Γιάννης Στ. Βέργος {gortynios.isv}
Την καλημέρα που λες, με το χαμόγελο στα χείλη και χαιρετάς, η βοήθεια που δίνεις σε φίλο, και η καλή κουβέντα που λες για άνθρωπο, δεν πέφτει χάμου να χαθεί…
Δεν χάνεται!... Δεν πάει!…
Και χάμου να πέσει και στην θάλασσα να πάει, δεν θα χαθεί!...
Στον αφρό θα βγει!..
Και στο βυθό της θάλασσα και πιο βαθιά να φτάσει… Η φουρτούνα, η τρικυμία, το κύμα, το τσουνάμι στο γιαλό θα την ξεβράσει!…
Εκεί θα την βρεις μπροστά σου!…
Στην δύσκολή σου την περίσταση, την άσχημη εποχή, την στερνή την ώρα!... Την κακιά στιγμή!…
Σου επιστρέφουνε, όλα αυτά πίσω, διπλά, τρίδιπλα και κάτι παραπάνω…
Χωρίς και να τα περιμένεις!…
Την βοήθεια που έκανες, σε άνθρωπο κάποτε, ίσως να μη την χρειαστείς, πίσω να μη την θέλεις… Μα την καλή κουβέντα την έχεις πιότερο, πάντοτε, παντοτινή ανάγκη.
Και έχει και μεγαλύτερη αξία από ότι νομίζεις, ή, περιμένεις….
Η καλή κουβέντα σώζει ζωή!...
Και αυτή κόστος δεν έχει!... Tίποτα, μα τίποτα δεν κοστίζει!….
Μα αυτή, πολύ, αφάνταστα, για την ζωή φροντίζει!...
Και πιότερο, από ότι νομίζουμε αξίζει!...
Τα περασμένα χρόνια, τα βουνά είχανε μεγάλη αξία, για την οικιακή οικονομία και την ζωή και την ευημερία του ανθρώπου, του χωριού, της κοινωνίας, της Χώρας.
Όπου υπήρχε καλλιεργήσιμη Γη, καλλιεργείτο, ανάλογα, κηπευτικά, σιτάρι και αραποσίτι, που τότε δεν έφτανε για θα θρέψει τον πληθυσμό της η Χώρα μας και έκανε εισαγωγές από το εξωτερικό…
Τι να πει κανείς;...
Μια Χώρα, με χώμα, με ήλιο, με το νερό, και τον Θεό …στα χέρι της!
Να πεινάει… Να λιμοκτονεί…
Μια ζωή στην ανέχεια, στην φτώχεια, στην εκμετάλλευση του λαού σε αυτόν τον τόπο… Τότε, όπου υπήρχαν καλά χωράφια, να βγάζουν το ευλογημένο σίτο, σιτάρι, που φτιάχνουμε το ψωμάκι, είχανε μεγαλύτερη αξία, τα λέγανε ψωμοτόπια. Ο τόπος δηλαδή που βγάζει το ψωμί!...
Τέτοια ψωμοτόπια ήταν, ολόκληρο το βουνό Αρτοζήνος. Στην Γορτυνία βρίσκεται, αυτό το ευλογημένο βουνό!... Από την αρχαιότητα, έβγαζε το σιτάρι που σίτιζε και έθρεφε τους ανθρώπους και …το Θεό των Θεών, τον Δία!...
Άρτος του Δία, του Ζηνός. Από εκεί και το όνομα του βουνού Αρτοζήνος. Ψωμοτόπια του βουνού ήταν: Ο Αγιο Λιάς, ο Άγιος Δημήτρης, οι Αγιώργηδες, η Σπυλίτσα και ο Πυλός, τα Δεληγιανναίκα, η χαλικόβυση, το Μαζαράκι τα Μουτριτσιά κ.α…
Εκεί είχαν αγοράσει οι πατριώτες μας από τους Λαγκαδινούς άρχοντες, μετά την απελευθέρωση του1821 και πιο αργότερα, τα Δεληγιαναίκια τσιφλίκια και χωράφια άλλων…
Ο ζωτικός χώρος όμως ήταν μικρός και όπου, όποιος μπορούσε αγόραζε αλλού χωράφια, για να βγάζει το ψωμάκι. Έτσι πολλοί αγόρασαν χωράφια σε άλλα χωριά, κοντινά και μακρύτερα, στου Λυκούριση, Ψάρι, Βορούς και ποιό μακριά στην Αράχοβα.
