλη όμως τη ζωή του ηχούν στα αυτιά του οι λέξεις:

Πόσα έκανες…;

Πάμε, πάμε να το γράψουμε….

Το γράψαμε και σήμερα…!

Η φράση αυτή μέχρι  τώρα του είναι  μεγάλο ερωτηματικό, μεγάλη απορία, η συμπεριφορά αυτού του ανθρώπου.

Και του ήταν ανεξήγητο γιατί ο άνθρωπος αυτός, αυτός ο εργολάβος, τον πήρε σε δουλειά,  σε όχι δουλειά, για να κάνει το τίποτα  και έλεγε πάμε να το γράψουμε;

Γιατί…; Γιατί…;

Γιατί έδινε τα λεφτά του για δήθεν δουλειά… σε άγνωστο άνθρωπο, σε ξένον, σε ένα νέο τότε παιδί… χωρίς, ή σχεδόν χωρίς καμία ανταπόδοση;

Και εφόσον ήθελε να του δώσει έτσι στο τζάμπα τα λεφτά, γιατί δεν του τα έδινε εκεί στην αγορά; Χωρίς να τον πηγαίνει ή να τον στέλνει σε δουλειά για να μη κάνει τίποτα;  Ή σχεδόν τίποτα…;

Έμεινε με τα ερωτηματικά αυτά, με αυτή την απορία πολλά,  πολλά χρόνια, χωρίς να μπορεί να δώσει εξήγηση.

 

Αργότερα, πολύ αργότερα, σχεδόν πρόσφατα, συναντήθηκαν ο Γιάννης και ο μάστορας ο Γιώργης ο εργολάβος.

Ήταν γέρος πια ο εργολάβος,  μεστός άντρας  ο Γιάννης, και  κουβεντιάσανε για τα παλιά και τον ρώτησε να του λυθεί η απορία.

Και να τι σοφές κουβέντες του είπε ο γέρο εργολάβος, που τώρα ο Γιάννης ήταν μορφωμένος…! Έμαθε πιότερα γράμματα, έβγαλε και Πανεπιστήμιο και δεν  μπορούσε να λύσει την απορία του…!

Μα αυτά που του είπε ο εργολάβος, ο μάστορας, ο Γιώργης δεν τα γράφουνε τα βιβλία…!

 

- Άκουσε… του είπε:

- Τότε κατεβαίναμε στην αγορά μερικοί εργολάβοι και παραβγαλνόμαστε για να μοιράσουμε λεφτά.

-Να μοιράσετε λεφτά;

-Ναι, να μοιράσουμε λεφτά…!

- Και για να  δείξουμε ποιος είχε την καλύτερη φήμη στην αγορά και είχε το καλύτερο συνεργείο και έβγαζε και τους καλύτερους μαστόρους.

Η οικοδομή ήταν συγχρόνως και σχολείο.

Σχολείο της τέχνης, πολλών επαγγελμάτων, δεν μαθαίνανε μόνο τέχνη.

Η οικοδομή ήταν το Πανεπιστήμιο της ζωής!...

Εκεί μαθαίνανε τότε οι νέοι σπουδαία πράγματα στην οικοδομή,  μαθαίνανε την μπέσα, την ντομπροσύνη και τα άλλα, γινόσασταν οι νέοι σωστοί άντρες!...

Και εμείς τους καμαρώναμε…!

 

Στους καλούς νέους που βλέπαμε ότι κάνουνε για πιο πέρα, για κάτι το καλύτερο, τους λέγαμε να φύγουν από την οικοδομή, να είναι περαστικοί από εδώ, να μη μείνουνε εργάτες, μια ζωή στη λάσπη...

 Η οικοδομή σπάζει κόκκαλα, λυγίζει σίδερα….

Και ο εργάτης πάντα εργάτης θα είναι, κάθε ημέρα θα βγαίνει να πουλάει το κορμί του…

Και όσο είναι τα νιάτα, έχει ζήτηση, στην εκμετάλλευση, μετά... ποιος τον κοιτάζει…; Πόσα και πόσα φτωχά παιδιά δεν πέρασαν από την οικοδομή και σπούδασαν και έγιναν τρανοί…; Και να σου ειπώ και τούτο, ότι όσοι πέρασαν από την οικοδομή και έγιναν κάτι, μορφώθηκαν και έπιασαν κανένα πόστο, αυτοί έχουν και το περισσότερο φιλότιμο, έχουνε συμπόνια μέσα τους και είναι  τίμιοι, προκομμένοι…!

Ναι… Ναι...

Να μοιράσουμε λεφτά και το είχαμε σε καμάρι…!

Όλοι μας περιμένανε από την αγορά να περάσουμε και αν δεν περνάγαμε, όλοι μας αναζητούσαν.

Τα λεφτά δεν είναι τίποτα, αέρας τα έφερνε και αέρας τα έπαιρνε, δεν ζημιωθήκαμε από τέτοια.

Όποιος είχε μυαλό, όλοι τότε φτιαχτήκαμε,  από τέτοια δεν χάθηκε κανένας….

Ανάθεμα – ανάθεμα τα γερατειά και την αρρώστια… και τις παραποντιές των άλλων… που δεν τις παίρνουμε χαμπάρι και όταν τις πάρουμε είναι αργά πια, η ζημιά έχει γίνει…

 

-Ναι!...Ναι!...Μα γιατί μοιράζατε τα λεφτά;….

