Η   ανεπάρκεια  αρκετών  ηγετών στη χώρα μας που ενδεχομένως την αγνοούν !   

Πριν διατυπώσω τις απόψεις μου για το πιο πάνω θέμα, θα διηγηθώ μια πραγματική ιστορία που πολλοί από τους παλαιοτέρους θα την έχουν ακούσει αλλά νομίζω ότι για τους νεωτέρους έχει διδακτικό ενδιαφέρον. Να γυρίσουμε πίσω το χρόνο κάπου εκατόν πενήντα χρόνια. Η πατρίδα μας ζούσε μια παρόμοια κατάσταση με τη σημερινή. Είχαν περάσει λίγα χρόνια από την πτώχευση του 1893 και η χώρα μας είχε τεθεί κάτω από τον Διεθνή Οικονομικό έλεγχο του οποίου οι επιπτώσεις επηρέασαν την οικονομική κατάσταση της χώρας επί έναν αιώνα περίπου.

Πρωθυπουργός της Ελλάδας ήταν ο συμπατριώτης μας Θεόδωρος Δεληγιάννης. Λόγω της μεγάλης οικονομικής δυσπραγίας υπήρχε μεγάλη ανεργία στους μαστόρους των Λαγκαδίων, απ’όπου ως γνωστόν κατάγετο ο Δεληγιάννης. 

Τρία εξαδέλφια του πρωθυπουργού, μαστόροι χωρίς δουλειά, σκέφτηκαν και συναποφάσισαν να μεταβούν στην Αθήνα και να παρακαλέσουν το συγγενή τους Θ.Δεληγιάννη, το Θοδωράκι της Μητσιαινούλας, έτσι τον λέγανε στα Λαγκάδια τον πρωθυπουργό της Ελλάδας, να τους βρει μια δουλειά για να μπορέσουν να ζήσουν τις οικογένειές τους.

Ξεκίνησαν με τα ζώα τους, φορτωμένα με τα αναγκαία για τη μεγάλη διαδρομή και προφανώς και πεσκέσια για τον ξάδερφό τους. Μέσα από Τρίπολη, Άργος, Κόρινθο, Ελευσίνα φτάσανε τέλος στην Αθήνα. Ρωτώντας βρήκανε το γραφείο του πρωθυπουργού και αφού συστήθηκαν στους γραμματείς κάποια στιγμή τους δέχθηκε ο πρωθυπουργός. Δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Συγγενείς του ήταν, τόσο δρόμο κάνανε. Εξ άλλου, σ’ αυτούς στηριζόταν πολιτικά!

Αφού οι μαστόροι περιέγραψαν την κακή κατάσταση που είχε περιέλθει το επάγγελμα του κτίστη,  λόγω του οικονομικού μαρασμού της χώρας, ζήτησαν από τον ξάδερφό τους να τους βρει κάποια δουλειά για να απασχοληθούν. Στην αρχή ο Δεληγιάννης τους είπε ότι καταλαβαίνει τη δύσκολη κατάσταση που βρίσκονται αλλά  και στην Αθήνα η ίδια εικόνα με την επαρχία  επικρατούσε και είναι δύσκολο να ικανοποιήσει την απαίτησή τους αφού γνώριζε και το μορφωτικό τους επίπεδο. Οι Λαγκαδινοί μαστόροι ήταν επίμονοι και του ζήτησαν σχεδόν κλαίγοντας να μην αφήσει απροστάτευτες τις οικογένειές τους που είχαν εξαθλιωθεί από την ανέχεια.

Μετά από την αφόρητη πίεση των Λαγκαδινών ο Δεληγιάννης σκέφτηκε λίγο και τους είπε, προφανώς για να τους ξεφορτωθεί: «Γυρίστε στην πόλη βρείτε τι δουλειά μπορείτε να κάνετε κι εγώ θα μεσολαβήσω να σας προσλάβουν».  