Εκεί είχε χωράφι, ένα καλό ψωμοτόπι και ο Σ.Β, που έβγαζε την καλή χρονιά και μέχρι τέσσερα μόδια σιτάρι… Και όποιος τότε έβγαζε της χρονιάς, το σιτάρι, το ψωμί της φαμελιάς του, λεγότανε καλός νοικοκύρης. Εάν του περίσσευε και πούλαγε λίγο, τον νόμιζαν πως ήταν ο αρχοντονοικοκύρης!...
Αυτός, έλεγαν, έχει σιτάρι και πράματα, γίδια, ποτέ δεν θα πεινάσει… Και όλοι τότε φρόντιζαν να αγοράσουν χωράφια, όσα περισσότερα μπορούσαν και να έχουν και μερικές κατσίκες.
«Έχε γη όση μπορείς και σπίτι όσο χωρείς…»
Λέγανε, οι παππούδες.
«Η γη είναι γένους θηλυκό γεννάει, το σπίτι είναι σερνικό και όλο ζητάει…»
Αλλά τα χωράφια αυτά, ήτανε από χωριό Σέρβου, δυόμιση ώρες δρόμο με τα πόδια…. Δρόμοι τότε αμαξιτοί δεν υπήρχανε, μα δεν υπάρχουν και τώρα ακόμα… Μα ούτε δρόμοι και για κάρα που σέρνουν τα μουλάρια… Τέτοιες υποδομές υπήρχανε και υπάρχουν ακόμα, μα δεν ξέρω πότε ήταν καλύτερα, το τότε, ή το τώρα;…
Από φιλότιμο και ανθρωπιά, το σίγουρο είναι, πως ήταν τότε, με την μεγάλη φτώχεια!…
Για να κόψει δρόμο, να του περισσεύσει η ώρα, ο ΣΒ και πολλοί άλλοι πήγαιναν περικοπά, από άλλα μονοπάτια, ακόμα, ακόμα μέσα από τα σπαρμένα χωράφια πέρναγαν, εκεί που πατιόταν ο τόπος… Στα σπαρμένα όσο και να πέρναγε με προφύλαξη, η ζημιά γινόταν. Αλλά κανένας τότε δεν μίλαγε, στα δικαστήρια για αυτό, να τους πάνε. Καταλάβαινε τότε ό ένας, την ανάγκη του άλλου, να προφτάσει ο άνθρωπος να κάνει λίγη ώρα δουλειά στο χωράφι του παραπάνω… και να γυρίσει το βράδυ στο σπίτι του.
Τον έφαγε ο δρόμος, στο πέρα- δώθε έλεγαν και τον έβλεπαν με συμπόνια…
Όλοι τους έπαιρναν μαζί τους νερό, γιατί νερό σε αυτά τα χωράφια δεν υπήρχε, ψωμί και για το προσφάι, λίγο τυρί, καμιά ελιά, αν υπήρχε, τον κατάδικο και το ένα κρεμμύδι… Και όποιος είχε δικό του κρασί, την έπαιρνε την τσίτσα με κρασί γεμάτη, δύναμη στην δουλειά να του δίνει…
«Το λίγο κρασί στην δουλειά είναι ξένη δύναμη»
Λέγανε οι γεροντότεροι…
Το κρασί και το τσιγάρο το είχανε και για τις ανθρώπινες τις σχέσεις….
Κέρναγαν στον δρόμο τους κρασί, τον ξελιγωμένο οδοιπόρο, τον ξένο, τον διαβάτη, τον κατάκοπο ζευγά, να στυλωθεί η καρδιά του.
