AΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ   "ΠΑΣΧΑ ΡΩΜΕΙΚΟ"

 

Anastasis_xristouΟ μπάρμπα-Πίπης, ο γηραιός φίλος μου, είχεν επτά η οκτώ καπέλλα, διαφόρων χρωμάτων, σχημάτων και μεγεθών, όλα εκ παλαιού χρόνου και όλα κατακαίνουργια, τα οποία εφόρει εκ περιτροπής μετά του ευπρεπούς μαύρου ιματίου του κατά τας μεγάλας εορτάς του ενιαυτού, οπόταν έκαμνε δυό η τρεις περιπάτους από της μιας πλατείας εις την άλλην δια της οδού Σταδίου. Οσάκις εφόρει τον καθημερινόν κούκον του, με το σάλι του διπλωμένον εις οκτώ η δεκαέξ δίπλας επί του ώμου, συνήθιζε να κάθηται επί τίνας ώρας εις το γειτονικόν παντοπωλείον, υποπίνων συνήθως, μετά των φίλων, και ήτο στομύλος και διηγείτο πολλά κι εμειδία προς αυτούς.


Όταν εμειδία ο μπάρμπα - Πίπης, δεν εμειδίων μόνον αι γωνίαι των χειλέων, αι παρειαί και τα ούλα των οδόντων του, αλλ μειδίων οι ιλαροί και ήμεροι οφθαλμοί του, εμειδία στίλβουσα η σιμή και πεπλατυσμένη ρις του, ο μύσταξ του ο ευθυσμένος με λεβάνταν και ως δια κολλητού κηρού λελεπτυσμένος, και το υπογένειόν του το λευκόν και επιμελώς διατηρούμενον, και σχεδόν ο κούκος του ο στακτερός, ο λοξός κι επικλινής προς το ους, όλα παρ ατ εμειδίων. Είχε γνωρίσει πρόσωπα και πράγματα εν Κερκύρα, όλα τα περιέγραφε μετά χάριτος εις τους φίλους του. Δεν έπαυσε ποτέ να σεμνύνεται δια την προτίμησιν, την οποίαν είχε δείξει αείποτε δια την Κέρκυραν ο βασιλεύς, και έζησεν αρκετά δια να υπερηφανευθή επί τη εκλογή, ην έκαμε της αυτής νήσου προς διατριβήν «η εφτάκρατορισσα της Αούστριας». Ενθυμείτο αμυδρώς τον Μουστοξύδην, μα δόττο, δοττίσιμο κε ταλέντο! Είχε γνωρίσει καλώς τον Μάντζαρον, μα γαλαντουόμο! τον Κερκύρας Αθανάσιον, μα μπράβο! τον Σιερπιέρρο, κε γκραν φιλόζοφο! Το τελευταίον όνομα έδιδεν εις τον αοίδιμον Βράιλαν, δια τον τίτλον ον του είχαν απονείμει, φαίνεται, οι Αγγλοι. (Sir Pierro = Sir Peter).
Είχε γνωρίσει επίσης τον «Σολωμό» κε ποέτα, του οποίου απεμνημόνευε και στίχους τινάς, απαγγέλλων αυτούς κατά το εξής υπόδειγμα:
Ωσάν τη σπίθα κρουμμένη στη στάχτηπου εκρουβόταν για μας λευτεριά;Εισέ πάσα μέρη πετιέται κι ανάφτεικαι σκορπιέται σε κάθε μεριά.
Ο μπάρμπα-Πίπης έλειπεν υπέρ τα είκοσι έτη εκ του τόπου της γεννήσεώς του. Είχε γυρίσει κόσμον κι έκαμεν εργασίας πολλάς. Έστειλε ποτε και εις την Παγκόσμιον «Έκτεση», διότι ήτο σχεδόν αρχιτέκτων, και είχε μάλιστα και μίαν ινβεντσιόνε. Εμίσει τους πονηρούς και τους ιδιοτελείς, εξετίμα τον ανθρωπισμόν και την τιμιότητα. Απετροπιάζετο τους φαύλους.