Πράγματι οι τρεις ξάδελφοι του πρωθυπουργού βγήκαν από το γραφείο του ενθαρρυμένοι και σκορπίστηκαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις ψάχνοντας για κάποια δουλειά που να τους ταιριάζει. Ο ένας από αυτούς περνώντας από του Μακρυγιάννη για να πάει προς την Καλλιθέα βρέθηκε έξω από το θέατρο του Ηρώδη του Αττικού. Εκείνη την ώρα έκανε πρόβες η κρατική ορχήστρα με το μαέστρο πάνω στο πόντιουμ να διευθύνει με την μπαγκέτα του τα μουσικά όργανα της ορχήστρας. Κάθισε αρκετή ώρα και παρακολουθούσε τις κινήσεις του μαέστρου. Κάποια στιγμή ρώτησε έναν περαστικό: «Δε μου λες πατριώτη, εκείνος που κουνάει τη βεργούλα πόσα λεφτά παίρνει;» «Α», του απαντάει ο περαστικός, «αυτός είναι μουσικός, είναι μαέστρος και πληρώνεται καλά».  Ο Λαγκαδινός μάστορας δεν συνέχισε την κουβέντα παρά γύρισε τρέχοντας στο γραφείο του Δεληγιάννη να του αναγγείλει ότι βρήκε δουλειά που μπορεί να την κάνει με μεγάλη ευκολία.

Όταν ο πρωθυπουργός άκουσε τον ξάδερφό του για ποια δουλειά του μιλούσε έβαλε τα γέλια. «Ξέρεις πόσο δύσκολη είναι η δουλειά του μαέστρου;» είπε ο Δεληγιάννης στον Λαγκαδινό μάστορα. «Τι λες ξάδερφε, εγώ αυτή τη βεργούλα μπορώ να την κουνάω όλη μέρα»!

Είδε κι έπαθε ο θοδωράκης της Μητσιαινούλας να εξηγήσει στον ξάδερφό του ότι η δουλειά που του ζητούσε δεν ήταν για τα προσόντα του Λαγκαδινού μάστορα.

Φοβάμαι ότι πολλοί από τους πολιτικούς κυρίως ηγέτες της χώρας, αγνοώντας τις απαιτήσεις της κάθε διευθυντικής και διοικητικής θέσης του κράτους,  απαιτούν, μέσω του πελατειακού πολιτικού συστήματος, και πολλές φορές το πετυχαίνουν, να καταλάβουν υψηλόβαθμες κρατικές θέσεις, ακόμη και κυβερνητικές με την ίδια έλλειψη αυτογνωσίας και αφέλειας που είχε και ο Λαγκαδινός μάστορας που νόμιζε ότι μπορούσε να διευθύνει μια ορχήστρα!

Τα υπουργικά χαρτοφυλάκια στη χώρα μας μοιράζονται με βάση τους σταυρούς που παίρνει ο βουλευτής ή με βάση την κομματική  επιρροή που έχει ο συγκεκριμένος πολιτικός και όχι με βάση τις ικανότητες που έχει και τις απαιτήσεις της κυβερνητικής θέσης.  Σε κάθε περίπτωση τόσο αυτοί που ζητούν να καταλάβουν διοικητικές θέσεις όσο και αυτοί που τους τοποθετούν αγνοούν τα λόγια του Πικάρ που έλεγε : εκείνος που νομίζει τον εαυτό του ικανό  για τα πάντα, συνήθως δεν είναι ικανός για τίποτα.

Κάθε μέρα που περνάει η εμπιστοσύνη του κοινού απέναντι στην ηγεσία του τόπου, την  πολιτική κυρίως αλλά και την  πνευματική, τη δικαστική, της αυτοδιοίκησης και της διοικητικής μηχανής του κράτους, κλονίζεται και μια υφέρπουσα απελπισία  διαπερνά όλα τα στρώματα της Ελληνικής κοινωνίας.