Και έδιναν και στο τσοπάνο, στο βουνό που είχε μείνει από νερό, ψωμί, τσιγάρο… Οι περισσότερο φιλότιμοι από μακριά βάζανε φωνή μεγάλη και έλεγαν: Γνωριζόταν τότε μεταξύ τους, οι άνθρωποι και από μακριά ξέρανε, ποιος ήταν ο ένας και ποιος είναι ο άλλος…
Και από τα κουδούνια των μουλαριών και των γιδιών τους γνώριζαν και ακόμα από το κυπρί, στο κριάρι…
-Εέεε…. ρεεε…. Εσύ πεινάς, διψάς, θέλεις τσιγάρο;…
Εδώ πα, στην τούφα σου αφήνω δύο στούκας, να τα πάρεις και στο γυρισμό θα σου αφήσω και άλλα, αν περισσεύσουν από την κούτα…
Ενενήντα οκτώ τσιγάρα τότε είχε η κούτα τα στούκας τα τσιγάρα το έθνος και τα πλήρωναν για εκατό.
Τα δυο ήταν φόρος, τα κρατούσαν και έλεγαν:
Τα δύο, είναι και πάνε για τα τσιγάρα του στρατιώτη…
Από την δεξιά μεριά του δρόμου στους Βορούς στο διάσελο που πηγαίνει ο δρόμος προς την Αράχοβα, στην πλαγιά ήταν τα βοσκοτόπια του ΘΤ.
Μια ημέρα του Μαγιού πέρναγε από εκεί για το χωράφι του να πάει ο ΣΒ και βάζει φωνή μεγάλη.
-Εεεε….Ρεεε… Μήπως πεινάς, μήπως διψάς, μήπως θέλεις τσιγάρα;
Και άλλος αποκρίθηκε:
-Ούτε πεινά, μα ούτε διψά , μόνο τα τσιγάρα νομίζω θα με λειπάσουν. Αν δεν μου φέρει το παιδί μέχρι το απόγευμα. Το ηλιοβασίλεμα, που θα τα στρουγκιάσω, θα πάω στο χωριό, θα πάρω… Νομίζω να με φτάσουν
-Άκου ρέεεε…
Εδώ πα στην τούφα σου αφήνω δύο, να τα πάρεις, και το σούρουπο που θα περάσω σου αφήνω και άλλα, αν μου περισσεύσουν….
Τα χρόνια πέρασαν και κοντά στα άλλα, ήρθε και κατάρα η Εθνική διχόνοια, ο εμφύλιος…. Όλες οι παρατάξεις για τον αγώνα λέγανε πως αγωνίζονται, για το καλό, του λαού… Του κόσμου…
Μα κανένας τότε από αυτούς δεν ήξερε ποιο είναι το καλό ή το κακό του λαού, του κόσμου και γιατί το κάνει, ότι κάνει και αυτό που κάνει…
Και μήπως και τώρα ξέρει ο λαός τι του γίνεται;…
Όπου τον τραβάνε, το σούρνουνε, οι λεγόμενοι του λαού ηγέτες!...
Οι τρανοί, που κάνε τους ηγέτες!...
Και τότε, μαλώσανε ποιος θα κρατάει την Κρατική κουτάλα… και παρέσυραν τον κόσμο τον ανίδεο, ο καθένας με την μεριά του... Και τον φανάτιζαν τόσο πολύ, μέχρι να σκοτώνει, ο ένας, τον άλλον…
Ο συγγενείς, τον συγγενή και ο κουμπάρος, τον κουμπάρο…
Λες πως αυτοί, οι ένας και ο άλλος έφταιγε για το κατάντημα της Χώρας…
Στο χωριό μας, ευτυχώς επεκράτησε λίγο σύνεση, σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή, δεν έγιναν μεγάλα «πατατράκια»….
Τότε μια ημέρα, νωρίς από βραδύς, για ανακατώσουν μερικοί, τα σόγια τα μεγάλα του χωριού και να γίνει η ζημιά μεγάλη, ασυμμάζευτη, εμφανίστηκαν στην αγορά του χωριού, από άλλα μέρη, δύο αρματωμένοι, με σταυρωτά τα φυσεκλίκια τους ζωσμένοι...