«Ιλ τραδιτόρε νον α κομπασιόν» - ο απατεώνας δεν έχει λύπηση. Ενίοτε πάλιν εμαλάττετο κι εδείκνυε συγκατάβασιν εις τας ανθρωπίνους ατελείας. «Ουδ γης αναμάρτητος - άγκε λα τέρρα νον ε ιμπεκκάμπιλε». Και ύστερον, αφού ουδ γη είναι, πως θα είναι ο Πάπας; Όταν του παρετήρει τις ότι ο Πάπας δεν εψηφίσθη ιμπεκκάμπιλε, αλλά ινφαλλίμπιλε, δεν ήθελε ν ναγνωρίση την διαφοράν.
Δεν ήτο άμοιρος και θρησκευτικών συναισθημάτων. Τας δυό η τρεις προσευχάς, ας ήξευρε, τας ήξευρεν ελληνιστί. «Τα πατερμά του ήξευρε ρωμέικα». Έλεγεν: «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ... ως ενάντιος υψίστοις!». Όταν με ηρώτησε δις η τρις τι σημαίνει τούτο ως ενάντιος, προσεπάθησα να διορθώσω και εξηγήσω το πράγμα. Αλλά μετά δυό η τρεις ημέρες υποτροπιάζων πάλιν έλεγεν: «Άγιος, άγιος, άγιος... ως ενάντιος υψίστοις».
Εν μόνον είχεν ελάττωμα, ότι εμίσει αδιαλλάκτως παν ο,τι εκ προκαταλήψεως εμίσει και χωρίς ν νέχηται αντίθετον γνώμην η επιχείρημα. Πολιτικώς κατεφέρετο πολύ κατά των Αγγλων, θρησκευτικώς δε κατά των Δυτικών. Δεν ήθελε ν κούση το όνομα του Πάπα, και ήτο αμείλικτος κατήγορος του ρωμαϊκού κλήρου...
Την εσπέραν του Μεγάλου Σαββάτου του έτους 188... περί ώραν ενάτην, γερόντιον τι ευπρεπώς ενδεδυμένον, καθόσον ηδύνατο να διακρίνη τις εις το σκότος, κατήρχετο την απ θηνν εις Πειραιά άγουσαν, την αμαξιτήν. Δεν είχεν ακόμη ανατείλει η σελίνη, και ο οδοιπόρος εδίσταζε ν ναβ υψηλότερον, ζητών δρόμον μεταξύ των χωραφίων. Εφαίνετο μη γνωρίζων καλώς τον τόπον. Ο γέρων θα ήταν ίσως πτωχός, δε θα είχε 50 λεπτά δια να πληρώση το εισιτήριον του σιδηροδρόμου η θα τα είχε κι έκαμνεν οικονομίαν.
Αλλ χι δεν ήτο πτωχός, δεν ήτο ούτε πλούσιος, είχε δια να ζήση. Ήτο ευλαβής, και είχε τάξιμο να καταβαίνη κατ τος το Πάσχα πεζός εις τον Πειραιά, ν κού την Ανάστασιν εις τον Άγιον Σπυρίδωνα και όχι εις άλλην εκκλησίαν, να λειτουργήται εκεί και μετά την απόλυσιν ν ναβαίνη πάλιν πεζός εις τας Αθήνας.
Ήτο ο μπάρμπα-Πίπης, ο γηραιός φίλος μου, και κατέβαινεν εις Πειραιά δια ν κούση το Χριστός Ανέστη εις τον ναόν του ομωνύμου και προστάτου του, δια να κάμη Πάσχα ρωμέικο κι ευφρανθή η ψυχή του.
Και όμως ήτο... δυτικός!
Ο μπάρμπα-Πίπης ήτο Ιταλοκερκυραίος, απλοϊκός, Ελληνίδος μητρός, Έλλην την καρδίαν, και υφίστατο άκων ίσως, ως και τόσοι άλλοι, το άπειρον μεγαλείον και την άφατον γλυκύτητα της εκκλησίας της ελληνικής. Εκαυχάτο ότι ο πατήρ του, όστις ήτο στρατιώτης του Ναπολέοντος Α, «είχε μεταλάβει ρωμέικα» όταν εκινδύνευε ν ποθάνη εκβιάσας μάλιστα προς τούτο, δια τινών συστρατιωτών του, τον ιερέα τον αγαθόν. Και όμως όταν, κατόπιν τούτων, φυσικώς του έλεγε τις: «Διατί δε βαπτίζεσαι, μπάρμπα-Πίπη;» η απάντησίς του ήτο, ότι άπαξ εβαπτίσθη, και ότι ευρέθη εκεί.