Για την δυστυχία που βρήκε τους πολίτες η κοινωνία καταλογίζει  στην πολιτική ηγεσία αποκλειστικά την ευθύνη. Νομίζω όμως ότι  για την κατάντια αυτή του τόπου την ευθύνη έχουν όλες οι μορφές εξουσίας και ο ξεπεσμός της χώρας δεν προέκυψε από πρόθεση αλλά από ανεπάρκεια του πολιτικού προσωπικού. Σε ένα σύγχρονο κράτος   εξουσία δεν ασκεί μόνο η πολιτική ηγεσία αλλά και  η συνδικαλιστική ηγεσία και η αυτοδιοίκηση και η πνευματική κοινότητα και η δικαστική τάξη και η επιχειρηματική κοινότητα και η δημόσια διοίκηση και όλο το φάσμα των πολιτικών κομμάτων, είτε είναι στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση. Και να σταματήσει το παραμύθι ότι η αριστερά για παράδειγμα δεν άσκησε εξουσία.

Όλα τα δημοτικά και νομαρχιακά συμβούλια κυριαρχούνται από μέλη με αριστερό προσανατολισμό και καθοδηγούν τις πολιτικές της αυτοδιοίκησης και ως εκ τούτου και τη διαχείριση, πολλές φορές επιτυχώς αρκετές όμως με αρνητικά αποτελέσματα. Το ίδιο συμβαίνει και στον συνδικαλισμό όπου μία άνευ προηγουμένου ανευθυνότητα των προοδευτικών συνδικαλιστικών παρατάξεων ωθούσε τα πράγματα όχι στην κατεύθυνση της εξασφάλισης περισσότερων θέσεων εργασίας, αλλά  στον πολλαπλασιασμό προνομίων των ήδη  ιδιαίτερα ευνοουμένων υπαλληλικών τάξεων του Δημοσίου και των ΔΕΚΟ  όπου εκτρέφονται τα κομματικά και συνδικαλιστικά στελέχη.

 Η ελληνική κοινωνία δεν εμπιστεύεται πλέον κανέναν αφού δεν βλέπει να υπάρχει στιβαρή γραμμή πλεύσης από καμία πλευρά του πολιτικού φάσματος. Αν υπήρχε ουσιαστική πρόταση ανατάξεως της οικονομίας, εάν κάποιος πολιτικός σχηματισμός είχε ένα όραμα για την ανασυγκρότηση της χώρας, ο κόσμος θα έσπευδε να τον πλαισιώσει με πίστη και ελπίδα ότι  θα αλλάξει η μίζερη εικόνα της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης στη χώρα μας. Αντ’αυτού ακούμε ανεδαφικές και μη ρεαλιστικές προτάσεις διανθισμένες με ιδεοληψίες και  συνταγές από το μακρινό παρελθόν που δεν έχουν επαφή με την πραγματικότητα.

 Καμία πολιτική δύναμη δε λαμβάνει σοβαρά υπόψη της τη διεθνή κατάσταση και τους κινδύνους που ελλοχεύουν από την διαφοροποίηση των συσχετισμών δυνάμεων και συμμαχιών στην περιοχή μας. Διάβαζα πρόσφατα μια ανάλυση της τελευταίας έκθεσης ενός αναγνωρισμένου παγκοσμίως Αμερικανικού οργανισμού στρατηγικών μελετών που αναφέρει για τη χώρα μας: «ΟΥΔΕΠΟΤΕ Η ΕΛΛΑΔΑ ΗΤΑΝ ΧΩΡΙΣ ΣΥΜΜΑΧΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ». Γι’αυτήν την εφιαλτική, για το μέλλον του τόπου,  κατάσταση δεν ιδρώνει το αυτί των σημερινών ηγεσιών της χώρας.