Έπιασαν το ηλιοβασίλεμα, το σούρουπο, στην αγορά του χωριού, τον ΣΒ (και τον αδελφό του ΝΒ), τον πίεσαν να παραδώσει, για τον αγώνα του λαού την στάνη του Σ… Ήταν από την γυναίκα του συγγενείς ο Σ.. με τον ΣΒ. Ο γιος του Σ… τότε ήξερε λίγα του Γυμνασίου γραμματάκια. Φτωχόπαιδο ήταν και αυτό και για να βρει ψωμάκι να φάει, κατετάγη αξιωματικός στην νεοσύστατη τότε Κρατική αστυνομία… Και έτσι με αυτή την αφορμή, σχεδίαζαν πως θα ανακατέψουν, τα δύο συγγενικά μεγάλα σόγια, που μέχρι τότε δεν είχανε μπλέξει, ούτε από εδώ, ούτε από εκεί, για να κερδίσουν αυτοί το ένα σόι και το άλλο, ο άλλος…
Και στο χωριό να γίνει μακελειό μεγάλο…
Ποιανού το κέρδος θα ήταν;…
Ακόμα και τώρα δεν ξέρω…
Από ότι καταλαβαίνω του διαβόλου….
Του ζήτησαν λοιπόν του ΣΒ να παραδώσει, αμέσως, χωρίς καθυστέρηση καμία, την στάνη του συγγενή του, από την γυναίκα του… και να τους συνοδεύσει, για τον αγώνα του λαού, το καλό της Πατρίδας…
Τότε τους λέει ο ΣΒ:
-Λεβέντες μου, παλληκάρια…
Ναι, για το καλό της Πατρίδας και του λαού, όλοι μας να βοηθήσουμε…
Τρεις μαρτίνες, γίδες, έχω στο σπίτι μου, που είναι δικές μου και μου ανήκουν, έχω και σιτάρι στο κασόνι, ελάτε να σας δώσω, τις δύο γίδες, για τον αγώνα του λαού, για το καλό της Πατρίδας…
Την μία, θα μου την αφήσετε, να τρώνε τα μικρά παιδιά μου γάλα.
Τα γίδια, την στάνη του συγγενή μου, εγώ δεν είναι δικά μου, δεν τα παραδίνω. Εσείς ξέρετε καλύτερα από μένα που είναι και που τώρα βόσκουν…
Αντίσταση, εγώ δεν σας φέρνω, όμως εγώ να τα παραδώσω, αυτό δεν το κάνω, δεν πρέπει…
Έτσι λογομάχησαν, μάλωσαν, λίγο έλειψε να πιαστούν στα χέρια, αλλά το κακό αποφεύχθη
Και φύγανε οι αρματωμένοι…
Και νόμισαν όλοι, πως ήταν μέχρι εκεί, θα έχει το χωριό ησυχία…
Σούρουπα την κονταυγή, ενώ τα δύο αδέλφια είχαν πάρει καλά τις προφυλάξεις τους, δεν πήγαν στα σπίτια τους να κοιμηθούν. Όμως ήξεραν οι αρματωμένοι, αμέσως πληροφορήθηκαν, που ήσαν χωριστά την νύχτα κρυμμένοι και πήγαν και τους έπιασαν πάλι, ενώ άλλοι δικοί τους, πήγαν και πήραν ολονυχτίς, ολόκληρη την στάνη…
Από μέσα το χωριό, την πέρασαν. Για να φοβίσουν το χωριό…
Φόρτωσαν και πήραν, από το σπίτι όπως λένε, επτά μουλάρια φορτώματα προικιά, που ήταν η προίκα, για τις ανύπαντρες κοπέλες…
Τα δύο αδέλφια έπιασαν, με τον γκρά τους έβαλαν να σαλαγάνε την στάνη και να την οδηγούν από το μονοπάτι του Γερμάζι, Λαχταρί, στο δρόμο για του Λυκούρεσι και περάσανε απέξω.
Έπιασαν, το ξερόρεμα προς τους Βορούς να βγουν στο διάσελο, στο καταράχι.