Φαίνεται ότι οι Πάπαι της Ρώμης, με τη συνήθη επιτηδείαν πολιτικήν των, είχον αναγνωρίσει εις τους ρωμαιοκαθολικούς των Ιονίων νήσων τινά των εις τους Ουνίτας απομενομένων προνομίων, επιτρέψαντες αυτοίς να συνεορτάζωσι μετά των ορθοδόξων όλας τας εορτάς. Αρκεί να προσκυνήση τις την εμβάδα του Ποντίφηκος, τα λοιπά είναι αδιάφορα.
Ο μπάρμπα-Πίπης έτρεφε μεγίστην ευλάβειαν προς τον πολιούχον Άγιον της πατρίδος του και προς το σεπτόν αυτού λείψανον. Επίστευεν εις το θαύμα το γενόμενον κατά των Βενετών, τολμησάντων ποτε να ιδρύσωσιν ίδιον θυσιαστήριον εν αυτώ τω ορθοδόξω ναώ, (il Santo Spiridion ha fatto cquesto aso), ότε ο Άγιος επιφανείς νύκτωρ εν σχήματι μοναχού κρατών δαυλόν αναμμένον, έκαυσεν ενώπιον των απολιθωθέντων εκ του τρόμου φρουρών το αρτιπαγές αλτάρε. Αφού ευρίσκετο μακράν της Κερκύρας, ο μπάρμπα-Πίπης ποτέ δε θα έστεργε να εορτάση το Πάσχα μαζί με τσου φράγκους.
Την εσπέραν λοιπόν εκείνην του Μεγάλου Σαββάτου, ότε κατέβαινεν εις Πειραιά πεζός, κρατών εις τη χείρα τη λαμπάδα του, ην έμελλε ν νάψ κατά την Ανάστασιν, μικρόν πριν φθάση εις τα παραπήγματα της μέσης οδού, εκουράσθη και ηθέλησε να καθίση επ λίγον ν ναπαυθ. Εύρεν υπήνεμον τόπον έξωθεν της μάνδρας, εχούσης και οικίσκον παρά τη μεσημβρινήν γωνίαν, κι εκεί εκάθισεν επί των χόρτων, αφού υπέστρωσε το εις πολλάς δίπλας γυρισμένο σάλι του. Εβγαλεν από την τσέπην την σπιρτοθήκην του, ήναψε σιγαρέττον κι εκάπνιζεν ηδονικώς.
Εκεί ακούει όπισθέν του ελαφρόν θρουν ως βημάτων επί παχείας χλόης και, πριν προφθάση να στραφή να ίδη, ακούει δεύτερον κρότον ελαφρότερον. Ο δεύτερος ούτος κρότος του κάστηκε, ότι ήτον ως ανυψουμένης σκανδάλης φονικού όπλου.
Εκείνην τη στιγμήν είχε λαμπρυνθή προς ανατολάς ο ορίζων, και του Αιγάλεω αι κορυφαί εφάνησαν προς μεσημβρίαν λευκάζουσαι. Η σελήνη, τετάρτην ημέραν άγουσα από της πανσελήνου, θ νέτελλε μετ λίγα λεπτά. Εκεί όπου έστρεψε την κεφαλήν προς τα δεξιά, εγγύς της βορειανατολικής γωνίας του αγροτικού περιβόλου, όπου εκάθητο, του κάστηκε, ως διηγείτο αργότερα ο ίδιος, ότι είδε ανθρωπίνην σκιαν, εις προβολήν τρόπον τινά ισταμένην και τείνουσα εγκαρσίως μακρόν τι ως ρόπαλον η κοντάριον προς το μέρος αυτού. Πρέπει δε να ήτο τουφέκιον.
Ο μπάρμπα-Πίπης ενόησεν αμέσως τον κίνδυνον. Χωρίς να κινηθή άλλως από την θέσιν του, έτεινε τη χείρα προς τον άγνωστον κι έκραξεν εναγωνίως.
- Φίλος! καλός! μη ρίχνης...
Ο άνθρωπος έκαμε μικρόν κίνημα οπισθοδρομήσεως, αλλά δεν επανέφερε το όπλον εις ειρηνικήν θέσιν, ουδέ κατεβίβασε τη σκανδάλην.