Παρακολουθούμε κατά καιρούς συζητήσεις στη Βουλή των Ελλήνων και πέρα από τις μεταξύ των αντιτιθέμενων πολιτικών δυνάμεων κατηγορίες και ύβρεις, μια συγκροτημένη πολιτική άποψη για την πορεία της χώρας δεν έχουμε ακούσει. Κατακεραυνώνει ο ένας τον άλλον χωρίς προτάσεις, χωρίς επιχειρήματα, με ακραίες πολιτικές θέσεις αρκεί να ανακατώνεται ο ιδεολογικός χυλός. Ένας ψύχραιμος πολίτης που θέλει να βλέπει τα πράγματα από απόσταση  διερωτάται δικαιολογημένα : Όταν παραβιάζεται το Σύνταγμα και οι νόμοι και πολιτικά κόμματα θέτουν τις κομματικές τους επιδιώξεις ως δίκαιο των δικών τους οπαδών και απαιτούν να το επιβάλουν εν ήδη επαναστατικού δικαίου, η πλειοψηφία των πολιτών γιατί σιωπά και το αποδέχεται; Τη στιγμή που πολιτικοί οργανισμοί εντός η εκτός της Βουλής  αγνοούν  τα θεσμικά όργανα και τους κανόνες της Δημοκρατίας, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος και δεν διακρίνω διαφορά νομιμότητας μεταξύ του ενός άκρου από το άλλο αφού και τα δύο, από διαφορετικό προσανατολισμό το καθένα,  επιβουλεύονται την κατάλυσή του.

Τις πιο πάνω σκέψεις μου τις διατύπωσα όχι για να κάνω τον περισπούδαστο στοχαστή, αλλά επειδή προβληματίζομαι από την έλλειψη ευαισθησίας της κοινωνίας η οποία παρακολουθεί αδιάφορη  και στην πλειοψηφία της ναρκωμένη από την υπερκατανάλωση, τα τελευταία  χρόνια τον ξεπεσμό  των αξιών, την εξάρθρωση της πρωτογενούς παραγωγής της χώρας μας και την άνευ προηγουμένου ανισοκατανομή του πλούτου. Εγκατέλειψαν οι αγρότες τη γεωργικές καλλιέργειες και έγιναν κηπουροί στους Δήμους και στους δημόσιους οργανισμούς ή θυρωροί να πατάνε το κουμπί να ανοίγουν οι πόρτες σε Νοσοκομεία, σε  κρατικούς οργανισμούς και ΔΕΚΟ κι αυτό δεν προβλημάτισε κανέναν. Ο αχαλίνωτος ανταγωνισμός επίδειξης πλούτου και η καταναλωτική έκρηξη που κυριάρχησε σε όλες τις εισοδηματικές τάξει της κοινωνίας μας δεν ανησύχησε κανέναν. Το τεράστιο δημογραφικό πρόβλημα που θα γίνει εφιάλτης τα αμέσως επόμενα χρόνια δεν ταρακούνησε κανέναν.  Η ευδιάκριτη πλέον βουλιμία των γειτόνων μας για θαλάσσιες και χερσαίες περιοχές δεν πτοούν τούς ιθύνοντες. Τι να σκεφτεί κανείς και πως να τους  χαρακτηρίσει παρά μόνο με μία λέξη «ανεπαρκείς»! 

Όλες οι πιο πάνω σκέψεις με οδήγησαν να γράψω αυτό το κείμενο και να με συγχωρέσουν οι αναγνώστες  για όσα από αυτά ενοχλήσουν ή θεωρηθούν ότι αγγίζουν ιδεολογικές αντιλήψεις.

                                                                          Η.Κ.Θαρρετός 



Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Η διάνοιξη του δρόμου από τον Αγιώργη το Σαρά μέχρι το χωριό, μήκους 12 χιλιομέτρων έγινε το 1950. Οι Σερβαίοι διέθεσαν τις μερίδες τους από τη βοήθεια της UNRA που πουλήθηκαν για να συγκεντρωθούν χρήματα για την μπολντόζα. Επίσης δούλεψαν προσωπική εργασία όλοι οι ενήλικες του χωριού. Οι Αραπαίοι, επειδή είχαν να περπατήσουν μια ώρα παραπάνω από τους Σερβαίους, για να φθάσουν από το σπίτι τους στο έργο και μία να γυρίσουν, κοιμόσαντε το βράδυ εκεί που δούλευαν.