Εκεί στο ρέμα τα δύο αδέλφια σκέφτηκαν να γίνει το κακό μεγάλο…
Τους πήγαιναν συνοδεία τρεις αρματωμένοι και τα αδέρφια νόμισαν πως δεν ήσαν άλλοι. Κρυφά αρματωμένοι ήσαν και αυτοί… Αυτοί ήσαν του χεριού τους, για να τους καταχεριάσουν και να τους ξεφύγουν…
Κοιτάνε δεξιά, κοιτάνε ζερβά, και τότε κατάλαβαν πως αυτοί δεν ήσαν μόνοι… Λεφούσι τους συνόδευαν κρυφά, κρυφά στο πλάι, στους θάμνους, στα δέντρα προφυλαγμένοι και άλλοι…
Την απόφαση τους με νοήματα και με σφυρίγματα στα γίδια, την απέρριψαν, διότι αν την τολμούσαν, δεν θα γλίτωναν, εκεί ήσαν από χέρι χαμένοι…
Με το νόημα σαλάγησαν τα γίδια και με το σφύριγμα συνεννοήθηκαν, χωρίς να τους πάρουνε χαμπάρι….
Τα γίδια κόλλησαν στο καταράχι για βοσκή, τα σαλάγησα και γύρισαν και πήραν ξελιγωμένα, το ίσιωμα αγνάντια στην Αράχοβα
Ο λαμπερός Αυγερινός βγήκε, σημάδι του Ουρανού και κατάλαβαν πως είναι περίπου, μία ώρα νύχτα.
Την χαραυγή έφτασαν στην Αράχοβα και μπήκε η στάνη στην αρχή του χωριού, στα πρώτα σπίτια. Τα κουδούνια ξύπνησαν τον κόσμο, και από τα μισάνοιχτα παράθυρα κρυφοκοίταζε να δει και να μαντέψει τι συμβαίνει;...
Τίνος είναι και που πάνε τέτοια ώρα τόσα γίδια;
Και όλοι από μέσα τους έλεγαν, πως κάτι κακό συμβαίνει.
Βλέπει από το μισάνοιχτο παράθυρο ο Θ…. που ο ΣΒ άτσαλα σαλάχαγε και σφύριζε στα γίδια… Αμέσως τον γνώρισε, η έντονη μυρουδιά του τότε τσιγάρου, του ξύπνησε τον νου…
Θυμήθηκε αμέσως τα δύο τσιγάρα!…. που τότε στο βουνό, τα είχε μεγάλη ανάγκη και τα άναψε με το πριόβολο και με την ίσκα….
Και την φωνή που του έλεγε:
-Εέεεε…. Ρέεε… Πεινάς;.. Διψάς;….
Εδώ στην τούφα σου αφήνω δύο στούκας, στην εφημερίδα διπλωμένα!….
Πετάγεται έξω ξυπόλυτος, μισοζωσμένος, και μία φωνή δυνατή βγάζει.
-Εέεε…Ρέεεε… Εσύ ΣΒ… τίνος είναι η στάνη;…
Που την πας τέτοια ώρα;…
Καθίστε, να σας φιλέψω ένα τσίπουρο, και κανένα καρύδι….
-Ο Σ… του λέει: Τέτοια ώρα τέτοια λόγια…
-Τίνος είναι τα γίδια;…
Φωνάζει την γυναίκα του, την καλή ρακή να φέρει γρήγορα και καρύδια…
-Δικά μου…
-Μα εσύ δεν έχεις…
-Συγγενικά είναι τα γίδια, του συγγενή μου είναι η στάνη.
-Και που τα πάτε τέτοια ώρα;
-Και μήπως ξέρω;…
Όπου αυτά με πάνε…
Για χάλασμα…
Για το μαχαίρι του χασάπη…
Αυτός, αμέσως μπήκε στο νόημα, κατάλαβε τι συμβαίνει…
Κοιτάζει ξωπίσω και βλέπει και τα μουλάρια φορτωμένα τα πλουμιστά προικιά και τότε κατάλαβε καλύτερα, σίγουρα, πως κάτι κακό μεγάλο πάει να γίνει…
Ρωτάει τους αρματωμένους, αφού πρώτα τους έδωσε ρακί και καρύδια, να φάνε και να πιούνε…. Και αυτοί του απάντησαν, εντολές, διαταγή των ανωτέρων εκτελούμε Προς την Εκλαίνωβα, τα πάνε… [τώρα το λένε Κρυονέρι].