-Κάτσε για να σου ειπώ το γιατί… Δε νομίζω να με έχεις και για βλάκα, για κορόιδο;…

 -Όχι δα!…

-Νομίζω πως πετυχημένοι, υπολήψιμοι ήμαστε όλοι μας τότε οι εργολάβοι και τις δουλειές τις περισσότερες τις κάναμε  με το λόγο, χωρίς συμφωνητικά και  καλαμαράδες. Ο λόγος  μας ήταν μπέσα και συμβόλαιο… Τότε ο κόσμος πείναγε, αν θυμάσαι καλά, υπήρχε φτώχεια, δυστυχία μεγάλη.

Ανοίξανε κάποιες δουλειές στην  Αθήνα, αλλά από την επαρχία ήρθανε πολλοί άνθρωποι, τόσοι πολλοί, που δεν ήσαν δουλειές για όλους. Η ανεργία ήταν μεγάλη και σε νέους ανθρώπους, σε παιδιά, σε λεβέντες, παλληκάρια,  που έστιβαν την πέτρα…

Δεν υπήρχε και τότε καθοδήγηση του κόσμου από αυτούς που ήθελαν και θέλουν να κάνουν τους αρχηγούς και ας μη λέμε τώρα ποιοι φταίνε… Αυτοί φταίνε… Τότε οι νέοι αυτοί άνθρωποι όταν πεινάνε τι θα κάνουνε;… Η πείνα δε λέει ποτέ καλές ορμήνιες!...

Αυτή δεν ξέρει τι κάνει… γίνεται θεριό και όλα τα καταβροχθίζει! Τους έχεις ακούσει τους κανίβαλους; Για να μη θεριέψει το θεριό, γι αυτό το διώχναμε, όσοι όσο μπορούσαμε  από την αγορά σε μικροδουλίτσες, να το γράψουμε, εκεί να απασχοληθούν. Γιατί άμα μένανε στην αγορά, από την πείνα τους τι θα κάνανε; Θα γινόσαντε σαν το κοπάδι πεινασμένων  λύκων {εσείς τώρα τους λέτε αγέλη}  και τη ζημιά και το κακό  πάντοτε θα σκεφτόσασταν να κάνουνε... Ποτέ το καλό. Η πείνα ποτέ το καλό δε σκέπτεται, ποτέ το καλό δεν κάνει! Και εσύ που τώρα έμαθες γράμματα, κάπως καλύτερα το λέγανε και με τις λίγες λέξεις. Εγώ τώρα σε σένανε το δάσκαλο δε μου πρέπει να τον κάνω…

 

Και ο Γιάννης του λέει:

- Έτσι, όπως τα λες, είναι, και εγώ, τότε που πείναγα, όλο κακά σκεπτόμουνα, ποτέ το καλό. Το μόνο που μας συγκράταγε  ήταν η πίστη, το καντήλι που ανάβαμε στο εικονοστάσι και είχαμε ελπίδα στο Θεό. Οι παλιότεροι έλεγαν: "Αργία μήτηρ πάσης κακίας..."

-Ναι!.. Αυτήν τη λίγη ελπίδα προσπαθούσαμε τότε να δώσουμε στον πεινασμένο κόσμο, για το σήμερα, να σκορπίσουμε την κακιά τη σκέψη από όσο μπορούσαμε από  το μυαλό  τους  και στους νέους ανθρώπους  περισσότερο τους λέγαμε: "Άιντε, πάμε να το γράψουμε!..." Τους διώχναμε όσο μπορούσαμε την πείνα, και τους απασχολούσαμε, με έστω την λίγη εργασία. Δεν τους τα δίναμε τα λεφτά σαν ελεημοσύνη, γιατί είναι ντροπή  αυτό σε νέους ανθρώπους. Αισθάνονται οι τίμιοι, οι ηθικοί,  οι φιλότιμοι, προσβολή, τους καταρρακώνεις και τους άλλους ,τους μαθαίνεις στην τεμπελιά.

Νομίζω πως καλούτσικα τα κάναμε τότε… Τότε κωλώναμε την κακία, την  κλεψιά, την εγκληματικότητα και διώχναμε το φόβο του ανθρώπου από τον άνθρωπο!...

Ο κόσμος τότε κοιμόταν και με ανοιχτές τις πόρτες!...

 

Ο Γιάννης έμεινε άφωνος με αυτά που άκουσε από τον εργολάβο οικοδομών, τον μπάρμπα Γιώργη. Έσκυψε, του φίλησε το χέρι και χωριστήκανε...

Δύο μόνο λέξεις είπε:

- Μακάρι έτσι να κάνανε και τώρα οι άλλοι…! Οι πολιτικοί και οι πνευματικοί ηγέτες… Γιατί τα χρόνια ήρθανε δίσεκτα και μήνες οργισμένοι…. Ποιος δεν τους καταλαβαίνει; Που τώρα χρειαζόμαστε την αλληλοβοήθεια περισσότερο από τότε…;

Που αυτοί, οι ηγέτες στείλανε στο λαό τη δυστυχία και έφεραν και ήρθανε οι ίδιες και χειρότερες εποχές πάλι…

 

Αλληλοβοήθεια- Υπομονή-Αγάπη…!

Επιμονή στην προκοπή…!

Για να φύγει η συμφορά, για να περάσει η μπόρα…!

Θα ξαναβγεί ο ήλιος λαμπερός…!

Σε ξάστερο ουρανό, πάλι, θε να φωτοβολούν τα αστέρια…!

 

Γιάννης Στ. Βέργος { Γορτύνιος }

 


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.