- Φίλος και τι θέλεις εδώ; ηρώτησε με απειλητικήν φωνήν.
- Τι θέλω; επανέλαβεν ο μπάρμπα-Πίπης. Κάθουμαι και φουμάρω το τσιγάρο μου.
- Και δεν πας αλλού να το φουμάρης, ρε; απήντησεν αυθαδώς ο άγνωστος. Ηύρες τον τόπον, ρε, για να φουμάρης το τσιγάρο σου!
- Και γιατί; επανέλαβεν ο μπάρμπα-Πίπης. Τι σας έβλαψα;
- Δεν ξέρω εγώ απ ατά, είπεν οργίλως ο αγρότης, εδώ είναι αποθήκη, έχει χόρτα, έχει κι άλλα πράματα μέσα. Μόνον κότες δεν έχει, προσέθηκε μετά σκληρού σαρκασμού. Εγελάστηκες.
Ήτο πρόδηλον, ότι είχεν εκλάβει το γηραιόν φίλον μου ως ορνιθοκλόπον, και δια να τον εκδικηθή του έλεγεν ότι τάχα δεν είχεν όρνιθας, ενώ κυρίως ο αγρονόμος δια τας όρνιθάς του θα εφοβήθη και ωπλίση με την καραβίναν του.
Ο μπάρμπα-Πίπης εγέλασε πικρώς προς τον υβριστικόν υπαινιγμόν.
- Συ εγελάστηκες, απήντησεν, εγώ κότες δεν κλέφτω, ούτε λωποδύτης είμαι, εγώ πηγαίνω στον Πειραιά ν κούσω Ανάσταση στον Άγιο Σπυρίδωνα.
Ο χωρικός εκάγχασε.
- Στον Περαία; στον Άϊ - Σπυρίδωνα; κι από που έρχεσαι;
- Απ τν Αθήνα.
- Απ τν Αθήνα; και δεν έχει εκεί εκκλησίες ν κούσης Ανάσταση;
- Έχει εκκλησίες, μα εγώ το έχω τάξιμο, απήντησεν ο μπάρμπα-Σπύρος.
Ο χωρικός εσιώπησε προς στιγμήν, είτα επανέλαβε.
- Να φχαριστάς καημένε...
Και τότε μόνον κατεβίβασεν τη σκανδάλην και ώρθωσε το όπλον προς τον ώμον του.
- Να φχαριστάς, καημένε, την ημέραν που ξημερώνει αύριον, ει δε μη, δεν το χα για τίποτες να σε ξαπλώσω δω χάμου. Τράβα τώρα!
Ο γέρων Κερκυραίος είχεν εγερθή και ητοιμάζετο ν πέλθ, αλλά δεν ηδυνήθη να μη δώση τελευταίαν απάντησιν.
- Κάνεις άδικα και συγχωρεμένος να σαι που με προσβάλλεις, είπε. Σ εχαριστ ως τόσο που δε με ετουφέκισες, αλλά νον βα μπένε... δεν κάνεις καλά να με παίρνης για κλέφτη. Εγώ είμαι διαβάτης, κι επήγαινα, σου λέω, στον Πειραιά.
- Έλα, σκόλα, σκόλα τώρα, ρε...
Και ο χωρικός στρέψας την ράχιν εισήλθεν ανατολικώς δια της θύρας του περιβολίου, κι έγινεν άφαντος.
Ο γέρων φίλος μου εξηκολούθησε τον δρόμον του.
Το συμβεβηκός τούτο δεν εμπόδισε τον μπάρμπα-Πίπην να εξακολουθή κατ τος την ευσεβή του συνήθειαν, να καταβαίνη πεζός εις τον Πειραιά, να προσέρχηται εις τον Άγιον Σπυρίδωνα και να κάμη Πάσχα ρωμέικο.
Εφέτος το μισοσαράκοστον μοι επρότεινεν, αν ήθελα να τον συνοδεύσω εφέτος εις την προσκύνησίν του ταύτην. Θα προσεχώρουν δε εις την επιθυμίαν του, αν από πολλών ετών δεν είχα τη συνήθεια να εορτάζω εκτός του Άστεως το Άγιον Πάσχα.

 

Από τη Συλλογή «Πασχαλινά διηγήματα»,

Έκδοση «Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι.Δ.Κολλάρου και ΣΙΑ ΑΕ


Εικόνες από το χωριό