Αυτός με θυμό τους είπε:
-Αυτό που έγινε, δεν έπρεπε να γίνει…
Φωνάζει της γυναίκας του και εντολή της δίνει, να σαμαρώσει το άλογο και την φοράδα. Αυτή αμέσως υπάκουσε και φέρνει έτοιμα τα δύο ζώα. Του δίνει την φοράδα στον φίλο του και του λέει:
-Καβάλα την και πήγαινε και από κοντά έρχομαι και εγώ…
-Όχι δεν την καβαλάω Ένα, δύο ρακές φίλε, ακόμα τις πίνω….
Και με νοήματα του λέει:
-Τι λες, αυτοί, έτσι θα με κατεβάσουν κάτω σαν τσιροπούλι!...
Εδώ κοιτάμε πως και πώς να βρούμε την ευκαιρία να ξελακίξουμε…
Η ρακί μου στύλωσε την καρδιά, μου κυκλοφόρησε το αίμα…. Με φτάνει…
Ζώνεται ο Θ…. σταυρωτά τα φυσεκλίκια, περνάει τον γκρά στον ώμο, περνάει τον φουσκωμένο το τορβά στο μπροστάρι του σαμαριού του αλόγου, γεμάτο με τις χειροβομβίδες, δένει πίσω στο σαμάρι το καπίστρι της φοράδας και δίνει εντολή στην γυναίκα του να ειδοποιήσει το σινάφι του, να τον ακολουθήσουν. Ήταν και είχε τότε αυτός την επιρροή του, ομάδα, δύναμη δική του…
Έφτασε στο αρχηγό πρώτα ο Θ… Από τους άλλους και την στάνη.
Στον δρόμο το έφτασε ένας από τους δικούς του. Του έδωσε οδηγίες το τι θα κάνουν, να παραμείνει του είπε την εντολή, με το σύνθημα με ακρίβεια να εκτελέσουν…
Έφτασαν τα γιδοπρόβατα τα μουλάρια μαζί με τους δύο ανθρώπους, και από τους άλλους συνοδεία.
Στο δικαστήριο να περάσουν να δικαστούν….
Επενέβη ο Θ… και τους είπε:
-Οι άνθρωποι αυτοί, ούτε απολογούνται, ούτε δικάζονται…
Αυτό που έγινε που κάνατε, κάνατε κακό μεγάλο στον λαϊκό αγώνα….
Αμέσως αυτοί οι άνθρωποι να τους αφήσετε να είναι ελεύθεροι, να φύγουν και όπου θέλουν να πάνε…
Τα γιδοπρόβατα με τα μουλάρια φορτωμένα, όπως είναι να πάρουν, πίσω το πισάχναρο και να συνοδευτούν μέχρι τα όρια του χωριού και εκεί να τα αφήσουν…
Αυτή είναι η επιθυμία μου….
Αυτή είναι η θέλησή μου….
Αυτό είναι το δίκιο….
Αυτό πρέπει και αυτό, θα γίνει.
Αλλιώς, τώρα αρχίζει η μάχη μεταξύ μας και μας παίρνει όλους ο διάβολος…
Τραβάει την πιστόλα και ρίχνει την μία στο αέρα.
Μετά ακούστηκαν πολλές ντουφεκιές στον αέρα και τους είπε, ήσαστε όλοι περικυκλωμένοι
Ήρθανε σε συμφωνία, επικράτησε σωφροσύνη και αφέθηκαν τα δύο αδέλφια ελεύθεροι…
Τα δύο τσιγάρα στούκας, έσωσαν, τα δύο αδέλφια!...
Όλοι τους τώρα αυτοί, είναι δικαιωμένοι…
Στα Ουράνια, κοντά στους Αρχαγγέλους, φτασμένοι!...
Παρασυρμένος κόσμος, λαός, ήταν, τον πήγαιναν οι άλλοι, οι ηγέτες, αλίμονο, στο πέρα- δώθε…
Δεν ήξεραν, ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό…
Δεν ήξεραν και αυτοί και αυτοί, οι μεν, και οι δε, τι έκαναν…
Μήπως και τώρα, που ξέρουμε ολίγη γραφή και ανάγνωση, ξέρουμε;…
Οι ψυχές των άδικο σκοτωμένων, οι υπέρτερες δυνάμεις, ο Θεός, να φυλάξουν, να μας γλιτώσουν, από τέτοια..
18.02.2014
(ΧΙΜ)