Το φτωχικό, γαλήνιο χωριουδάκι

με την παράξενη θολή ομορφιά

κι’ ένα σταχτί κουκλίστικο σπιτάκι,

χαράχτηκε στη σκέψη μου βαθιά.

 Τριγύρω του φαντάζει ένα δασάκι

και μέσα σ' ένα φόντο γαλανό

της θάλασσας τ’ αχόρταγο μεράκι

στήνει χορό με τ' άβατο βουνό.

II

Πέρα μακριά σε μαγεμένους τόπους

σε κάμπους και σε λόφους αψηλούς,

βλέπεις τους λιοψημένους χωρικούς,

τους ταπεινούς κι’ απλούς αυτούς ανθρώπους.

 

Στην άδολη κι’ αυθόρμητη λαλιά τους

χρυσάφι ατόφιο η σκέψη π’ αντηχεί'

κι’ ω, τη γλυκειά, τη διάφανη ματιά τους

πούναι πλημμυρισμένη από ψυχή!

III

Τ’ αθάνατο ακρογιάλι μεθυσμένα

σκόρπιζε στους διαβάτες του φιλιά

και μες απ’ τα νερά τα χρυσωμένα

χαϊδευτική απλωνόταν αντηλιά.

 

Η φύση, γιορτερή, σαν πανηγύρι

στης Άνοιξης την αγκαλιά είχε γείρει

κι’ ανάμεσα στα μυρωμένα κλώνια

σπαθίζανε τρελά τα χελιδόνια.

IV

Ζήσαμε κι’ αγαπήσαμε με πάθος

τις ψυχούλες των παιδιών τις ταπεινές,

τα ματάκια τους που κρύβουν τόσο βάθος

και τις άπλαστες, κρουστάλλινες φωνές.

 

Ξανθόμαλλα, σγουρόμαλλα αγγελούδια

μας χαρίσανε την άγια τους καρδιά΄

με τα ολόδροσα παιδιάτικα τραγούδια

νιώσαμε κι’ εμείς ότι είμαστε παιδιά.

V

Ρεμβάζοντας στο δάσος ξαπλωμένοι

κι όπως σε κόσμους πλέαμε γαλανούς,

ο μαύρος κι’ ολοσκότεινός μας νους

δέχτηκε μιαν αχτίδα χρυσωμένη.

 

Δέχτηκε μιαν ηλιόφωτην αχτίδα

ο μαύρος, ο τρισκότεινος μας νους

κι’ άνοιξαν της ψυχής τα μάτια κι’ είδαν

της Ομορφιάς τους μάγους ουρανούς.

VI

Κι’ όταν ξεψύχησαν του ονείρου οι ώρες

Κι’ εσήμανε η στιγμή του χωρισμού,

με την καρδιά σφιγμένη και θλιμμένη

πήραμε το στρατί του γυρισμού.

 

Κι’ όμως, θαρρείς πώς είχαμε αποχτήσει

καινούργια κι’ ολοδύναμα φτερά

κι’ ότι κατάβαθα είχαμε κερδίσει

κάποια κρυφή, αβασίλευτη χαρά.


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.