Όπως συμβαίνει με όλους τους ανεκδιήγητους θνητούς
Που τους βαραίνει η αρχαία αμαρτία
Μου ετάχθη να επιστρέψω για μια νύχτα στον Παράδεισο
Άνοιξε στον αιώνα μου μια απειροελάχιστη σχισμή
Πότε ήταν; Πριν; Μετά; Ή μήπως όχι ακόμα;
Ή μήπως είναι μια στιγμή που ανοίγει ακατάπαυστα
Σαν μένει ασάλευτος ο χρόνος σαν σε θαύμα
Αθόρυβη ανάληψη
Που μπαίνει ακροπατώντας στη ζωή σου χωρίς να την ποθήσεις;
.
Ήμουν απρόσμενα λοιπόν εκεί κάτω απ΄το δέντρο της Ζωής
Ή μήπως ήτανε της γνώσης;
Ζωντανά δώρα, άνθη τροπικά
Ήμερα ζώα, τίγρεις και λιοντάρια
Τριγύριζαν στα πόδια μου
Πάνω στη λεοπάρδαλη ο Ζαγρέας
Νύμφες και Σιληνοί
Πολύχρωμα πουλιά τιτίβιζαν στ΄αυτιά μου
Τα μάτια μου τ΄αγκάλιαζε μια θέρμη
Που γένναγε η παραδείσια νύχτα.
.
Αυτή ήταν η απίθανη στιγμή μου
Περίμενα την Εύα και τον Όφι
Ήρθε λοιπόν η ώρα να πληρώσω
Κι εγώ τον φόρο μου στη ζωή;
.
Άνοιξε μπρος μου ο ουρανός.
.
Για μια στιγμή μου φάνηκε πως ήταν
Το κελί της Κασσιανής, το καμαράκι
Γεμάτο επαναστατικά περιοδικά και τη μορφή του Τσε στον τοίχο.
Εκεί που φώλιαζε, όπως παντού ο έρωτας.
.
Σαν σε όνειρο μηχανικά γεύτηκα τον καρπό του και απελπίστηκα
Ιδού λοιπόν, και εγώ την άξιζα την πτώση.
.
Κι η γεύση του καρπού ήταν πικρή
Σαν καθεμιά απ΄τις στιγμές μου εδώ κάτω.